Έμεινε γνωστός ως ο Δράκος της Φλωρεντίας. Ο μανιακός δολοφόνος σκότωσε 16 άτομα μέσα σε 20 χρόνια και είχε ιδιαίτερη προτίμηση στα ζευγαράκια.
Ο σίριαλ κίλερ άρχισε να σκοτώνει το 1968.
Τα πρώτα του θύματα ήταν ένα ζευγάρι στο χωριό Καστελέτι, 30 χιλιόμετρα έξω από τη Φλωρεντία.
Ήταν 21 Αυγούστου και τα θύματα είχαν κλειστεί στο λιλιπούτειο πεντακοσαράκι τους, για να κάνουν έρωτα. Ο Δράκος τους πλησίασε και πυροβόλησε δύο σφαίρες από το παρμπρίζ.
Και οι δύο σφαίρες βρήκαν τον στόχο τους. Το ζευγάρι έπεσε νεκρό.
Η μπερέτα 22 χιλιοστών που χρησιμοποίησε για τη δολοφονία, έγινε σήμα κατατεθέν του Δράκου της Φλωρεντίας, ο οποίος «υπέγραψε» με την ίδια τεχνική άλλα οκτώ εγκλήματα στα επόμενα είκοσι χρόνια.
Στη Φλωρεντία υπήρχε μια ειδική ομάδα αστυνομικών που τον παρακολουθούσαν.
Μεταξύ τους χαϊδευτικά ονομάζονταν «Ghostbusters» και ήταν περίπου 70 άνδρες, κοινώς το 1/5 του συνολικού δυναμικού της πόλης.
Τους καθοδηγούσε η ανακρίτρια Σίλβια Ντέλλα Μόνακα, η οποία περνούσε τις ώρες της κλεισμένη στα δικαστήρια. Δεν δεχόταν δημοσιογράφους, ούτε άφηνε κανέναν να την φωτογραφήσει.
Οι αστυνομικοί ισχυρίζονταν ότι ήξεραν τα πάντα για το προφίλ του δράστη, αλλά δεν γνώριζαν το πιο σημαντικό. Την αληθινή του ταυτότητα.
Ήταν ένα μοναχικός τύπος που είχε τρομερά προβλήματα στις σχέσεις του με τις γυναίκες.
Ερεθιζόταν και έφτανε σε οργασμό, μόνο όταν η μπερέτα εκπυρσοκροτούσε.
Ο τρόμος πλανιόταν στα νεαρά ζευγαράκια που κατέφευγαν στο αυτοκίνητο τους για να κάνουν έρωτα.
Η φήμη του Δράκου ήταν εχθρός του τουρισμού, καθώς δυσφημούσε την πόλη, με τον υψηλό τουρισμό και τα καταπληκτικά αξιοθέατα.
Ο δήμος και οι αστυνομικοί βρίσκονταν σε κατάσταση συναγερμού κάθε καλοκαίρι.
Σε ξενοδοχεία, μεγάλα καταστήματα, αυτοκινητόδρομους, μπαρ και ντίσκο μοίραζαν ενημερωτικά φυλλάδια για να προειδοποιήσουν τους νέους.
Επίσης ο δήμος ανέθεσε στον σκηνοθέτη Πάολο Πρατέζι να ετοιμάσει δύο βιντεοκλίπς «Αντι – Δράκος». Το ένα το οποίο δεν είχε ήχο προβαλλόταν στα μέρη όπου σύχναζαν οι νέοι, ενώ το άλλο προβαλλόταν επί πληρωμή σε συγκεκριμένους ιταλικούς και ευρωπαϊκούς τηλεοπτικούς σταθμούς.
Και στα δύο κλιπάκια το μήνυμα ήταν ένα: νέοι μην απομονώνεστε!
Για να πείσουν, τα βίντεο ξεκινούσαν και τελείωναν με την λαμπερή κόψη ενός μαχαιριού. Επρόκειτο στη πραγματικότητα για την στρατιωτική ξιφολόγχη που χρησιμοποιούσε ο Δράκος για να αποτελειώσει τα ηδονοβλεπτικά του εγκλήματα.
Από το 1984 οι πυροβολισμοί από την μπερέτα, συνοδεύονταν από μια μακάβρια τελετουργία.
Την αποκοπή της ήβης και του ενός μαστού της δολοφονημένης γυναίκας.
Οι εγκληματολόγοι είπαν ότι αυτά ήταν τα τρόπαια του Δράκου, τα οποία του επέτρεπαν να επαναφέρει στο νου του, τον ερεθισμό εκείνης της στιγμής.
Στα τέλη του Οκτωβρίου του 1985, ο Δράκος έστειλε στα γραφεία της ανακρίτριας, Ντέλλα Μόνακα ένα ταχυδρομικό δέμα όπου μέσα είχε την ήβη του τελευταίου θύματος του, της Γαλλίδας Ναντίμ Μωριό.
Η δικαστής ανατρίχιασε και κράτησε την είδηση μυστική για περίπου ένα χρόνο.
Πέρα από το δέμα ο Δράκος κατά καιρούς έστελνε στους διώκτες του, κάλυκες, κομμάτια από εσώρουχα των θυμάτων του, αλλά και άλλα μηνύματα που δεν έγιναν γνωστά.
Τον Σεπτέμβριο του 1985 λίγο μετά το τελευταίο έγκλημα του Δράκου, εμφανίστηκε στον αρχηγό της ομάδας τον αστυνομικών το μέντιουμ Μαρίζα Ντόντολι.
Την Ντόντολι, συμβουλεύτηκε το ιταλικό υπουργείο εσωτερικών την εποχή της απαγωγής του Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Στην περίπτωση του Μόρο, η Ντόντολι βγαίνοντας από την κατάσταση έκστασης είπε μόνο μια λέξη: Γκράντολι. Εννοούσε τη οδό Γκράντολι στην συνοικία Μοντεβέρντε της Ρώμης, όπου σε μια πρώτη φάση βρισκόταν φυλακισμένος ο χριστιανοδημοκράτης πρόεδρος.
Οσον αφορά στον Δράκο, η Ντόντολι είπε στον αρχηγό της αστυνομίας, ότι τη νύχτα από 7 προς 8 Σεπτεμβρίου στις 1.20, ενώ ο Δράκος εκτελούσε το τελευταίο του έγκλημα μεταξύ των χωριών Λα Τζινέστρα και Ταβαρνούτσε, είχε μια οπτασία. Έναν άνδρα με καφέ παντελόνι, πράσινο σακάκι και κυνηγητικές μπότες, που διέσχιζε την γέφυρα Σκοπέτι, πάνω από τον ποταμό Αρνό.
Στο χέρι του είχε ένα πιστόλι και από πάνω του αιωρούνταν ο αριθμός 27. Η αστυνομία γρήγορα διαπίστωσε ότι πολλά από τα στοιχεία που έδωσε το μέντιουμ, συνέπιπταν με τα επιστημονικά συμπεράσματα τους και συγκέντρωσαν την προσοχή τους σε έναν ύποπτο.
Ο ύποπτος ήταν ένας διαβολικός παπάς, με την ειδικότητα του εξορκιστή.
Το παρατσούκλι του ήταν «Δον Εικοσιεπτά».
Οι αστυνομικοί από εκείνη την μοιραία μέρα του Σεπτεμβρίου άρχισαν ασφυκτικά να παρακολουθούν τις κινήσεις του. Και από τότε ως δια μαγείας τα εγκλήματα σταμάτησαν. Για τη Ντόντολι το κίνητρο του Δράκου δεν ήταν σεξουαλικό.
Ήταν πεπεισμένη ότι ο εξορκιστής ήταν συνδεδεμένος με μια από τις αμέτρητες σατανιστικές αιρέσεις που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια, εκείνη την εποχή.
Το μέντιουμ ήταν ακόμα πεπεισμένο ότι ο Δράκος θα ξαναχτυπήσει κάποια στιγμή. Ήταν αβέβαιη για το πότε, αλλά εντόπισε με ακρίβεια τον τόπο του εγκλήματος. Ένα μικρό νεκροταφείο με ένα μεγάλο σιδερένιο σταυρό στη μέση.
Όμως το έγκλημα δεν έγινε ποτέ.
Μέχρι σήμερα η υπόθεση είναι ανεξιχνίαστη και ο δράστης δεν συνελήφθη.
Η αγγλίδα συγγραφέας Μάγκνταλεν Ναμπ έγραψε το 1996, το μυθιστόρημα «Το τέρας της Φλωρεντίας» με βάση την εκτεταμένη έρευνα και τα έγγραφα από την πραγματική περίπτωση.
Αν και το βιβλίο υποτίθεται, ότι είναι ένα έργο φαντασίας, η Ναμπ ανέφερε ότι η έρευνα στο μυθιστόρημα ήταν πραγματική και η παρουσίαση της ως «φανταστική» ήταν ένα προστατευτικό μέτρο για εκείνη.