«Στις 31 Μαΐου του 1959 ειδοποιήθηκε η γαλλική αστυνομία, γιατί ένας αυτοκινητιστής είδε «περίεργα φαινόμενα» σε ένα σημείο του Κυκλικού Δρόμου του δάσους Φονταινεμπλώ.
Η άσφαλτος είχε λιώσει. Ήταν πολτοποιημένη και παχύρευστη, παρουσίαζε διάφορες μορφές και έμοιαζε σαν λάσπη που σκέπαζε ένα σώμα ανθρώπου.
Σάρκες καμένες και κόκαλα συνέθεταν ένα αποτρόπαιο θέαμα. Το μόνο πλήρες μέλος του ανθρώπου που είχε καεί ήταν ένα μάτι.
Η ιατροδικαστική έρευνα απέδειξε ότι επρόκειτο περί εγκλήματος. Το θύμα, μια νέα γυναίκα αγνώστου ταυτότητος, πριν καεί από τον δολοφόνο με βενζίνη, είχε δεχθεί μερικές σφαίρες περιστρόφου».
Το αστυνομικό ρεπορτάζ της εποχής δημοσίευσε όλες τις λεπτομέρειες του εγκλήματος, που δεν σόκαρε μόνο τη Γαλλία, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη.
Την προηγούμενη ημέρα, κάτοικοι της περιοχής είδαν λάμψη και φλόγες στο δάσος, αλλά πριν προλάβουν να ειδοποιήσουν την πυροσβεστική, εξαφανίστηκαν.
Έτσι δεν δόθηκε συνέχεια στο θέμα. Κανείς δεν φανταζόταν ότι εκείνη τη στιγμή πραγματοποιούνταν ένα «κινηματογραφικό» έγκλημα.
Το παπούτσι που πρόδωσε τον δράστη
Οι γαλλικές αρχές άρχισαν να ερευνούν την υπόθεση. Δεν ήξεραν ούτε την ταυτότητα του θύματος, ούτε του δράστη. Και ενώ, λόγω της φωτιάς και των «πρωτόγονων» μέσων της εποχής, φαινόταν σαν να έψαχναν ψύλλους στα άχυρα, ένα παπούτσι έδωσε τη λύση.
Το πολύτιμο στοιχείο βρέθηκε λίγα μέτρα μακριά από τον τόπο του εγκλήματος, γεγονός που οδήγησε τους αστυνομικούς στο συμπέρασμα ότι το θύμα έτρεξε για να σωθεί. Αλλά μάταια.
Το παπούτσι ήταν άθικτο και έτσι μπόρεσαν να ερευνήσουν όλα τα καταστήματα του Παρισιού, προκειμένου να βρουν έστω ένα στοιχείο.
Μια πωλήτρια θυμήθηκε ότι λίγες ημέρες νωρίτερα τα παπούτσια είχε αγοράσει μια γνωστή της, η 22χρονη Ντομινίκ Θιρέλ, η οποία εργαζόταν σε μπαρ.
Οι αστυνομικοί συνέχισαν την έρευνα στα νυχτερινά μαγαζιά του Παρισιού.
Οι πληροφορίες οδήγησαν σε έναν νεαρό που ήθελε να τον φωνάζουν «Μίστερ Μπιλ».
Το πραγματικό όνομα του δράστη αποκάλυψε στις αρχές ο Ζορζ Γκρανιέ, ιδιοκτήτης μπαρ.
«Είμαι ιδιοκτήτης του μπαρ «Μπιλ», το οποίον μου παρεχώρησε ο Ζωρζ Ραπέν, ο οποίος θέλει όλοι να τον αποκαλούμε Μίστερ Μπιλ.
Την παραμονή του εγκλήματος ο Μπίστερ Μπιλ είχε μια οξύτατη συζήτηση με την Ντομινίκ που εργαζόταν και στο δικό μου μπαρ.
Την Παρασκευή το βράδυ (νύχτα του εγκλήματος) περίπου στις 8.30 ήρθαν πάλι στο μπαρ. Μου φαινόντουσαν πολύ ευτχισμένοι και γελαστοί.
Μετά από ένα δυο ποτά έφυγαν αγκαλιασμένοι. Την επομένη το πρωί ο Μίστελ Μπιλ με ζήτησε στο σπίτι μου.
Του άνοιξε η γυναίκα μου και όταν έμαθε ότι δεν θα γύριζα τη ρώτησε αν μπορούσα να του φυλάξω ένα πιστόλι και ένα μαχαίρι αναδιπλούμενο.
Η γυναίκα μου είπε ναι. Έτσι, το ίδιο βράδυ μπήκε στο μπαρ ο Μίστερ Μπιλ και μου έδωσε το πακέτο».
Ο Γκρανιέ φοβούμενος μη βρεθεί μπλεγμένος, παρέδωσε το πακέτο στην αστυνομία.
Έχοντας στα χέρια του τα πειστήρια, οι αστυνομικοί συνέλαβαν τον δράστη.
Η ομολογία και η περιγραφή του εγκλήματος
Ο Ζωρζ Ραπέν καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια και ήταν ένας κακομαθημένος 22χρονος νεαρός.
Δεν είχε σπουδάσει, αλλά οι γονείς του έκαναν πράξη όλες τις διαφορετικές ιδέες του γιου τους. Του άνοιξαν μπαρ, που γρήγορα το βαρέθηκε, του αγόρασαν ένα βιβλιοπωλείο, αλλά ούτε αυτό του ταίριαζε, φρόντισαν ώστε να προσληφθεί σε τράπεζα, αλλά παραιτήθηκε για να καταλήξει τελικά ότι το μπαρ ήταν η καλύτερη δουλειά.
Έτσι του αγόρασαν ένα ακόμη μπαρ.
Ήταν αρραβωνιασμένος, αλλά τον τελευταίο καιρό δεν επισκεπτόταν την αρραβωνιαστικιά του, επειδή έβγαινε με το θύμα.
Αρχικά, ο Ραπέν αρνήθηκε τις κατηγορίες. Παραδέχθηκε τη σχέση του με τη Ντομινίκ και ότι το βράδυ του εγκλήματος είχαν συναντηθεί, αλλά είπε ότι δεν ήταν εκείνος ο δολοφόνος.
Όταν οι αστυνομικοί του έδειξαν το όπλο και το μαχαίρι, ο δράστης ομολόγησε. Η περιγραφή του ήταν σοκαριστική. Ο λόγος που σκότωσε την κοπέλα ήταν ότι εκείνη δεν δέχτηκε να γίνει ο Ραπέν προστάτης της.
«Εκείνο το βράδυ φάγαμε μαζί και μετά πήγαμε μια βόλτα στο δάσος. Ξανάκανα την πρότασή μου.
Αυτή και πάλι αρνήθηκε…. Άρχισα να πυροβολώ τη Ντομινίκ, ενώ καθόμαστε πλάι- πλάι στο αυτοκίνητο.
Έβγαλε το μαχαίρι της και προσπάθησε να με καρφώσει.
Απέφυγα το ατσάλι, αλλά δεν μπόρεσα να ξαναπυροβολήσω. Τότε άνοιξε την πόρτα πήδηξε έξω κι άρχισε να τρέχει.
Της έριξα άλλες δύο σφαίρες. Η Ντομινίκ έπεσε. Ακούμπησα το πιστόλι μου στο κάθισμα του αυτοκινήτου και κατέβηκα κι εγώ.
Πήγα στο πορτ μπαγκάζ, έβγαλα τρία δοχεία γεμάτα βενζίνη κι άρχισα να την βρέχω σε όλο της το σώμα. Η Ντομινίκ προσπάθησε να ξεφύγει έρποντας.
Γύρισε με κοίταξε και είπε: «Μα γιατί; Γιατί;» Με μια γροθιά στο πρόσωπο την άφησα αναίσθητη.
Έριξα πάνω της την υπόλοιπη βενζίνη, πήρα από το κάθισμα το πιστόλι, πυροβόλησα το σώμα της 3-4 φορές και μετά του έβαλα φωτιά».
Ο δολοφόνος οδηγήθηκε στη φυλακή μέχρι να δικαστεί.
Ομολόγησε άλλα 12 εγκλήματα
Ο Ζωρζ Ραπέν, δώδεκα ημέρες μετά τη σύλληψη του, ομολόγησε και δεύτερο έγκλημα. Ένα χρόνο πριν είχε πυροβολήσει έναν βενζινά επειδή, όπως είπε, του είχε μιλήσει άσχημα.
Η αστυνομία μετά από έρευνα διαπίστωσε ότι ο δράστης έλεγε την αλήθεια.
Η υπόθεση του βενζινά ήταν μέχρι τότε ανεξιχνίαστη.
Δύο μήνες αργότερα ο Ραπέν ζήτησε να δει ξανά τον ανακριτή και ομολόγησε άλλα 11 εγκλήματα!
Οι φάκελοι ανοίχτηκαν ξανά, αλλά οι αρχές πίστευαν ότι ο νεαρός δεν είχε διαπράξει όλα τα εγκλήματα, αλλά προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο μέχρι να δικαστεί. Όταν τελικά οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη η τιμωρία του ήταν η εσχάτη των ποινών!