Τον Απρίλιο του 2006 μία κάμερα της αστυνομίας, κρυμμένη σε ένα λόφο του Κορλεόνε καταγράφει μια ύποπτη κίνηση: ένα πακέτο να «φεύγει» από ένα σπίτι. Η αστυνομία παρακολουθεί τη διαδρομή του και δύο μέρες αργότερα περίπου 50 αστυνομικοί περικυκλώνουν μία στάνη, ένα χιλιόμετρο μακριά από την κωμόπολη της Σικελίας.
Οι ειδικές δυνάμεις εισβάλλουν στο χώρο και συλλαμβάνουν ένα βοσκό. Έναν 73χρονο άνδρα, με φτωχά ρούχα και σκαμμένο πρόσωπο.
Το μόνο που έχουν μαζί τους είναι μια φωτογραφία του από το 1959 κι ένα σκίτσο επεξεργασμένο σε υπολογιστή.
Ο συμπαθητικός γεράκος που κρατούσε κομποσκοίνι και στο τραπέζι είχε ανοιχτή τη Βίβλο δεν έδειχνε σε καμία περίπτωση ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με τον στυγερό εγκληματία που διοικούσε την Κόζα Νόστρα.
Χρειάστηκε να γίνει τεστ DNA για να σιγουρευτούν οι αρχές της Σικελίας ότι μετά από 43 ολόκληρα χρόνια είχαν στα χέρια τους, τον «νονό των νονών» Μπερνάρντο Προβεντσάνο.
Ο Προβεντσάνο, που πέθανε στις 13 Ιουλίου 2016, ήταν ο «Μπίνου» που μεταμόρφωσε την Κόζα Νόστρα σε μια τεράστια επιχείρηση με τζίρο 100 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο και έφτιαξε δίκτυο συνεργασίας με υψηλά πολιτικά πρόσωπα που είχαν τη δυνατότητα να προστατεύσουν την οργάνωση και να «καθαρίσουν» αν χρειαστεί.
Η “καριέρα” ξεκίνησε από τα οκτώ
Ο Προβεντσάνο γεννήθηκε στο Κορλεόνε της Σικελίας το 1933. Μεγαλώνοντας στην «αγκαλιά» της Κόζα Νόστρα, άρχισε την καριέρα του πολύ μικρός. Σε ηλικία 8 χρόνων παράτησε το σχολείο για να αφοσιωθεί στην οργάνωση. Αρχικά ως τσιλιαδόρος και αργότερα -αφού μεγάλωσε κι έμαθε τη «δουλειά»- ως δολοφόνος . Την πρώτη του δολοφονία διέπραξε σε ηλικία 25 χρόνων . Έγινε τόσο σκληρός που απέκτησε τα παρατσούκλια «Μπίνου» και «τρακτέρ» για τον τρόπο που «ισοπέδωνε» τα θύματά του.
Τη δεκαετία του 50 με την Κόζα Νόστρα να διανύει τη χρυσή εποχή της, ο Προβετσάνο παίρνει μέρος σε όλα τα χτυπήματα. Όμως, ο τότε αρχηγός της Λουτσιάνο Λέτζιο, αν και του αναγνωρίζει ότι «πυροβολεί σαν θεός», τον χαρακτηρίζει κοκορόμυαλο.
Η αστυνομία άρχισε το ανθρωποκυνηγητό το 1963 μετά από ένταλμα σύλληψης εναντίον του με την κατηγορία της δολοφονίας ενός από τους έμπιστους του αρχηγού της αντίπαλης συμμορίας Μισέλ Ναβάρα.
Ο Προβεντσάνο επικηρύσσεται για 2,5 εκ. ευρώ αλλά καταφέρνει συνεχώς να ξεφεύγει και ταυτόχρονα να ανεβαίνει στην ιεραρχία. Τη δεκαετία του 70 ο αρχιμαφιόζος είναι το δεξί χέρι του αρχηγού Τότο Ρίινα. Όταν το 1993 ο Ρίινα συλλαμβάνεται, ο Προβεντσάνο αναλαμβάνει την αρχηγία.
Ο «κοκορόμυαλος» κατά τον Λέτζιο, γίνεται ο «άνθρωπος δίχως πρόσωπο». Συνεχίζει το «πάρε – δώσε» με όπλα και ναρκωτικά, τους εκβιασμούς, το λαθρεμπόριο και την «προστασία» αλλά αποφασίζει να κολυμπήσει ακόμα πιο βαθιά.
Έχοντας καταδικαστεί ερήμην για σειρά εγκλημάτων και δολοφονιών μεταξύ των οποίων των δικαστών Τζοβάνι Φαλκόνε και Πάολο Μπορσελίνο το 1992, ο Προβεντσάνο θεωρεί ότι τα εγκλήματα αυτά θα ήταν η αρχή του τέλους για τη μαφία και επιβάλλει την «Παξ Μαφιόζα» δηλαδή την αποχή από δολοφονίες πολιτικών ή δικαστικών.
Αλλάζει τακτική και «απλώνει» την Κόζα Νόστρα παντού στην κοινωνία: σε δημόσια έργα, νοσοκομεία και μεγάλες εταιρίες, ενώ αρχίζει να συνομιλεί με την πολιτικοοικονομική ελίτ της χώρας.
Τα «pizzini»
Όλα αυτά τα χρόνια ο Προβεντσάνο, αν και επικηρυγμένος, κινείται ελεύθερα παραμένοντας αόρατος.
Με επιτυχημένες μεταμφιέσεις και συνεχείς μετακινήσεις από σπίτι σε σπίτι, καταφέρνει να μείνει μακριά από την αστυνομία, ακόμα κι όταν ζει σε διαμέρισμα, λίγα μέτρα μακριά από το Δικαστικό Μέγαρο του Παλέρμο.
Γνωρίζοντας καλά πως να προστατευτεί ο Προβετσάνο, επιλέγει τελικά να ζήσει σαν βοσκός παρά την μυθική περιουσία του. Δεν χρησιμοποιεί την τεχνολογία για τις επικοινωνίες του αλλά τα «πιτσίνι» τα οποία γράφει σε μια παλιά γραφομηχανή και αποστέλλει μέσω ενός τεράστιου δικτύου «ταχυδρόμων».
Με τα «πιτσίνι» ο αρχιμαφιόζος ενορχηστρώνει τη δράση της οργάνωσης, επιλύει κάθε πρόβλημα και κλείνει εκκρεμότητες.
Με τον ίδιο τρόπο ο Προβεντσάνο επικοινωνεί με τη γυναίκα της ζωής του Σαβέρια, με την οποία ανταλλάσσει καθημερινές κουβέντες παρά το γεγονός ότι έχουν να ειδωθούν πολλά χρόνια.
Η Σαβέρια που βρίσκεται συνεχώς κάτω από το βλέμμα των αρχών, από την πρώτη μέρα της εξαφάνισής του, καταφέρνει όχι μόνο να ξεγελά τους αστυνομικούς, αλλά κάνει και δύο παιδιά μαζί του.
Συνεχίζει κανονικά στη ζωή της μεγαλώνοντας τα παιδιά της και στέλνοντας «πιτσίνι» και πακέτα με φαγητά και καθαρά ρούχα στον σύντροφό της, που ζει σε μια στάνη.
Ένα τέτοιο πακέτο ήταν αυτό που πρόδωσε τον αρχηγό της Κόζα Νόστρα.
Μετά τη σύλληψή του ο Προβεντσάνο υπέφερε από καρκίνο και Πάρκινσον.
Το 2014 μεταφέρθηκε από τις φυλακές της Πάρμα στο νοσοκομείο Σάο Πάολο του Μιλάνου όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος υπό αυστηρότατα μέτρα ασφαλείας μέχρι τον θάνατό του στις 13 Ιουλίου 2016.
«Ψάχνε πάντα την αλήθεια πριν μιλήσεις και να θυμάσαι ότι δεν φτάνει ποτέ να έχεις μια απόδειξη για να αντιμετωπίσεις έναν συλλογισμό. Για να είσαι σίγουρος για έναν συλλογισμό χρειάζονται τρεις αποδείξεις, και ορθότητα και συνοχή. Ο Υψιστος να σας ευλογεί και να σας προστατεύει. Bernardo Provenzano, Ιούλιος 1994»