Τον Οκτώβριο του 1950 το δράμα της οικογένειας Μαλαβάζου στο Δαφνί συντάραξε την κοινωνία. Ένας 24χρονος έσφαξε με μαχαίρι την 45χρονη μητέρα του, Αμαλία Γαλανού, μέσα στο κέντρο διασκέδασης «Αμαλία», το οποίο εκείνη διατηρούσε στο Χαϊδάρι.
Η αιματηρή ιστορία του Παναγιώτη Μαλαβάζου ξεκινάει από την στιγμή που πέθανε ο πατέρας του. Ο νεαρός αμέσως μετά έφυγε από το οικογενειακό σπίτι προκειμένου να βρει δουλειά και να βγάλει τα προς το ζην. Ο νεαρός όμως έμπλεξε με κύκλους κακοποιών και άρχισε τις διαρρήξεις και τις κλοπές. Γρήγορα συνελήφθη από την Αστυνομία και μπήκε στην φυλακή για κάποιους μήνες.
Μετά την αποφυλάκισή του έμαθε ότι η μητέρα του είχε ξαναπαντρευτεί και διατηρούσε κέντρο διασκέδασης με το όνομα «Αμαλία». Την επισκέφθηκε και της ζήτησε οικονομική βοήθεια. Της υποσχέθηκε ότι θα ζει τίμια, χωρίς παραβατικότητα. Ετσι πείστηκε και του παραχώρησε δωμάτιο για να μένει.
Όμως η συμπεριφορά του Παναγιώτη προς τον πατριό του ήταν άσχημη και η μητέρα του αναγκάστηκε να τον διώξει, χωρίς όμως να σταματήσει να τον υποστηρίζει οικονομικά. Την περίοδο εκείνη, ο Μαλαβάζος ζούσε ξέφρενη ζωή και χρειαζόταν περισσότερα λεφτά, τα οποία εξασφάλιζε με απάτες και κλοπές.
Συνελήφθη ξανά από την Στρατιωτική Αστυνομία και αυτή την φορά οδηγήθηκε στην Μακρόνησο επειδή θεωρήθηκε κομμουνιστής.
Ο γάμος στην Κρήτη
Ο Παναγιώτης αφού έμεινε για λίγο καιρό στην εξορία, μεταφέρθηκε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών ως ψυχοπαθής. Δραπέτευσε όμως σε λιγότερο από τρεις μήνες και κατέφυγε στην Κρήτη όπου παντρεύτηκε την Μαρία Τελεδάκη, μητέρα δύο παιδιών, την οποία γνώριζε ήδη από την Αθήνα.
Αμέσως μετά το γάμο τους, ο Μαλαβάζος της ζήτησε να εκποιήσει την περιουσία της για να ξεκινήσουν μια επιχείρηση στην Αθήνα. Η Τελεδάκη αρχικά αρνήθηκε.
Ο Μαλαβάζος θύμωσε, της επιτέθηκε και την τραυμάτισε ελαφριά με μαχαίρι. Παρόλα αυτά η γυναίκα τον συγχώρεσε, πούλησε την περιουσία της για 40 χρυσές λίρες και έφυγε μαζί του για τον Πειραιά παρά την αντίθετη άποψη της οικογένειάς της. Στο πλοίο για τον Πειραιά, ο Μαλαβάζος της είπε:
«Εάν καημένη, ήξερες τι σε περιμένει στον Πειραιά που έρχεσαι, θα έπεφτες στην θάλασσα». Η γυναίκα, ωστόσο, δεν έδωσε σημασία, διότι πίστευε ότι αστειεύεται.
Το έγκλημα
Όταν το ζευγάρι έφτασε στον Πειραιά, ο Μαλαβάζος την εξαπάτησε και τις άρπαξε 30 λίρες. Με αυτά αγόρασε νέα ρούχα και άρχισε τις νυχτερινές διασκεδάσεις.
Όταν του τελείωσαν τα λεφτά τις απέσπασε άλλες πέντε λίρες και την έστειλε στην μητέρα του στο Χαϊδάρι.
Η Γαλανού όμως δεν δέχτηκε να την φιλοξενήσει και της είπε πως ούτε εκείνη ούτε ο γιος της είναι ευπρόσδεκτοι στο σπίτι της.
Ο Μαλαβάζος θύμωσε με την απάντηση της μάνας του και έσπευσε να την βρει στο κέντρο της.
Η Γαλανού μόλις τον είδε κατάλαβε ότι θα συμβεί κάτι κακό και βγήκε φοβισμένη στην αυλή. Τότε ο γιος της την σκότωσε με ένα μαχαίρι.
Μετά το έγκλημα επέστρεψε στο ταξί που τον περίμενε και διέταξε τον οδηγό να κατευθυνθεί προς τον Πειραιά, μέσω της Αγίας Βαρβάρας.
Τον απείλησε ότι αν δεν ακολουθούσε την συγκεκριμένη διαδρομή θα τον σκότωνε. Όταν το ταξί έφτασε στην διασταύρωση των οδών Νοταρά και Σωτήρος, ο Μαλαβάζος βγήκε από το αυτοκίνητο και έδωσε στον οδηγό 80.000 δραχμές για την διαδρομή. Του είπε ότι θα πήγαινε στην Γενική Ασφάλεια για να παραδοθεί.
Μόλις ο δράστης απομακρύνθηκε, ο οδηγός πήγε στο 4ο αστυνομικό τμήμα του Πειραιά και κατήγγειλε το έγκλημα. Λίγο αργότερα, ο Μαλαβάζος βρέθηκε και συνελήφθη.
Υπότροπος μετά από 13 χρόνια
Ο Παναγιώτης Μαλαβάζος καταδικάστηκε σε ισόβια για τον φόνο της μητέρας του, αλλά η ποινή του μετριάστηκε σε 20 χρόνια κάθειρξη.
Στα μέσα του 1962 αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους λόγω ασθένειας. Ένα εξάμηνο μετά, τον Φεβρουάριο του 1963 απασχόλησε ξανά τις αρχές επειδή τραυμάτισε σοβαρά κάποιο φίλο του με μαχαίρι. Μετά την πράξη τράπηκε σε φυγή , αλλά η αστυνομία τον εντόπισε στον Ασπρόπυργο την επόμενη μέρα. Έτσο ο μητροκτόνος ξαναβρέθηκε στην φυλακή.
Της Μαρίας Φωσκόλου, μεταπτυχιακής φοιτήτριας Εγκληματολογίας