Ο πατέρας της ήταν εκατομμυριούχος και κάτοχος μιας από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες στις ΗΠΑ, ενώ ήταν και φίλος με τον αμερικανό πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον.
Εκείνη ήταν ένα πανέμορφο 20χρονο κορίτσι που φοιτούσε στο πανεπιστήμιο Πανεπιστήμιο Έμορυ στην Ατλάντα. Ονομαζόταν Μπάρμπαρα Τζέιν και η ζωή της άλλαξε δραματικά τα Χριστούγεννα του 1968.
Η Μπάρμπαρα Τζέιν αρρώστησε και επειδή το ιατρείο του πανεπιστημίου δεν είχε κενές κλίνες η μητέρα της τη μετέφερε σε ένα μοτέλ για να τη φροντίσει και στη συνέχεια θα επέστρεφαν στο σπίτι τους στη Φλόριντα.
Το βράδυ ένας άγνωστος τους χτύπησε την πόρτα και τους είπε ότι ήταν αστυνομικός και πως ο φίλος της Μπάρμπαρα, ο Στιούαρντ Γουντγουαρντ, είχε ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο.
Όταν άνοιξαν την πόρτα, ένας ένοπλος μαζί με μια γυναίκα που φορούσε μάσκα, ακινητοποίησαν τις δύο γυναίκες, έδεσαν την Μπάρμπαρα με ένα καλώδιο, τη μετέφεραν σε ένα μπλε αυτοκίνητο και εξαφανίστηκαν.
Στη συνέχεια την οδήγησαν σε ένα απομακρυσμένο δάσος όπου είχαν σκάψει έναν λάκκο. Μέσα υπήρχε ένα γυάλινο φέρετρο μήκους και πλάτους ενός μέτρου, όπου έβαλαν την Μπάρμπαρα, η οποία ήταν σε κατάσταση υστερίας.
Μέσα στο γυάλινο φέρετρο υπήρχε μια κουβέρτα, νερό, ελάχιστη τροφή και ένα φανάρι που λειτουργούσε με μπαταρία. Οι απαγωγείς την έθαψαν ζωντανή και της είπαν ότι οι προμήθειες θα κρατούσαν το πολύ μια εβδομάδα, ενώ στο κουτί υπήρχαν σωλήνες εξαερισμού για να παίρνει οξυγόνο.
Οι διαπραγματεύσεις με την οικογένεια
Οι δράστες τηλεφώνησαν στην οικογένεια, είπαν ότι είχαν θάψει ζωντανή την κόρη τους και ζήτησαν 500.000 δολάρια λύτρα για να την απελευθερώσουν. Ο πατέρας θα έπρεπε να βάλει τα χρήματα σε μια βαλίτσα και να την παραδώσει μόνος του. Αν συμφωνούσε με τους όρους έπρεπε να αφήσει τη βαλίτσα στο «Biscayne Bay» στο κέντρο του Μαϊάμι. Ωστόσο, δύο αστυνομικοί έφτασαν στο σημείο τυχαία και οι απαγωγείς το έβαλαν στα πόδια. Οι αστυνομικοί βρήκαν το αυτοκίνητό τους εγκαταλελειμμένο. Μέσα στο όχημα υπήρχαν φωτογραφίες ενός άντρα με καπέλο αστυνομικού και μια φωτογραφία της Μπάρμπαρα στην οποία απεικονιζόταν να κρατάει ένα χαρτί που έγραφε ότι είχε απαχθεί.
Οι απαγωγείς δεν επικοινώνησαν ξανά με την οικογένεια όμως ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για τη ζωή της Μπάρμπαρας. Τότε ο πατέρας της παραχώρησε συνέντευξη τύπου στη οποία βεβαίωνε στους απαγωγείς ότι δεν είχε καμία σχέση με την αιφνιδιαστική επέμβαση της αστυνομίας. Μετά από λίγο, οι απαγωγείς ήρθαν ξανά σε επικοινωνία μαζί του και του είπαν να αφήσει τα χρήματα σε έναν δρόμο κοντά στο Μαϊάμι. Ο πατέρας άφησε τα λύτρα στο σημείο όπου του υπέδειξαν και μαζί με τους άντρες του FBI περίμεναν ένα δεύτερο τηλέφωνο που θα τους υποδείκνυε την τοποθεσία που ήταν θαμμένη η Μπάρμπαρα. Πράγματι, λίγο αργότερα ο ένας απαγωγέας τηλεφώνησε στην οικογένεια και τους έδωσε οδηγίες, οι οποίες ωστόσο δεν ήταν ακριβείς.
Περίπου 100 άντρες του FBI σάρωσαν το δάσος σπιθαμή προς σπιθαμή. Αρκετή ώρα αργότερα, ένας πράκτορας άκουσε έναν θόρυβο μέσα από το έδαφος και οι άντρες άρχισαν να σκάβουν με τα χέρια στο σημείο. Μερικά λεπτά αργότερα, βρήκαν το κουτί μέσα στο οποίο ήταν θαμμένη και την έβγαλαν από τον τάφο της. Ήταν αδύναμη, όμως καλά στην υγεία της.
Όταν τη ρώτησαν πώς κατάφερε να παραμείνει ψύχραιμη, ενώ ήταν θαμμένη στη γη, είπε ότι τραγουδούσε χριστουγεννιάτικα τραγούδια και ότι σκεφτόταν πως θα ζούσε και θα περνούσε τα Χριστούγεννα μαζί με την οικογένεια της.
Η σύλληψη των δραστών
Oι απαγωγείς ήταν ο 23χρονος Γκάρυ Στίβεν Κριστ και η 26χρονη φίλη του Ρουθ Άισμαν Σίερ. Το FBI εντόπισε τον Κριστ στη Φλόριντα, αμέσως μετά τη διάσωση της Μπάρμπατας. Η Σίερ ήταν η πρώτη γυναίκα που μπήκε στη λίστα των 10 πιο καταζητούμενων ανθρώπων στον κόσμο. Τελικά, κατάφεραν να την εντοπίσουν 79 ημέρες μετά. Ο Κριστ καταδικάστηκε σε ισόβια και η Σίερ σε 7 χρόνια φυλάκιση.
Δέκα χρόνια αργότερα ο Κριστι αποφυλακίστηκε και αποφάσισε να γίνει γιατρός. Το 2001 πήρε το πτυχίο του στην Ιατρική, όμως υπήρξαν πολλές αντιδράσεις από την κοινωνία και τα παράτησε. Συνέχισε να έχει μπελάδες με την αστυνομία, ενώ σήμερα ζει στη Τζόρτζια. Η Σίερ επέστρεψε στη χώρα της στην Ονδούρα, ενώ η Μπάρμπαρα έζησε μια ήσυχη οικογενειακή ζωή.
Παντρεύτηκε τον Στιούαρντ Γούντγουαρντ και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Η απαγωγή της απασχόλησε τα αμερικανικά μέσα, όμως το θύμα αρνήθηκε να δώσει συνεντεύξεις. Το 1969 έγραψε ένα βιβλίο σχετικά με την εμπειρία της στο οποίο έγραφε: «Ούρλιαζα και ούρλιαζα ξανά. Το χώμα έπεφτε πάνω μου έως ότου δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα. Ούρλιαζα για αρκετή ώρα…».
Η απίστευτη ιστορία της Μπάρμπαρα Τζέιν έγινε ταινία το 1972 από τον Τζακ Σμίτ με τίτλο: «The Longest night».