Το 1991 ο Άντονι Χόπκινς άφησε ιστορία στον κινηματογράφο, όταν αποκάλυψε ότι έφαγε το συκώτι ενός άντρας με φάβα και το συνόδευσε με ένα ωραίο κρασί Τσιάντι.
Υποδυόταν ασφαλώς τον διαβόητο κανίβαλο, δόκτορα Χάνιμπαλ Λέκτερ.
Αν και ο Λέκτερ έγινε γνωστός από την πολυβραβευμένη ταινία «Η Σιωπή των Αμνών», ο χαρακτήρας πρωτοεμφανίστηκε στο μυθιστόρημα του Τόμας Χάρις, «Κόκκινος Δράκος».
Το βιβλίο εκδόθηκε το 1981, δεκαοχτώ χρόνια αφότου ο συγγραφέας γνώρισε τον πραγματικό Χάνιμπαλ Λέκτερ.
Ο Χάρις δεν αποκάλυψε το όνομά του, ούτε αναφέρθηκε στο αν ο Λέκτερ ήταν εξ’ ολοκλήρου προϊόν μυθοπλασίας.
Είχε κυκλοφορήσει πλήθος θεωριών για το ποιος μπορεί να ήταν.
Οι επικρατέστερες έκαναν λόγο για «διάσημους» δολοφόνους όπως ο Εντ Γκιν, ο οποίος έφτιαχνε έπιπλα με το δέρμα γυναικών ή το «Τέρας της Φλωρεντίας», έναν κατά συρροήν δολοφόνο που σκότωσε και κατακρεούργησε 16 ανθρώπους.
Τελικά, το 2013, στη νέα έκδοση του βιβλίου «Η Σιωπή των Αμνών», ο Χάρις απάντησε στα ερωτήματα.
Στον πρόλογο του βιβλίο αποκάλυψε ότι ο Λέκτερ είχε βασιστεί σε έναν πραγματικό πρόσωπο, στον οποίο είχε δώσει το παρατσούκλι «δόκτωρ Σαλαζάρ».
Μετά από έρευνες δημοσιογράφων, η ταυτότητα του δολοφόνου ήρθε στην επιφάνεια: το όνομά του ήταν Αλφρέντο Τρεβίνιο.
Ο «δρ. Σάλαζαρ»
Πριν γίνει συγγραφέας, ο Χάρις εργαζόταν ως δημοσιογράφος.
Το 1963 ταξίδεψε μέχρι το Μεξικό για να πάρει συνέντευξη από τον κατάδικο Ντάικς Σίμονς, που είχε φυλακιστεί για τη δολοφονία τριών ανθρώπων.
Ο Σίμονς του διηγήθηκε ότι σε μία απόπειρα του να αποδράσει, τον πυροβόλησε ένας φύλακας και θα είχε πεθάνει, αν δεν είχε δράσει ταχύτατα ο γιατρός Αλφρέντο Τρεβίνιο, σταματώντας την αιμορραγία και ράβοντας το τραύμα.
Ο Χάρις ζήτησε να γνωρίσει από κοντά τον γιατρό, ο οποίος δέχτηκε την πρότασή του πολύ πρόθυμα.
Τον συνάντησε στο γραφείο του.
Τον υποδέχτηκε ένας λεπτός, μικρόσωμος άντρας, με κόκκινα μαλλιά και πολύ λεπτούς τρόπους.
Το ενδιαφέρον του όμως επικεντρώθηκε στον Σίμονς και τα εγκλήματα που διέπραξε.
Ζήτησε απ’ τον Χάρις να του περιγράψει λεπτομερώς τον τρόπο που ο Σίμονς σκότωσε και βασάνισε τα θύματά του.
Όταν τελείωσαν τη κουβέντα τους, ο Χάρις ρώτησε έναν δεσμοφύλακα για τον γιατρό και η απάντηση που πήρε το άφησε κατάπληκτο:
«Φίλε, ο γιατρός είναι δολοφόνος. Δεν θα φύγει ποτέ από εδώ. Είναι τρελός!»
Ο Τρεβίνιο είχε καταδικαστεί σε ισόβια, για τη δολοφονία του εραστή του, Χεσούς Ρανγκέλ.
Είχαν γνωριστεί στην κλινική του Τρεβίνιο, όπου ο Ρανγκέλ ήταν νοσοκόμος.
Ύστερα από έναν άγριο καβγά, ο Τρεβίνιο του έκοψε το λαρύγγι και τοποθέτησε το πτώμα στην μπανιέρα, μέχρι να στραγγιστεί απ’ το αίμα.
Στη συνέχεια, το έκοψε σε μικρά κομμάτια, τα έκλεισε σε ένα κιβώτιο και τα έθαψε στον κήπο ενός γνωστού του.
Το πτώμα εντοπίστηκε μετά από λίγες μέρες και δύο αστυνομικοί συνέλαβαν τον Τρεβίνιο στο ιατρείο του, όπου είχαν κλείσει ραντεβού, προσποιούμενοι τους ασθενείς.
Επρόκειτο να καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά απέφυγε την εκτέλεση την τελευταία στιγμή και η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια.
Ο Τρεβίνιο ξεχώριζε από όλους τους άλλους κρατούμενους.
Ο Χάρις παρατήρησε πόσο κομψά κινούνταν, πόσο πρόσεχε το ντύσιμό του και πόσο εκλεπτυσμένα γούστα είχε.
Φορούσε πάντα ένα χρυσό Ρόλεξ, το οποίο κανείς άλλους κρατούμενος δεν τολμούσε να το αγγίξει.
Οι υπόλοιποι φυλακισμένοι τον φοβούνταν, λόγω της αγριότητας του εγκλήματός του, αλλά και τον σέβονταν, γιατί συχνά τους βοηθούσε μικροεπεμβάσεις και θεραπείες.
Εξαιτίας των ιατρικών του γνώσεων, ο διευθυντής της φυλακής του είχε παραχωρήσει ένα μικρό γραφείο, όπου έβλεπε λίγους ασθενείς κάθε μέρα.
Πίσω από τη μάσκα κομψότητα και αβρότητας, ο Τρεβίνιο έκρυβε το «τέρας» που ενέπνευσε τον Τόμας Χάρις.
«Εξαιτίας του, κατάφερα να αναγνωρίσω τον συνάδελφό του, Χάνιμπαλ Λέκτερ», δήλωσε ο δημιουργός του αξέχαστου χαρακτήρα.
Ο «φιλάνθρωπος» Χάνιμπαλ Λέκτερ
Αντίθετα στις προβλέψεις του δεσμοφύλακα, ο Τρεβίνιο αποφυλακίστηκε το 2000.
Επέστρεψε στο ιατρείο που διατηρούσε πριν την καταδίκη του και συνέχισε να βλέπει ασθενείς.
Βέβαια ήταν όλοι ηλικιωμένοι και τους εξέταζε δωρεάν, ως κοινωνική προσφορά.
Σε συνέντευξή του σε μία μεξικάνικη εφημερίδα, δήλωσε ότι δεν ήθελε ποτέ ξανά να αναφερθεί στο σκοτεινό παρελθόν του, το οποίο είχε αφήσει πίσω οριστικά.
Πέθανε το 2009, σε ηλικία 82 ετών.
Στο τέλος της ζωής του, ο «Χάνιμπαλ Λέκτερ» είχε μετατραπεί σε έναν φιλάνθρωπο και στοργικό παππού.