Στις 23 Μαΐου του 1901, ο εισαγγελέας του Παρισίου έλαβε ένα ανώνυμο γράμμα, που έγραφε:
«Λαμβάνω την τιμή να σας ενημερώσω για ένα ιδιαιτέρως σημαντικό γεγονός. Αναφέρομαι σε μία γεροντοκόρη που είναι κλειδωμένη στο σπίτι της Μαντάμ Μονιέρ, υποσιτισμένη και ζει μέσα στις ακαθαρσίες της τα τελευταία 25 χρόνια».
Στην αρχή, η αστυνομία αδιαφόρησε.
Η Μαντάμ Μονιέρ ήταν ένα ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας.
Ο σύζυγός της, πριν πεθάνει, διηύθυνε την τοπική πινακοθήκη και ο γιος της, ο Μαρσέλ, ήταν νομικός.
Κατοικούσαν σε μία από τις πιο ήρεμες γειτονιές της πόλης και ουδέποτε είχαν προκαλέσει φασαρίες.
Εκτός από μία περίοδο πριν από 25 χρόνια, όταν η οικογένειά είχε μια σοβαρή απώλεια.
Η κόρη της Μαντάμ Μονιέρ, η Μπλανς, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από το σπίτι.
Η 24χρονη τότε Μπλανς, που φημιζόταν για την ομορφιά της, είχε φύγει από το Παρίσι, χωρίς να αφήσει ούτε ένα σημείωμα.
Κανείς δεν γνώριζε πού βρισκόταν, ούτε καν η οικογένειά της.
Τι απέγινε η Μπλας Μονιέρ;
Αυτό άλλαξε τον Μάιο του 1901, όταν οι αστυνομικοί ερεύνησαν το σπίτι της Μαντάμ Μονιέρ.
Η μυρωδιά μέσα στο κτίριο ήταν αποκρουστική.
Ανέβηκαν τις σκάλες μέχρι τη σοφίτα, όπου η μυρωδιά ήταν πλέον αηδιαστική.
Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και στο τέλος, αναγκάστηκαν να τη σπάσουν.
Μέσα στο δωμάτιο, βρήκαν το αποστεωμένο σώμα μιας γυναίκας.
Ήταν γυμνή και ξαπλωμένη πάνω σε ένα αχυρένιο στρώμα που είχε σαπίσει και ήταν καλυμμένο απ’ άκρη σ’ άκρη με ακαθαρσίες.
Κρατώντας την αναπνοή τους, τύλιξαν τη γυναίκα με ένα σεντόνι και τη μετέφεραν στο νοσοκομείο. Δεν ζύγιζε παραπάνω από 25 κιλά.
Η μητέρα της καθόταν ατάραχη στην καρέκλα της μπροστά στο τζάκι και δεν σηκώθηκε, όταν οι αστυνομικοί κατέβαζαν τη δήθεν «εξαφανισμένη» κόρη της.
Δεν αντέδρασε ούτε όταν τη συνέλαβαν, μαζί με τον γιο της και τους μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα για ανάκριση.
Εκεί ομολόγησαν όλη την αλήθεια, χωρίς ιδιαίτερη πίεση.
Όπως διηγήθηκαν, όταν η Μπλανς ήταν 25 χρονών ερωτεύτηκε ένα μεγαλύτερο άντρα. Ένα δικηγόρο, που όμως δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει πολλά χρήματα απ’ το επάγγελμά του.
Η μητέρα της δεν ήθελε η κόρη της να παντρευτεί έναν φτωχό και της απαγόρευσε να τον ξαναδεί.
Η Μπλας αγνόησε την εντολή και έβγαινε κρυφά απ’ το σπίτι κάθε βράδυ.
Σύμφωνα με φήμες που κυκλοφόρησαν αργότερα, η κοπέλα απέκτησε και παιδί με τον δικηγόρο.
Τελικά, η μητέρα της πήρε δραστικά μέτρα.
Την κλείδωσε στη σοφίτα, μέχρι η Μπλανς να συμφωνήσει να μην ξαναδεί ποτέ τον αγαπημένο της.
Ο καιρός περνούσε και η Μπλανς δεν έδειχνε έτοιμη να ενδώσει, ακόμα κι όταν η μητέρα της άρχισε να μειώνει το φαγητό που της έδινε κάθε μέρα.
Έφτασε να την ταΐζει με ό,τι είχε απομείνει απ’ το τραπέζι κάθε βράδυ, τα οποία δεν ήταν παρά ψίχουλα.
Κι έτσι πέρασαν 25 χρόνια, με τη Μπλανς ακόμα κλεισμένη στη σοφίτα, όπου έσβηνε από την πείνα και την έλλειψη ήλιου.
Η Μαντάμ Μονιέρ συνελήφθη, αλλά πέθανε 15 μέρες αργότερα στη φυλακή από καρδιακά προβλήματα.
Απέμεινε ο αδερφός της Μπλανς, ο Μαρσέλ, ο οποίος δικάστηκε ως συνένοχος.
Ο Μαρσέλ ισχυρίστηκε ότι η Μπλας δεν ήταν φυλακισμένη στη σοφίτα, αλλά επέλεξε μόνη της να μείνει μέσα όλα αυτά τα χρόνια, ως ένδειξη διαμαρτυρίας προς τη μητέρα τους.
Αυτές τις δηλώσει ανέτρεψε ένας αυτόπτης μάρτυρας, που είχε ακούσει μια γυναίκα να φωνάζει: «Τι έκανα και με κλειδώσατε; Δεν αξίζω αυτό το βασανιστήριο! Δεν υπάρχει Θεός, αν αφήνει τον κόσμο να υποφέρει μ’ αυτόν τον τρόπο! Και κανένας δεν με βοηθά!
Ο Μαρσέλ καταδικάστηκε σε 15μηνη κάθειρξη, αλλά λίγους μήνες αργότερα, άσκησε έφεση, η οποία έγινε δεκτή, καθώς δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ βία εναντίον της αδερφής του.
Αποφυλακίστηκε σχεδόν αμέσως.
Η Μπλανς ανάρρωσε, εκπλήσσοντας τους γιατρούς, οι οποίοι περίμεναν να πεθάνει από στιγμή σε στιγμή.
Η ψυχική της υγεία όμως δεν επανήλθε ποτέ και πέρασε την υπόλοιπη ζωή της σε ψυχιατρείο, όπου πέθανε το 1913.
Δεν αποκαλύφτηκε ποτέ ποιος έγραψε το ανώνυμο γράμμα που έσωσε τη ζωή της.
Διαβάστε ακόμα: Το «Κωσταλέξι» του Λος Άντζελες. Το κορίτσι που κράτησε έγκλειστο ο πατέρας του με ζουρλομανδύα, επί 13 χρόνια!