Γεννημένος σε μια μικρή πόλη της Βαυαρίας, ο Χανς Σμιντ από μικρός είχε περίεργα ενδιαφέροντα και αποκλίνουσα συμπεριφορά. Κατάφερε όμως να χειροτονηθεί ιερέας της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο με ηλεκτρική καρέκλα.
Ο γερμανός Χανς Σμιντ, είναι ο μοναδικός καθολικός ιερέας που εκτελέστηκε στις ΗΠΑ.
Ένα περίεργο παιδί
Ο Χανς Σμιντ γεννήθηκε το 1881, στη βαυαρική πόλη Ασάφενμπουργκ από οικογένεια που είχε ιστορικό ψυχικών νοσημάτων.
Ο πατέρας του ήταν Προτεστάντης και η μητέρα ακολουθούσε πιστά την καθολική εκκλησία.
Ο ίδιος απορροφήθηκε μέσα στο βαθιά θρησκευτικό περιβάλλον που μεγάλωσε, ωστόσο, οι προτιμήσεις αλλά και τα ενδιαφέροντά του απέκλιναν από τις θρησκευτικές διδαχές των γονιών του.
Ως έφηβος δεν έκανε διακρίσεις, υιοθετώντας μια αμφιφυλόφιλη σεξουαλική κατεύθυνση.
Περνούσε όλα τα απογεύματά του στο κοντινό σφαγείο, βλέποντας τη θανάτωση αγελάδων και γουρουνιών και ταυτόχρονα συνήθιζε να αποκεφαλίζει χήνες και κότες γειτόνων του και να κρατά για μέρες τα κεφάλια τους, στις τσέπες των παντελονιών του.
Η περίεργη συμπεριφορά του δεν του προσέφερε επαγγελματικές ευκαιρίες και αποφάσισε να γίνει ιερέας της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Χειροτονήθηκε το 1904, σε ηλικία 25 ετών.
Τα προβλήματα με τους ανώτερούς του και η παράνομη σχέση
Ο Σμιντ έμεινε στη Γερμανία για τέσσερα χρόνια, μετακινούμενος σε διάφορες κωμοπόλεις.
Οι συχνές αντιπαραθέσεις με τους πάστορες της εκάστοτε ενορίας και με τον επίσκοπο, είχε ως αποτέλεσμα η ρωμαιοκαθολική εκκλησία να θέλει να τον απομακρύνει.
Τα παράπονα των πιστών για τα αλλοπρόσαλλα κηρύγματα του Σμιντ πλήθαιναν, ενώ υπήρχαν μάρτυρες που είχαν δει τον ιερέα να παρενοχλεί ανήλικα αγόρια, να συνάπτει ερωτικές σχέσεις με αρκετές γυναίκες και να βρίσκεται με ιερόδουλες.
Ο επίσκοπος πήρε δραστικά μέτρα και το 1909, ο Χανς Σμιντ πήρε δυσμενή μετάθεση στην Αμερική που οι μετανάστες είχαν ανάγκη από ιερείς.
Πρώτος του σταθμός, η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στο Λούισβιλ του Κεντάκι.
Μία αναμενόμενη ρήξη με τον πάστορα οδήγησε στη μετάθεση του Σμιντ σε καθολική εκκλησία της Νέας Υόρκης, στο ανατολικό Μανχάταν.
Εκεί μόλις είχε εγκατασταθεί και μια αυστριακή μετανάστρια, η Άννα Αουμούλερ, που είχε βρει εργασία σε ένα κατάστημα κοντά στο ναό.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν και συνδέθηκαν ερωτικά.
Σύντομα ενημερώθηκε και η εκκλησία. Για να μην προκαλέσει σκάνδαλο έκανε το σύνηθες. Το συγκάλυψε και μετέθεσε ακόμη μία φορά τον Σμιντ, στο δυτικό Χάρλεμ.
Η σχέση δεν έληξε. Αντιθέτως, η Αουμούλερ τον ακολούθησε.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1913, ο 31χρονος Χανς παντρεύτηκε την κατά 10 χρόνια νεότερη του Άννα, σε μια μυστική τελετή που τέλεσε ο ίδιος. Φυσικά η τελετή ήταν παράνομη καθώς οι καθολικοί ιερείς δεν επιτρέπεται να παντρευτούν, ούτε πριν ούτε μετά τη χειροτονία.
Το αδιανόητο έγκλημα
Ο Σμιντ με την συζυγό του, νοίκιασαν ένα σπίτι και ταυτόχρονα διατηρούσε και ομοφυλοφιλική σχέση με έναν οδοντίατρο.
Τον Σεπτέμβριο του 1913, η Άννα ενημέρωσε τον Χανς ότι ήταν έγκυος.
Ο ιερέας τρομοκρατήθηκε.
Στις 2 Σεπτεμβρίου, μπήκε στο σπίτι και την ώρα που κοιμόταν, της έκοψε τον λαιμό.
Όσο αιμορραγούσε μέχρι θανάτου, ασέλγησε στο κορμί της και στη συνέχεια ήπιε το αίμα της.
Με ένα αλυσοπρίονο, την αποκεφάλισε και ύστερα την έκοψε στα δύο.
Έβαλε τα μέρη του σώματός της σε δύο μαξιλαροθήκες, που είχαν απέξω κεντημένο το μονόγραμμα της κοπέλας.
Έδεσε τις μαξιλαροθήκες με σχιστόλιθο και πέταξε τα διαμελισμένα κομμάτια στον ποταμό Χάντσον, πεπεισμένος ότι κανείς δεν θα την έψαχνε.
Δύο μέρες αργότερα, οι μαξιλαροθήκες ξεβράστηκαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο του εγκλήματος, στο Νιου Τζέρσι.
Σύλληψη και καταδίκη
Η ανακάλυψη του δολοφόνου αποδείχτηκε εύκολη υπόθεση για τις αρχές.
Το είδος του σχιστόλιθου που χρησιμοποίησε ο Χανς ως βαρίδι ήταν εξαιρετικά σπάνιο στο Νιου Τζέρσι και πολύ συχνό στο Μανχάταν.
Το μονόγραμμα επίσης βοήθησε ιδιαίτερα τους αστυνομικούς.
Σύντομα, βρήκαν τον ιδιοκτήτη της κατοικίας της Άννας Αουμούλερ.
Όταν μπήκαν στο διαμέρισμα αντίκρισαν ένα φρικτό θέαμα.
Οι τοίχοι ήταν ακόμη καλυμμένοι με αίμα και το μπάνιο πρόχειρα καθαρισμένο.
Οι αστυνομικοί συνέλαβαν τον Σμιντ, που σχεδόν αμέσως ομολόγησε το έγλημά του, υποστηρίζοντας ότι ο θεός του «είπε να την αγαπήσει και να κάνει μια αιματηρή θυσία».
Τρεις μήνες μετά τη δολοφονία, που σόκαρε την κοινή γνώμη, ξεκίνησε η δίκη του αφορισμένου πλέον ιερέα.
Ο Τύπος οργίαζε, και ύστερα από έρευνες, το πρόσωπο του Χανς Σμιντ συνδέθηκε με πολλές ανεξιχνίαστες δολοφονίες σε Αμερική και Γερμανία.
«Συμπτωματικά» σε όποιο μέρος βρισκόταν, την ίδια εποχή γινόταν και μια δολοφονία.
Συνολικά, φημολογείται ότι ο Χανς δολοφόνησε ένα ανήλικο αγόρι στη Γερμανία και δύο γυναίκες στην Αμερική.
Παράλληλα ήταν μπλεγμένος σε οικονομικές απάτες και πλαστογραφίες.
Στη δίκη του, ο δικηγόρος υιοθέτησε μια συνηθισμένη γραμμή υπεράσπισης.
Ότι ο Χανς ήταν φρενοβλαβής και σκότωσε τη σύζυγό του «εν βρασμώ ψυχής».
Μετά από 23 μέρες δίκης, ορισμένοι ένορκοι τον πίστεψαν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ομόφωνη απόφαση εναντίον του.
Λίγο πριν την έναρξη της δεύτερης δίκης, ο δικαστής Ντέιβιντ Τζόουνς «νουθέτησε» τους ενόρκους, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι τα εγκλήματα δεν είναι πάντα αποτέλεσμα ψυχασθενών και ότι οι εγκληματίες δεν πρέπει να κρύβονται πάντα πίσω από τη δικαιολογία μιας ψυχικής νόσου.
Ο Χανς Σμιντ δικάστηκε με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Στις 18 Φεβρουαρίου 1916 εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα.
Διαβάστε στη «ΜτΧ»:Η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα. Στραγγάλισε τη θετή της κόρη και χτύπησε με τσεκούρι τον άνδρα της