Ο Αντόνιο Βιβάλντι έμαθε βιολί κοντά στον πατέρα του, ο οποίος είχε ξεκινήσει ως κουρέας, αλλά κατέληξε επαγγελματίας μουσικός σε μια τοπική ορχήστρα.
Εκείνο τον καιρό όμως, η ζωή του βιολιστή ήταν ακόμη πιο επισφαλής οικονομικά απ’ όσο σήμερα κι η φτωχή οικογένεια αποφάσισε να γίνει ο πρωτότοκος γιος, ιερέας.
Το πώς ένιωθε ο Βιβάλντι γι’ αυτή την απόφαση παραμένει άγνωστο, αν και δεν έδειχνε κανέναν ενθουσιασμό για τα νέα του καθήκοντα.
Τα άσκησε για μόλις ένα χρόνο, καθώς μια “στενότητα στο θώρακα” τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τα λειτουργικά του καθήκοντα.
Σημειωτέον ότι η “στενότητα” που σήμερα πιστεύεται ότι ήταν άσθμα, δεν του προκαλούσε κανένα πρόβλημα όταν διηύθυνε.
Κορίτσια, Κορίτσια, Κορίτσια
Όταν έγινε 20 ετών, ο Βιβάλντι ήταν ήδη γνωστός ως μουσικός και συνθέτης.
Το 1703 έγινε δάσκαλος μουσικής στο Ospedale della Pieta, ένα ορφανοτροφείο κορασίδων, πολλές από τις οποίες ήταν νόθες κόρες πλούσιων και ισχυρών ανδρών της πόλης.
Χάρη στις γενναιόδωρες δωρεές, κυρίως από τους γονείς που ένιωθαν τύψεις, το ίδρυμα διατηρούσε μια θαυμάσια χορωδία και ορχήστρα, πολύ γνωστή στη Βενετία.
Τουρίστες απ’ όλη την Ευρώπη πήγαιναν να θαυμάσουν τα κορίτσια που, εκτός από λεπτεπίλεπτα όργανα όπως το φλάουτο, έπαιζαν και τύμπανα.
Ο Βιβάλντι, ως ιερέας, μάλλον θεωρήθηκε ασφαλής επιλογή για δάσκαλος τόσων κοριτσιών.
Στα επόμενα 35 χρόνια, εκτός από την απασχόλησή του ως μουσικού διευθυντή, ο Βιβάλντι έγραψε γύρω στα 400 κονσέρτα για την ορχήστρα του ιδρύματος, μεταξύ αυτών και το γνωστότερο έργο του, “Οι Τέσσερις Εποχές”.
Το έργο, βασισμένο σε τέσσερα σονέτα που λέγεται ότι γράφτηκαν από τον ίδιο, αποτελεί την κορυφαία στιγμή του συνθέτη: χαριτωμένο, ευφάνταστο, εφευρετικό και διόλου απαιτητικό.
Το κοινό το αγάπησε από την πρώτη στιγμή.
Ο Λουδοβίκος ΙΕ’ της Γαλλίας ενθουσιάστηκε τόσο, που οι αυλικοί του παρουσίασαν την “Άνοιξη” σε ειδική εκτέλεση για να τον ευχαριστήσουν.
Καλά και τα κονσέρτα, αλλά…
Παρ’ όλη την επιτυχία του όμως, ο Βιβάλντι είχε πιο υψηλό στόχο: να συνθέσει μουσική για όπερα.
Το είδος αυτό εφευρέθηκε το 1607 από τον Ιταλό συνθέτη Κλαούντιο Μοντεβέρντι, ο οποίος ήθελε να αναβιώσει το ύφος των αρχαίων Ελλήνων, που ενσωμάτωναν μουσική, χορό και πρόζα στο θέατρο.
Η θεαματική αυτή ψυχαγωγία είχε αμέσως απήχηση, ιδίως στην Ιταλία.
Ο Βιβάλντι ταξίδεψε σε όλη τη χώρα και ανέβασε τις όπερές του με τεράστια επιτυχία.
Η παραγωγή του ήταν εκπληκτική. Μεταξύ 1713 και 1739 έγραψε περίπου πενήντα όπερες, κατά μέσο όρο σχεδόν δύο το χρόνο.
Το έργο του “Τίτο Μάνλιο” γράφτηκε μέσα σε πέντε μέρες.
Το κοινό έσπευδε να παρακολουθήσει τα έργα του, αν και όχι πάντοτε με τον ίδιο ενθουσιασμό.
“Η νέα όπερα στο θέατρο San Grisostomo ήταν πιο επιτυχημένη από την προηγούμενη. Αλλά η σύνθεση είναι τόσο φρικτή και η μουσική τόσο θλιβερή που κοιμήθηκα για μία ολόκληρη πράξη”, έγραφε ένας Βενετός θιασώτης της όπερας το 1727.
Η ωραία “Λα Ζιρό”
Ο Βιβάλντι βρήκε παρηγοριά στο πρόσωπο της σοπράνο Άννα Τεσιέρι Τζιρό, γνωστή ως “λα Ζιρό”, που έκανε το ντεμπούτο της το 1725.
Κάποια στιγμή έμεινε στο σπίτι του Βιβάλντι πατρός, ενώ αργότερα ήλθε και η αδελφή της, η Παολίνα, ως νοσοκόμα του ίδιου του Βιβάλντι, του οποίου η υγεία είχε ταλαιπωρηθεί από το άσθμα.
Όλοι έλεγαν ότι η Άννα και ο Βιβάλντι ήταν εραστές, μάλιστα κάποιοι κουτσομπόλευαν ότι έκαναν ερωτικό τρίο με την Παολίνα.
Οι περισσότεροι δεν έδειχναν να ενοχλούνται, εκτός από τον καρδινάλιο της Φεράρα.
Το 1737 ο Βιβάλντι ετοίμαζε μια όπερα στη Φεράρα, όταν ο καρδινάλιος ξαφνικά απαγόρευσε σ’ αυτόν να διευθύνει και στην Άννα να τραγουδήσει.
Έξαλλος ο Βιβάλντι διαμαρτυρήθηκε ότι ο καρδινάλιος “σπίλωσε αυτές τις φτωχές γυναίκες” κι ότι ο ίδιος δεν είχε ποτέ καμία σχέση με σκάνδαλα.
Ο καρδινάλιος δεν υποχώρησε κι η όπερα ανέβηκε χωρίς τον Βιβάλντι και την Άννα.
Φυσικά εξελίχθηκε σε φιάσκο.
Κάθε πράγμα στον καιρό του
Στην πραγματικότητα, πολλές όπερες του Βιβάλντι κατέληξαν σε φιάσκο.
Ο Βιβάλντι δεν ήταν πλέον της μόδας. Πάντως, το όνομά του είχε ακόμα πέραση βόρεια των Άλπεων, οπότε το 1740 ο 62χρονος συνθέτης έφυγε από την Ιταλία μαζί με την Άννα και την Παολίνα.
Προορισμός τους ήταν η Βιέννη, έδρα του αυτοκράτορα Καρόλου Στ’, ο οποίος θαύμαζε τον Βιβάλντι.
Μόνο που ο αυτοκράτορας πέθανε εκείνο το φθινόπωρο, αφού έφαγε ένα πιάτο δηλητηριώδη μανιτάρια.
Η νέα βασιλική οικογένεια είχε πιο σοβαρά πράγματα στο κεφάλι της, όπως τον πόλεμο με την Πρωσία, από τα προβλήματα ενός Ιταλού συνθέτη κι ο Βιβάλντι αναγκαζόταν να πουλά τα χειρόγραφα των συνθέσεών του για να τα βγάζει πέρα.
Το καλοκαίρι του 1741 αρρώστησε και πέθανε στις 28 Ιουλίου.
Η κηδεία του έγινε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, όπου ο νεαρός Γιόζεφ Χάιντν τραγουδούσε στην παιδική χορωδία.
ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Μουσουργών» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ».