Αποκαλυπτικό είναι το άρθρο της Deutsche Welle, για την «Οδύσσεια» που περνούν πολλοί νέοι Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία, οι οποίοι συχνά δεν είναι προετοιμασμένοι σωστά, ή δεν γνωρίζουν τη γλώσσα, με συνέπεια να πέφτουν θύματα, όχι μόνο της κρίσης, αλλά και της εκμετάλλευσης.
Η νέα γενιά μεταναστών ονομάζεται «νέο-μετανάστες», ώστε να ξεχωρίζουν από τους παλιούς μετανάστες, που ήρθαν οργανωμένα στη Γερμανία τις δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Τότε ήξεραν, πριν ξεκινήσουν, ότι θα τους περίμενε κάποιος στον σιδηροδρομικό σταθμό για να τους υποδεχτεί, ότι θα είχαν σπίτι, ασφάλεια και πάνω από όλα δουλειά με συγκεκριμένες απολαβές βάσει συμβολαίου. Οι νέοι μετανάστες δεν έχουν πάντα την ίδια τύχη. Όποιοι έρχονται με πτυχία και γνωρίζουν τη γλώσσα, είναι ευπρόσδεκτοι. Ιδίως όσοι διαθέτουν πολύ υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα και σημαντική επαγγελματική εμπειρία, απορροφώνται άμεσα από τη γερμανική αγορά εργασίας σε περίοπτες θέσεις, σε νοσοκομεία, σε επιχειρήσεις, ή σε πολυεθνικές εταιρείες.
«Σε πιάνουν όλοι στην ανάγκη»
«Τα προβλήματα αναφύονται στους επαγγελματικά ανειδίκευτους, καθώς και σε όσους έρχονται στη Γερμανία χωρίς κάποια μόρφωση και γνώσεις γερμανικών, νομίζοντας ότι έρχονται στη «γη της επαγγελίας» και υπάρχει ψωμί για όλους», αναφέρει το άρθρο.
Η συγκεκριμένη κατηγορία Ελλήνων μπορεί να πέσει πολύ εύκολα θύμα εκμετάλλευσης. Η πρώτη πόρτα που χτυπούν, συνήθως, για δουλειά, είναι στα ελληνικά εστιατόρια. Οι εμπειρίες τους δεν είναι πάντα θετικές: ημερομίσθια πείνας και χωρίς ασφάλεια, άθλια καταλύματα κατά ομάδες, ατέλειωτες ώρες εργασίας.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Πέτρου, ο οποίος αποφάσισε ξαφνικά να πάει στο Βερολίνο, παίρνοντας μαζί του τη γυναίκα του, την κόρη του ενός έτους και μια βαλίτσα. Αφού έμεινε στο σπίτι κάποιου γνωστού, άρχισε να ψάχνει δουλειά σε ελληνικά εστιατόρια μέσω αγγελιών.
Ο ίδιος δηλώνει στη DW:
«Στο πρώτο που πήγα, ζητούσε κάποιον βοηθό στην κουζίνα. Πήγα από εκεί, μου είπε για 45 ευρώ το 8ωρο -γιατί άλλα σου λένε στην αρχή κι αλλά στη συνέχεια- μετά μου λέει, ότι δεν χρειάζονταν συγκεκριμένα κάποιον για κάποια συγκεκριμένη δουλειά, απλά να είναι ένας για όλες τις δουλειές, δηλαδή και στα τηγάνια και στη λάντζα και σε όλο το μαγαζί. Και πάλι είπα δεν πειράζει. Μετά από 12 ώρες εργασίας, πήγα να του πω να μου δώσει το μεροκάματο. Μου λέει ότι η πρώτη μέρα στη δουλειά είναι δοκιμαστική στη Γερμανία και δεν πληρώνεται. Λογικό είναι να τρελάθηκα εκείνη τη στιγμή. Άρχισα και φώναζα. Στο τέλος πάντως, μου λέει, ως πρώτη μέρα που δεν γνωρίζεις τη δουλειά, θα σου δώσω μόνο 20 ευρώ. Έφυγα από αυτόν, πήγα να δουλέψω κάπου αλλού, πάλι από αγγελία, μέσω γνωστών και φίλων. Πήγα στο… που είναι κάπου στο βορειοανατολικό Βερολίνο για 45 ευρώ τη μέρα, πάλι 8ωρο. Μετά το αλλάζει, γίνεται 12ωρο, και επιπλέον τις Κυριακές πρέπει να πηγαίνεις από τις 10 το πρωί. Αυτά τα λένε στην πορεία, δεν τα λένε πριν, όταν γίνεται η συμφωνία, γιατί σε πιάνουν στην ανάγκη ότι δεν ξέρεις τη γλώσσα, άρα αναγκαστικά θα δουλέψεις εκεί. Εννοείται ανασφάλιστος. Ή αν θα δουλέψεις για 12 ώρες, δεν θα σε ασφαλίσει για 12, ή για 8 ώρες, θα σε ασφαλίσει για 3 με 4 ώρες το πολύ».
«Σε σπηλιές στο Βερολίνο»
«Παγίδες» εγκυμονεί όμως και η προσέλκυση νέων μεταναστών από την Ελλάδα, μέσω ιδιωτικών γραφείων ευρέσεως εργασίας, όπου συχνά προσελκύουν τους ενδιαφερόμενους, παρουσιάζοντας ελκυστικούς όρους απασχόλησης.
Ο Νίκος Αθανασιάδης, μέλος της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων, αναφέρει χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
«Η πιο τραγική είναι ένα ζευγάρι που το πετάξανε έξω, μέσα στο κρύο, στους μείον 15 βαθμούς και τα παιδιά δεν είχανε ούτε τα απαραίτητα ρούχα, γιατί υπολόγιζαν να έρθουν, να πληρωθούν και να πάνε να ψωνίσουν. Δεν γνώριζαν τέτοιο χειμώνα, πρώτη φορά βγήκαν στο εξωτερικό, ένας μάλιστα δεν είχε δει χιόνι στη ζωή του. Μια άλλη περίπτωση μιας κυρίας, έγινε πρόσφατα το καλοκαίρι: πάλι το ίδιο, την πετάξανε στον δρόμο κι αυτήν. Μας πήρε τηλέφωνο, πήγαμε, μιλήσαμε και με τον εστιάτορα, τελικά συμφωνήσαμε σε ένα μικρό ποσό, ούτως ώστε να έχει κάποια χρήματα, όχι για να πάρει το εισιτήρια επιστροφής, αλλά να κινηθεί λίγο, να πάρει να φάει κάτι. Δεν είχε να φάει τίποτα».
Συγκλονιστική είναι μια περίπτωση, που θυμάται η Μαρία Οικονομίδου, συντονίστρια στο Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο Βερολίνου: «Είχα συνοδεύσει, σε κάποια φάση, έναν βοσκό, που τον είχαν φέρει εδώ. Ο άνθρωπος, φυσικά, δεν είχε καμιά αίσθηση, ούτε του τόπου, αλλά ούτε του χρόνου στον οποίο ζούσε. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να τον βοηθήσω, ο άνθρωπος έπεσε θύμα εκμετάλλευσης, ζούσε σε κάτι σπηλιές -ναι, το Βερολίνο έχει σπηλιές, έτσι έμαθα κι εγώ ότι έχει σπηλιές- και προσπαθούσε να συντηρηθεί κατά κάποιον τρόπο»!
Ο αριθμός εκείνων που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης, εκτιμάται περίπου στους χίλιους στη Βαυαρία και σε ολόκληρη τη Γερμανία γύρω στους 5.000 για το 2011 και το 2012.
Τα περισσότερα θύματα εκμετάλλευσης δεν απευθύνονται στις ελληνικές αρχές για βοήθεια, ενώ πρόβλημα αποτελεί και ο επαναπατρισμός, γιατί τα κατά τόπους προξενεία δεν διαθέτουν σχετικά κονδύλια.
Η πρακτική που ακολουθεί το Γενικό Προξενείο του Μονάχου, που δέχεται τους περισσότερους νέους μετανάστες, είναι είτε να υποδεικνύει φτηνούς τρόπους επιστροφής στην Ελλάδα, είτε να γνωστοποιεί στους παθόντες ότι υπάρχει διαδικασία δανεισμού από το ελληνικό δημόσιο, για την κάλυψη των εισιτηρίων, εφόσον βέβαια είναι φορολογικά καταγεγραμμένοι στην Ελλάδα.
Χρήσιμες συμβουλές
Ο κ. Αθανασιάδης επισημαίνει, ότι όσοι αναζητούν εργασία στη Γερμανία, δεν θα πρέπει καν να διανοηθούν να πάνε, εάν δεν έχουν επαρκή γνώση της γλώσσας, ενώ καλό θα είναι να υπάρχει κάποιος φίλιος ή συγγενής.
«Έχει ακουστεί ότι οι Γερμανοί μοιράζουν λεφτά με το που γράφεται κάποιος στο γραφείο εργασίας. Αυτό δεν γίνεται αμέσως, αλλά μετά από 3 μήνες. Προσοχή σε αγγελίες μέσω διαδικτύου, ή στις εφημερίδες που υπόσχονται παχυλούς μισθούς και ποτέ χρήματα προκαταβολή σε κανέναν για τα αεροπορικά εισιτήρια. Είναι 100% βέβαιο, ότι τα χρήματα αυτά θα χαθούν», προειδοποιεί.
Πολύ σημαντική είναι και η επικοινωνία με τα κατά τόπους ελληνικά προξενεία και τις ελληνικές κοινότητες, προτού πάρει κάποιος τη μεγάλη απόφαση. Επίσης, το Γενικό Προξενείο του Ντίσελντορφ πρωτοστατεί στη δημιουργία δικτύου εθελοντών, που συμπαρίσταται στους νέους μετανάστες.
Το σημαντικότερο ωστόσο, είναι ότι χρειάζεται ψυχραιμία, στη στάθμιση των παραγόντων που ωθούν κάποιον να αφήσει πίσω του την κρίση, καθώς, όπως καταλήγει το άρθρο, «δεν πρέπει να είναι απόφαση στιγμής, αλλά απόφαση ζωής».