Τζίμι Χόλις και Μαίρη Λάρι
Αργά το βράδυ της 22ας Φεβρουαρίου του 1946, ο 25χρονος Τζίμι Χόλις έφτασε με την κοπέλα του, την 29χρονη Μαίρη Λάρι, σε ένα σκοτεινό δρομάκι στην περιοχή Τεξαρκάνα του Τέξας. Ήταν «ο δρόμος των εραστών» όπως τον έλεγαν οι ντόπιοι.
Το ζευγάρι καθόταν μέσα στο αυτοκίνητο, όταν ένας άγνωστος άντρας τους χτύπησε το παράθυρο.
Ο Χόλις κατέβασε το παράθυρο και τυφλώθηκε από το φως που έριξε πάνω του με φακό.
Με δυσκολία διέκρινε το πρόσωπό του, αλλά τον άκουσε πολύ καθαρά, όταν του είπε: «Δεν θέλω να σε σκοτώσω, γι’ αυτό κάνε ό,τι σου λέω».
Ο άντρας τους είπε να βγουν απ’ το αυτοκίνητο, διέταξε τον Χόλις να βγάλει το παντελόνι του και τον χτύπησε στο κεφάλι με ένα βαρύ αντικείμενο.
Η Λάρι άκουσε ένα θόρυβο τόσο δυνατό, που νόμισε ότι ήταν πυροβολισμός.
Τελικά όμως, ήταν το κρανίο του Χόλις που ράγισε απ’ το χτύπημα.
Ο δράστης έψαξε τα πορτοφόλια τους και είπε στη Λάρι να φύγει.
Η κοπέλα άρχισε να τρέχει, αλλά χωρίς να το ξέρει, κατευθυνόταν προς ένα βαθύ χαντάκι.
Ο άντρας την προειδοποίησε, φωνάζοντάς της να τρέξει προς την άλλη κατεύθυνση.
Ξαφνικά, άρχισε κι αυτός να τρέχει από πίσω της.
Την έφτασε, την έριξε στην άσφαλτο και τη βίασε, χρησιμοποιώντας τη λαβή του όπλου του.
Η κοπέλα μετά το βιασμό κατάφερε να ξεφύγει και μετά από κάποια ώρα, έφτασε σε ένα σπίτι, όπου ζήτησε βοήθεια και κάλεσε την αστυνομία.
Και οι δύο νέοι ήταν ζωντανοί, αλλά κανείς δεν κατάφερε να δει καθαρά το πρόσωπο του δράστη, που ήταν καλυμμένο με μια άσπρη κουκούλα.
Ο Χόλις πίστευε ότι ήταν ένας ψηλός, νέος, λευκός άνδρας, με μαυρισμένο δέρμα.
Η Λάρι υποστήριζε ότι ήταν ανοιχτόχρωμος Αφροαμερικάνος, εξαιτίας της προφοράς του.
Το δεύτερο ζευγάρι
Ρίτσαρντ Γκρίφιν και Πόλυ Μουρ
Οι κάτοικοι της μικρής πόλης ταράχθηκαν απ’ το συμβάν, αλλά θεώρησαν ότι ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό.
Η εντύπωση τους άλλαξε στις 24 Μαρτίου, όταν εντόπισαν τα πτώμα του 29χρονου Ρίτσαρντ Γκρίφιν και τις 17χρονης Πόλυ Μουρ
Ο δράστης είχε επιτεθεί πάλι σε ένα ζευγάρι που είχε παρκάρει το αυτοκίνητο σε έναν σκοτεινό δρόμο.
Και οι δύο είχαν πυροβοληθεί μία φορά στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Κείτονταν αιμόφυρτοι μέσα στο αμάξι. Ήταν ντυμένοι
Το τρίτο ζευγάρι
Πολ Μάρτι και Μπέτι Τζο Μπούκερ
Πανικός είχε αρχίσει να καταλαμβάνει τους κατοίκους του Τεξαρκάνα.
Είχε οριστεί ανταμοιβή, για όποιον έδινε πολύτιμες πληροφορίες στην αστυνομία, ενώ οι αρχές προέτρεπαν τον κόσμο να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να μην δυσχεραίνει την έρευνα.
Στις 14 Απριλίου, βρέθηκε το πτώμα του 16χρονου Πολ Μάρτιν, στην άκρη ενός δρόμου.
Είχε δεχτεί τέσσερις σφαίρες.
Τρία χιλιόμετρα πιο κάτω, κείτονταν νεκρή η 15χρονη φίλη του, Μπέτι Μπούκερ.
Η πρώτη αναφορά έγραφε πως δεν είχε βιαστεί, αλλά αργότερα διαψεύστηκε.
Το τέταρτο ζευγάρι
Βίρτζιλ και Κέιτι Σταρκς
Πλέον η πόλη βρισκόταν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Απαγορευόταν η κυκλοφορία τα βράδια, η αστυνομία ερευνούσε τις δολοφονίες εντατικά και οι κάτοικοι δεν μιλούσαν για τίποτα πέρα απ’ τον «Δολοφόνο Φάντασμα», όπως τον είχαν ονομάσει οι δημοσιογράφοι.
Το βράδυ της 3ης Μαΐου, η Κέιτι Σαρκς ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, όταν άκουσε έναν δυνατό θόρυβο.
Κατέβηκε στο σαλόνι κι είδε τον άντρα της νεκρό στην πολυθρόνα.
Η σφαίρα είχε καρφωθεί στο πίσω μέρος του κρανίου του. Ο δολοφόνος βρισκόταν έξω απ’ το σπίτι και πυροβολούσε από το παράθυρο.
Η Κέιτι Σαρκς έτρεξε να καλέσει την αστυνομία, αλλά την πρόλαβε ο δράστης που την πέτυχε με δύο σφαίρες.
Η μία διαπέρασε το κεφάλι της, μπήκε από δεξί μάγουλο και βγήκε από το αριστερό αυτί.
Η δεύτερη σφαίρα της έσπασε το σαγόνι. Κι όμως έζησε.
Διατήρησε τις αισθήσεις της και βγήκε απ’ το σπίτι τρέχοντας.
Κατάφερε να φτάσει στο σπίτι των γειτόνων και να ζητήσει βοήθεια.
Οι αστυνομικοί, όταν είδαν το αίμα στο πάτωμα του σπιτιού, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι δεν είχε πεθάνει από αιμορραγία.
Οι ύποπτοι
Στο Τεξαρκάνα επικρατούσε χάος.
Έφηβοι είχαν πάρει την κατάσταση στα χέρια τους και απομονώνονταν σε σκοτεινούς δρόμους οπλισμένοι και περίμεναν τον δολοφόνο.
Ένα βράδυ, κόντεψαν να πυροβολήσουν έναν αστυνομικό, ο οποίος είχε σταματήσει για να ερευνήσει το έρημο αυτοκίνητο.
Ήταν τέτοια η μανία των αστυνομικών να πιάσουν τον δράστη, που ορισμένοι χρησιμοποίησαν τα ίδια τους τα παιδιά ως δόλωμα.
Τα έστελναν σε ζευγάρια, σε μοναχικούς δρόμους και περίμεναν κρυμμένοι, σε περίπτωση που εμφανιζόταν κανείς.
Οι προσπάθειές τους δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.
Οι έρευνες συνεχίζονταν, αλλά ο δράστης ήταν ακόμα ελεύθερος.
Βασικός ύποπτος ήταν ένας άντρας, ο Γιούελ Σουίνι, που αποδείχτηκε πως είχε κλέψει και αργότερα παρατήσει, ένα αυτοκίνητο τη νύχτα που δολοφονήθηκαν οι Γκρίφιν και Μουρ.
Όταν τον συνέλαβαν, ο Σουίνι ρώτησε πανικόβλητος αν θα τον πήγαιναν στην ηλεκτρική καρέκλα.
Του απάντησαν ότι δεν εκτελούσαν ανθρώπους επειδή έκλεψαν ένα αυτοκίνητο και ο Σουίνι απάντησε: «Κύριε, μη παίζετε με μένα. Δεν με θέλετε μόνο για τα κλεμμένα αυτοκίνητα».
Η γυναίκα του, όταν ο δικηγόρος την ενημέρωσε πως ο άντρας ήταν ύποπτος για δολοφονία, ρώτησε αμέσως: «Πώς το βρήκαν;»
Ο Σουίνι, αν και δεν ομολόγησε, ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι ήταν αθώος.
Πολλά μέλη της οικογένειάς του θεωρούσαν ότι ήταν ο «Δολοφόνος Φάντασμα», ενώ η γυναίκα του παραδέχτηκε πως ήταν πράγματι ο δράστης. Λίγο αργότερα όμως, αναίρεσε την κατάθεσή της.
Αν και υπήρχαν στοιχεία που τον συνέδεαν με τις επιθέσεις, τα περισσότερα ήταν περιστασιακά και δεν αρκούσαν για να καταδικαστεί.
Φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα, για κλοπή αυτοκινήτου.
Στις 5 Νοεμβρίου του 1948, αυτοκτόνησε ο 18χρονος Χένρι Τένισον, αφήνοντας ένα σημείωμα, στο οποίο αποκάλυπτε ότι ήταν ο «Δολοφόνος Φάντασμα».
Ο ισχυρισμός του διαψεύστηκε όμως, όταν ανακάλυψαν ένα δεύτερο σημείωμα του, που εξηγούσε ότι η «αποκάλυψη» ήταν ψέμα.
Άλλωστε, είχε πολύ ισχυρό άλλοθι για τις νύχτες των επιθέσεων και κανένα στοιχείο δεν τον συνέδεε με τις επιθέσεις.
Φυσικά η υπόθεση είχε τεράστια δημοσιότητα. Πολλοί παραδόθηκαν στην αστυνομία, ισχυριζόμενοι ότι ήταν ο δολοφόνος, αλλά κανείς δεν μπορούσε να το αποδείξει.
Ακόμα και οι αστυνομικοί που είχαν αναλάβει την έρευνα είχαν γίνει γνωστοί και ο Τύπος τους κυνηγούσε για δηλώσεις και φωτογραφίες.
Ο δολοφόνος όμως, δεν βρέθηκε ποτέ.
Το Τεξαρκάνα δεν το ξέχασε ποτέ.
Το 1976 γυρίστηκε εκεί το θρίλερ «Ο Εκτελεστής Δίχως Πρόσωπο», που βασίστηκε στην αληθινή ιστορία των δολοφονιών.
Πολλοί απ’ τους κατοίκους συμμετείχαν ως κομπάρσοι.
Το 2014, κυκλοφόρησε το sequel της ταινίας, με τίτλο «Όταν πέφτει το σκοτάδι», όπου ο «Δολοφόνος Φάντασμα» επιστρέφει και το Τεξαρκάνα βυθίζεται ξανά στον τρόμο.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε το «Όταν πέφτει το σκοτάδι» στις 29 Μαρτίου στις 22.00, στο OTE CINEMA2.
Όλο τον Μάρτιο μπορείτε να παρακολουθείτε ταινίες θρίλερ κάθε Τρίτη στον OTE TV, που παρουσιάζει ένα πλούσιο αφιέρωμα.