Ο Ντένις Ράντερ θεωρείται από τους πιο αιμοδιψείς και μοχθηρούς κατά συρροή δολοφόνους. Σκότωσε 10 άτομα από το 1974 μέχρι και το 1991 στο Κάνσας των ΗΠΑ.
Έχει μείνει γνωστός στην ιστορία με το ψευδώνυμο «BTΚ strangler», από τα αρχικά «bind, torture, kill». Δηλαδή, ο στραγγαλιστής που «δένει, βασανίζει, σκοτώνει».
Ο Ράντερ από μικρή ηλικία είχε πολύ βίαιη συμπεριφορά. Αιχμαλώτιζε ζώα, τα κακομεταχειριζόταν και τα κρέμαγε σε δέντρα, για να τα βλέπουν όλοι.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, ήταν ιδιαίτερα αντικοινωνικός, με έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις. Δεν συμπαθούσε τους γείτονες, είχε πολλά κόμπλεξ, φαντασιώσεις και ζήλευε αφόρητα.
Οι πρώτες ανθρωποκτονίες
Το 1974, ο Ράντερ διέπραξε τις πρώτες του δολοφονίες. Στις 15 Ιανουαρίου, εισέβαλε στο σπίτι της οικογένειας Οτέρο, που βρισκόταν λίγα τετράγωνα μακριά από το δικό του.
Στραγγάλισε το ζευγάρι Τζόζεφ και Τζούλι και τα δύο ανήλικα παιδιά τους. Όταν έφυγε από το σπίτι, πήρε μαζί του ένα ρολόι χειρός και ένα ραδιόφωνο για σουβενίρ. Αυτή του η πράξη θα γίνονταν σύντομα η μεθοδολογία του.
Στον τόπο του εγκλήματος ο Ράντερ άφησε το σπέρμα του, επειδή ήθελε να δείξει την ευχαρίστηση και την ηδονή που του προκαλούσε το να αφαιρεί ζωές.
Όταν ο μεγαλύτερος γιος των Οτέρο, Τσάρλι, επέστρεψε αργότερα στο σπίτι, ανακάλυψε τα πτώματα.
Ο δράστης χτύπησε ξανά λίγους μήνες αργότερα.
Τον Απρίλιο του 1974, μπήκε στο διαμέρισμα της οικογένειας Μπράιτ. Περίμενε καρτερικά να επιστρέψουν, καταστρώνοντας το σχέδιο εξόντωσης τους.
Όταν η νεαρή Κάθλιν εισήλθε στο σπίτι, εκείνος τη μαχαίρωσε και την έπνιξε. Στη συνέχεια, επιχείρησε να δολοφονήσει και τον αδερφό της, Κέβιν.
Τον πυροβόλησε δύο φορές, τραυματίζοντας τον σοβαρά, αλλά δεν κατάφερε να τον σκοτώσει.
«Ήταν ένας παχύσαρκος άνδρας με χαρακτηριστικό μουστάκι και διαταραγμένο βλέμμα. Τα μάτια του λαμπύριζαν από μίσος», ήταν η περιγραφή που είχε δώσει ο νεαρός στην αστυνομία, όταν βγήκε από τη μονάδα εντατικής θεραπείας όπου νοσηλευόταν.
Η επιθυμία του Ράντερ για δόξα και αναγνωσιμότητα
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ο Ράντερ επιθυμούσε να μάθει όλος ο κόσμος τα κατορθώματά του.
Για να τραβήξει την προσοχή των αρχών και των απλών πολιτών, έγραψε γράμμα που τοποθέτησε σε βιβλίο της δημόσιας βιβλιοθήκης της περιοχής, ώστε να είναι σίγουρος ότι θα βρεθεί.
Στην επιστολή παραδεχόταν ότι εκείνος ευθύνεται για το θάνατο των μελών της οικογένειας Οτέρο. Το γράμμα δημοσιεύθηκε σε τοπική εφημερίδα.
Η αστυνομία ξεκίνησε έρευνες για να εντοπίσει το δράστη.
«Δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Μου είναι πάρα πολύ δύσκολο. Θα μπορούσατε να με χαρακτηρίσετε ψυχωτικό, με σεξουαλικά βίτσια και διαστροφές. Ζει μέσα μου ένα τέρας που του αρέσει να σκοτώνει», έγραφε.
Στη συνέχεια ζητούσε να τον αποκαλούν «BTK strangler», εξηγώντας τι σήμαιναν τα αρχικά.
Οι αρχές, παρά τις προσπάθειες τους, δεν κατόρθωσαν να τον βρουν και να το συλλάβουν.
Το επόμενο έγκλημα του Ράντερ έλαβε χώρα το Μάρτιο του 1977. Έδεσε χειροπόδαρα και στραγγάλισε τη Σίρλεϋ Βίαν, αφού πρώτα κλείδωσε τα παιδιά της στην τουαλέτα.
Η έντονη επιθυμία του για φήμη, τον οδήγησε στο να ενημερώσει την αστυνομία για την επόμενη δολοφονία του.
Το Δεκέμβριο, έπνιξε τη Νάνσι Φοξ μέσα στο σπίτι της και τηλεφώνησε στην άμεση δράση για να αναφέρει την «αυτοκτονία» της.
Λίγες ημέρες αργότερα, έστειλε σε εφημερίδα ένα ποίημα που είχε γράψει ο ίδιος και στο οποίο περιέγραφε τη δολοφονία της Βίαν, που είχε διαπράξει μερικούς μήνες πριν.
Τον επόμενο μήνα έστειλε επιστολή σε τηλεοπτικό σταθμό, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις ανθρωποκτονίες της Φοξ, της Βίαν και ενός ακόμα θύματος, απροσδιορίστου ταυτότητας. Έκανε μνεία και σε άλλους κατά συρροή δολοφόνους, όπως ο Τεντ Μπάντι και ο Ντέιβιντ Μπέργκοβιτς.
Αν και ο Ράντερ ενημέρωνε συνεχώς για τη δράση του και συνέχιζε να χλευάζει την αστυνομία, κατόρθωνε να ξεφεύγει ζώντας μια φαινομενικά συνηθισμένη ζωή. Εργαζόταν σε εταιρεία εγκατάστασης συναγερμών, είχε παντρευτεί και ήταν πατέρας δύο παιδιών.
Το 1979, ο δράστης μπήκε στο σπίτι ηλικιωμένης γυναίκας, την περίμενε, αλλά έφυγε πριν εκείνη επιστρέψει. Την επομένη, της έστειλε σημείωμα, που της γνωστοποιούσε ότι ο «BTK» είχε βρεθεί στο διαμέρισμα της.
Η αστυνομία, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τον πιάσει, δημοσίευσε ορισμένα από τα ηχογραφημένα τηλεφωνήματα του Ράντερ, μήπως και κάποιος αναγνωρίσει τη φωνή του.
Μάταια. Ο «ΒΤΚ» είχε γλιτώσει για ακόμα μια φορά και μπορούσε να συνεχίσει ανενόχλητος τα εγκλήματα.
Οι τελευταίες δολοφονίες
Πέρασαν χρόνια, χωρίς ο Ράντερ να διαπράξει άλλη δολοφονία. Στις 27 Απριλίου 1985 όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Σκότωσε τη γειτόνισσά του Μάριν Χετζ. Το πτώμα της εντοπίστηκε σε αποσύνθεση στην άκρη του δρόμου, μέρες αργότερα.
Το 1986, έπνιξε τη Βίκυ Βεγκέρλε, ενώ το τελευταίο θύμα του ήταν η Ντολόρες Ντέιβις, την οποία είχε απαγάγει από το σπίτι της τον Ιανουάριο του 1991.
Από εκεί και πέρα ο Ράντερ εξαφανίστηκε.
Σύλληψη και φυλάκιση
Ο «ΒΤΚ» επανεμφανίστηκε το 2004, όταν άρχισε να στέλνει πάλι τα περιβόητα γράμματα σε μέσα ενημέρωσης και
στην αστυνομία.
Σε αυτά δεν περιέγραφε μόνο τις συνθήκες θανάτου των θυμάτων και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούσε. Είχε επισυνάψει φωτογραφίες, ένα γρίφο και το σκιαγράφημα της «ιστορίας του μακελάρη ΒΤΚ».
Οι αρχές έφτασαν στα ίχνη του, όταν τους έστειλε πακέτο με σκληρό δίσκο, ο οποίος εμπεριείχε περισσότερα στοιχεία.
Ο Ράντερ συνελήφθη στις 25 Φεβρουαρίου 2005 και κατηγορήθηκε για δέκα ανθρωποκτονίες εκ προμελέτης.
Στον ανακριτή αποδέχτηκε την ενοχή του. Στην απολογία του, κατά τη διάρκεια της δίκης, έδωσε όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες των εγκλημάτων του, χωρίς να δείξει τύψεις και μεταμέλεια.
Γλίτωσε τη θανατική ποινή, επειδή είχε διαπράξει τις δολοφονίες πριν η Πολιτεία επαναφέρει την εσχάτη των ποινών το 1994.
Ο Ντένις Ράντερ καταδικάστηκε σε δεκάκις ισόβια κάθειρξη και μέχρι σήμερα παραμένει στις φυλακές του Κάνσας.