Στις αρχές του 20ου αιώνα η Νέα Ορλεάνη στιγματίστηκε από τη δράση ενός ψυχοπαθούς δολοφόνου που σκότωνε τα θύματά του με ένα τσεκούρι. Σε διάστημα 17 μηνών επιτέθηκε τουλάχιστον σε 12 άτομα, εκ των οποίων τα επτά πέθαναν ακαριαία ή υπέκυψαν αργότερα στα τραύματά τους.
Στόχοι ήταν κυρίως ιταλοί μετανάστες και οι οικογένειές τους. Παρόλο που ο διαβόητος «Δολοφόνος με το Τσεκούρι» άφησε πίσω του μάρτυρες και το τσεκούρι στον τόπο του εγκλήματος, η αστυνομία δεν κατάφερε να τον πιάσει ποτέ.
Για τη λαϊκή κουλτούρα τη Νέας Ορλεάνης, ο εγκληματίας θεωρήθηκε πως δεν ήταν άνθρωπος, αλλά μια σκοτεινή, δαιμονική παρουσία.
Ο δολοφόνος με το τσεκούρι
Ο πρώτος καταγεγραμμένος φόνος συνέβη στις 23 Μαΐου του 1918. Ο παντοπώλης Τζόφεφ Μάτζιο και η γυναίκα του Κάθριν, ιταλοί μετανάστες, κοιμόντουσαν όταν εισέβαλε στο σπίτι τους ένας άνδρας και με ένα τσεκούρι σκότωσε το ζευγάρι.
Το αποτρόπαιο θέαμα αντίκρισε ο γιος της οικογένειας. Ο πατέρας βρισκόταν σε μια λίμνη αίματος και το κεφάλι της μητέρας του είχε σχεδόν αποκοπεί, καθώς ο δολοφόνος είχε χαράξει το λαιμό της πολύ βαθιά με ένα ξυράφι.
Ο δράστης δεν είχε κλέψει τίποτα, ενώ το τσεκούρι και το ξυράφι βρίσκονταν στο μπάνιο του σπιτιού.
Η αστυνομία θεώρησε ως βασικό ύποπτο τον γιο επειδή το ξυράφι ήταν δικό του, αλλά σύντομα αφέθηκε ελεύθερος καθώς δεν τον συνέδεε τίποτα άλλο με το έγκλημα.
Το καλοκαίρι σημειώθηκαν άλλες τέσσερις παρόμοιες επιθέσεις. Επέζησαν δύο άτομα, μετανάστες και ιδιοκτήτες παντοπωλείου.
Το 1911 είχαν προηγηθεί δύο παρόμοιοι φόνοι, με αποτέλεσμα οι αρχές να θεωρήσουν ότι ο δολοφόνος είχε σχέση με την ιταλική μαφία.
Οι φόνοι όμως που σημάδεψαν τη Νέα Ορλεάνη τους επόμενους 17 μήνες δεν είχαν καμία σχέση με τον υπόκοσμο των Ιταλών.
Η μέθοδος του δολοφόνου
Ο «Δολοφόνος με το Τσεκούρι» ακολουθούσε πάντα μία συγκεκριμένη μέθοδο. Παραβίαζε τα σπίτια των θυμάτων του δημιουργώντας μια μικρή τρύπα στην πίσω πόρτα.
Κάτι παράξενο, δεδομένου ότι χρειαζόταν αρκετό χρόνο και ρίσκο για να ανοίξει με το καλέμι ένα μικρό κομμάτι ξύλου, τόσο μικρό που μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να περάσει εύκολα.
Στη συνέχεια, έμπαινε στο υπνοδωμάτιο και με ένα τσεκούρι τραυμάτιζε βαριά τα θύματά του.
Αν και τελικά οι περισσότερες επιθέσεις έγιναν σε άνδρες, η αστυνομία πίστευε ότι ο δολοφόνος προτιμούσε γυναίκες και χτυπούσε μόνο όσους άνδρες βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο σπίτι.
Ποτέ δεν είχε μαζί του το φονικό όπλο. Πάντα έπαιρνε ένα τσεκούρι από την εργαλειοθήκη του σπιτιού στο οποίο εισέβαλε και το άφηνε είτε στον τόπο του εγκλήματος είτε στη γύρω περιοχή. Ποτέ δεν έκλεψε κανένα από τα θύματα και δεν κατάφερε να χτυπήσει θανάσιμα όλους τους στόχους του.
Στις 10 Μαρτίου 1919, μετά από περίπου μισό χρόνο αδράνειας, ο δολοφόνος κατακρεούργησε την τετραμελή οικογένεια Κορτιμίλια, αφήνοντας ζωντανή μόνο τη μητέρα που βρέθηκε από τους αστυνομικούς να κρατά το κεφάλι της κόρης της.
Η γυναίκα που δεν υπέκυψε στα τραύματα της περιέγραψε τον κατά συρροή δολοφόνο. Δήλωσε πως είδε μπροστά της έναν ψηλό και ογκώδη μελαχρινό άνδρα με σκληρά χαρακτηριστικά να τη χτυπά με ένα τσεκούρι.
Παρά τις συνεχείς επιθέσεις και το αξιοπρόσεχτο παρουσιαστικό του, η αστυνομία δεν είχε καταφέρει ακόμη να βρει τα ίχνη του φονιά. Μια φήμη γρήγορα εξαπλώθηκε πως ο δολοφόνος της Νέας Ορλεάνης ίσως να μην ήταν άνθρωπος αλλά μια υπερφυσική υπόσταση. Τρεις μέρες αργότερα το μυστήριο λύθηκε.
Η επιστολή του δολοφόνου και η αγάπη του για την τζαζ
Στις 13 Μαρτίου 1919, μια επιστολή δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες της πόλης με την υπογραφή του «Δολοφόνου με το Τσεκούρι»
Το γράμμα μεταξύ άλλων έλεγε:
«Κόλαση, Μάρτιος 13,1919
Προς θνητούς:
Δεν με έχουν πιάσει και ποτέ δεν θα συμβεί. Δεν με έχουν δει ποτέ, γιατί είμαι αόρατος, όπως ο αιθέρας που περικυκλώνει τη γη. Δεν είμαι άνθρωπος, αλλά ένα πνεύμα και ένας δαίμονας από την άβυσσο της κόλασης. Είμαι αυτό που εσείς άνθρωποι της Ορλεάνης και η βλαμμένη αστυνομία με ονομάζει «Δολοφόνο με το Τσεκούρι».
Όταν το θεωρήσω πρέπον, θα έρθω και θα διεκδικήσω κι άλλα θύματα. Μόνο εγώ ξέρω ποια θα είναι. Δεν θα αφήσω ίχνη μόνο το ματωμένο τσεκούρι, επικαλυμμένο με το αίμα και το μυαλό από όποιον έχω στείλει στον κάτω κόσμο να μου κρατά συντροφιά.[…] Αναμφισβήτητα, πιστεύετε ότι είμαι ο χειρότερος δολοφόνος, που είμαι, αλλά μπορώ να γίνω ακόμη πιο κακός. Αν το επιθυμούσα, θα επισκεπτόμουν την πόλη σας κάθε βράδυ.
Τώρα, για να είμαι ακριβής, στις 12:15 (ώρα γης) το βράδυ της Πέμπτης θα έρθω στη Νέα Ορλεάνη. Στον απέραντο οίκτο που έχω,θα σας κάνω μια πρόταση.
Είμαι λάτρης της τζαζ μουσικής και υπόσχομαι σε όλους τους διαβόλους της κόλασης ότι θα χαρίσω τη ζωή σε όποιον έχει στο σπίτι μια μπάντα που να παίζει τζαζ την ώρα που ήδη ανέφερα. Αν γίνει αυτό, τόσο το καλύτερο για εσάς. Ένα πράγμα είναι σίγουρο. Όποιος από εσάς (αν υπάρχει κανείς) που δεν παίζει τζαζ το βράδυ της Πέμπτης, θα λάβει τσεκούρι. […].Ήμουν, είμαι και θα είμαι το χειρότερο πνεύμα που υπήρχε ποτέ είτε στην πραγματικότητα είτε στη σφαίρα της φαντασίας.
Δολοφόνος με το τσεκούρι».
Το βράδυ της Πέμπτης όλες οι παμπ ήταν ασφυκτικά γεμάτες και σε όλη την πόλη ακουγόταν τζαζ μουσική. Μάλιστα, ο γνωστός συνθέτης της πόλης, Τζόσεφ Νταβίλα, δημιούργησε το τζαζ κομμάτι «Η τζαζ του μυστηριώδη δολοφόνου με το τσεκούρι»
Κανένας φόνος δεν έγινε τα μεσάνυχτα της Πέμπτης. Ο κόσμος ωστόσο θορυβήθηκε και οργανώθηκαν νυχτερινές περιπολίες, ενώ πολλά άτομα κουβαλούσαν μαζί τους κάποιο αιχμηρό αντικείμενο.
Το μυστήριο του δολοφόνου
Στις 27 Οκτωβρίου 1919, ο ψυχοπαθής διέπραξε τον τελευταίο του φόνο. Ο ιταλός παντοπώλης Μάικ Πιπιτόνε σφαγιάστηκε, όμως η γυναίκα και τα παιδιά του που βρίσκονταν σε άλλο δωμάτιο δεν έπαθαν τίποτα.
Η σύζυγος ένα χρόνο μετά σκότωσε τον Τζόσεφ Μάμφρε, έναν άνθρωπο ψηλό και με σκούρα χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με την ίδια, αυτός ήταν ο άνθρωπος που σκότωσε τον άνδρα της.
Λίγο μετά την τελευταία δολοφονία εμφανίστηκε μία φωτογραφία που φαινόταν ένας άνθρωπος με ένα τσεκούρι.
Η ταυτότητα του δολοφόνου δεν εξακριβώθηκε και το μυστήριο του δεν λύθηκε ποτέ. Για τη Νέα Ορλεάνη θεωρείται θρύλος και ένας από τους πιο στυγερούς δολοφόνους που γνώρισε ποτέ η πόλη.
Διαβάστε στη «ΜτΧ»:Η κυρία της καλής κοινωνίας που διαμέλιζε τους σκλάβους της, θρυμμάτιζε τα κόκαλά τους και άνοιγε τα κρανία τους. Μαντάμ Λαλορί, η εγκληματίας της καλής κοινωνίας…