16 Αυγούστου 1963. Η αστυνομία βρήκε σε ένα μαντρί του Υμηττού δύο δολοφονημένα άτομα.
Ήταν ο 45χρονος βοσκός Ξενοφών Σιώκος, στον οποίο ανήκε η στάνη και η 42χρονη χήρα Λέλα Κοφινά.
Ο αδερφός του θύματος, που ήταν κοντά στο βουνό, άκουσε πυροβολισμούς και γυναικεία ουρλιαχτά.
Αμέσως έτρεξε στην αεροπορική βάση που βρισκόταν στη περιοχή και ζήτησε βοήθεια.
Μαζί με τρεις αεροπόρους, πήγαν στο μαντρί και αντίκρισαν το φοβερό θέαμα.
Δύο αιμόφυρτα πτώματα και κάλυκες διασκορπισμένους στο χώρο.
Σύντομα η αστυνομία μετά από έρευνες, θεώρησε ως ύποπτο τον 40χρονο τεχνίτης της ΔΕΗ Πολυζώης Σπυριδάκης, ο οποίος ήταν επί 15 χρόνια ήταν εκκλησιαστικός επίτροπος στην ενορία του.
Όπως αποδείχθηκε αργότερα ο δολοφόνος είχε χρησιμοποιήσει δύο όπλα για να εκτελέσει τα θύματα, προκειμένου να παραπλανήσει τις αρχές. Το ένα το έκρυψε στη στάνη του Σιώκου, ενώ το άλλο το πήρε μαζί του.
Αρχικά, υπήρξαν δύο εκδοχές για τη σχέση του Σπυριδάκη με την Λέλα Κοφινά.
Σύμφωνα με τη μία ήταν φίλοι και κουμπάροι, καθώς η Κοφινά είχε βαφτίσει το πέμπτο παιδί του Σπυριδάκη.
Η άλλη εκδοχή και μάλλον κουτσομπολίστικη, τους ήθελε και εραστές.
Από τις καταθέσεις των γειτόνων προέκυψε ότι είχαν οικονομικές διαφορές.
Η Κοφινά του είχε αναθέσει να εισπράξει 30.000 δραχμές από πρώην εργοδότη της.
Ο Σπυριδάκης αφού πήρε τα 30 χιλιάρικα, στη συνέχεια κατάφερε να αποσπάσει από τη χήρα άλλες 26 χιλιάδες δραχμές.
Όταν η δολοφονηθείσα ζήτησε πίσω τα χρήματά της, άρχισαν οι καυγάδες.
Η Κοφινά κατείχε συναλλαγματικές με την υπογραφή του Σπυριδάκη ως αποδεικτικά στοιχεία, εκείνος όμως βεβαίωνε ότι της είχε επιστρέψει το Μάιο του 1963, το ποσό των 36.000 δραχμών.
Τα έγγραφα αποδείχτηκαν πλαστά στο δικαστήριο, ενώ υπήρχαν και μάρτυρες που υποστήριζαν ότι η Κοφινά είχε αναγκαστεί να υπογράψει, υπό τις απειλές του Σπυριδάκη.
Οικονομικές επίσης ήταν και οι διαφορές του δολοφόνου με τους αδερφούς Σιώκου.
Ο Σπυριδάκης τους χρωστούσε μεγάλα χρηματικά ποσά και οι σχέσεις τους ήταν τεταμένες.
Στο δικαστήριο οι βοσκοί δικαιώθηκαν και ο δράστης υποχρεώθηκε να αποπληρώσει τα χρωστούμενα.
Την ώρα που αποχωρούσε από το δικαστήριο, ακούστηκε να λέει: «που θα μου πάτε, θα σας καθαρίσω».
Η σύλληψη
Κατά την είσοδό του στο δικαστήριο οι συγγενείς του Σιώκου έπεσαν πάνω στο Σπυριδάκη, τον έφτυσαν, τον χαστούκισαν και ήταν
τόσο βίαιο, που του έσπασαν και τις χειροπέδες. Με την παρέμβαση της αστυνομίας, γλύτωσε και ξεκίνησε η ακροαματική διαδικασία.
Όπως αναφέρθηκε στη δίκη, ο Σπυριδάκης ζήτησε από τη Λέλα Κοφινά να συναντηθούν στον Υμηττό για να λύσουν τις οικονομικές τους διαφορές. Εκεί της έδωσε μια συναλλαγματική 16.000 δραχμών, τις οποίες θα εισέπραττε από τον Ξενοφώντα Σιώκο.
Όταν έφθασαν στη στάνη του σκότωσε και τους δύο. Εκείνο που αγνοούσε ήταν ότι η χήρα, λίγες ημέρες πριν το θάνατό της, είχε εκμυστηρευτεί σε γείτονες και συναδέλφους τις συνομιλίες που είχε με το δράστη καθώς και τις απειλές που δεχόταν.
Οι μαρτυρίες αυτές ήταν αρκετές, ώστε να παρακινηθεί η αστυνομία και να ξεκινήσει τις έρευνες στο σπίτι του Σπυριδάκη.
Εκεί βρέθηκε ένα κυνηγετικό όπλο, του οποίου οι κάλυκες ταίριαζαν με αυτούς που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος.
Οι αστυνομικοί βρήκαν και ένα πουκάμισο ματωμένο.
Η δίκη
Στις 24 Νοεμβρίου του 1964, άρχισε η δίκη του Σπυριδάκη.
Από τη πρώτη στιγμή, ο δράστης προσπάθησε να κερδίσει τη συμπάθεια του ακροατηρίου.
Την ώρα που κατέθετε η σύζυγός του, πετάχτηκε από το εδώλιο και ζήτησε να της δώσει ένα φιλί. Η στάση του θεωρήθηκε υποκριτική καθώς όταν η δίκη διακόπηκε δεν της έδωσε καμιά σημασία και την προσπέρασε.
Κατά την ακροαματική διαδικασία ο κατηγορούμενος έκλαιγε συνεχώς, χτυπιόταν και λιποθυμούσε με κάθε ευκαιρία.
Δεν έδινε όμως ξεκάθαρες και σαφείς εξηγήσεις, στα ερωτήματα του εισαγγελέα.
Αντιθέτως έδωσε 13 διαφορετικές εκδοχές για το φονικό.
Μάρτυρες δήλωσαν στο δικαστήριο, ότι στο παρελθόν ο δολοφόνος είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά τη Λέλα Κοφινά.
Υποστήριξαν ακόμη, ότι είχε φτάσει στο σημείο να τη χτυπήσει με μαστίγιο, όταν δεν ενέδωσε στις ανήθικες προτάσεις του.
Η σχέση με τη Θεία του
Έκπληξη προκάλεσε στο δικαστήριο η κατάθεση του 17χρονου ξάδερφού του που αποκάλυψε ότι είχε σκοτώσει και μια θεία του.
Το φονικό έγινε στην Κρήτη. Ο Σπυριδάκης την παρενόχλησε και εκείνη τον απέρριψε. Τότε αυτός απείλησε να τη σκοτώσει.
Ο ανιψιός κατέθεσε ότι της είπε: «φεύγω τώρα για το αντάρτικο, αλλά θα γυρίσω να σε σκοτώσω».
Μετά από λίγους μήνες επέστρεψε. Την κατηγόρησε ότι ήταν συνεργάτης των Γερμανών και με τη βοήθεια δύο ατόμων, την έβγαλε με το ζόρι από το σπίτι της και την πυροβόλησε. Στη συνέχεια, όπως κατέθεσε ο γιος της, τη βίασε μισοπεθαμένη.
Ο ξάδερφος αποκάλυψε, ότι μεταπολεμικά ο Σπυριδάκης έμεινε στη φυλακή μόλις 7 μήνες και βγήκε με αμνηστία. «Ήθελα να σε βρω, και να σε σκοτώσω, αλλά κρυβόσουν. Μου ξέφευγες» φώναζε ο 17χρονος στο δικαστήριο.
Ο Σπυριδάκης όμως, έκανε διαρκώς το θύμα. Συγχωρούσε μεγαλοφώνως τους μάρτυρες, που τους κατηγορούσε ότι έλεγαν ψέματα για το πρόσωπό του.
«Χριστούλη μου, ήσουν δίκαιος και σε σταυρώσανε, όπως ακριβώς θα σταυρώσουν και μένα», ούρλιαζε στην αίθουσα.
Στο τέλος, ομολόγησε τις ανθρωποκτονίες:
«Πυροβόλησα από απόσταση 80 μέτρων. Ο θεός όμως οδήγησε τα σκάγια μου μέχρι τη Λέλα. Ο θεός οδηγεί».
Οι αδιάψευστες αποδείξεις που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο, έκαναν τους δικηγόρους του Σπυριδάκη να επικαλεστούν…την τρέλα που είχε κυριεύσει τον πελάτη τους. Οι ιατροδικαστές όμως Καψάσκης και Βερναρδής ουδέποτε δέχτηκαν την ύπαρξη ψυχασθένειας. Κατέθεσαν και οι δύο, ότι επρόκειτο για καθαρή εκτέλεση και ο κατηγορούμενος είχε λογικό ειρμό σκέψης.
Η εκτέλεση
Η ετυμηγορία ήταν δις εις θάνατον, χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Την ώρα που ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανακοίνωνε το «εις θάνατον», ήταν φανερά συγκινημένος και θύμωσε με όσους χειροκρότησαν.
Ο πατέρας της Κοφινά φώναζε: «θάνατος στο δολοφόνο του παιδιού μου».
Ο δράστης, όπως έγραψαν οι ρεπόρτερ της εποχής, φαινόταν ψυχρός και αμετανόητος.
Όταν η αίθουσα άδειασε όμως, ξέσπασε σε λυγμούς και απευθύνθηκε στους δημοσιογράφους:
«Αυτό που έγινε είναι έξω φρενών. Η πατρίδα να σκοτώνει τα παλληκάρια της».
Αν και απείλησε να ξεκινήσει απεργία πείνας, για να πεθάνει μόνος του, τελικά προσπάθησε με κάθε τρόπο να σωθεί.
Κατέφυγε στον Άρειο Πάγο και στο Συμβούλιο Χαρίτων. Το μόνο που κατάφερε ήταν να παρατείνει για μικρό χρονικό διάστημα τη διάρκεια της ζωής του.
Η εκτέλεσή του πραγματοποιήθηκε το Μάιο του 1968, 4 χρόνια μετά τη λήξη της δίκης.