Το απόγευμα της 26ης Αυγούστου του 1990, ο αστυνομικός Ρέι Μπάρμπερ ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο σπίτι του όταν έλαβε μία τελευταία κλήση για βοήθεια.
Οι γονείς μίας φοιτήτριας στο τοπικό πανεπιστήμιο ήθελαν να ανοίξουν την πόρτα του σπιτιού της. Η κόρη τους, Κριστίνα, δεν απαντούσε στο κουδούνι, ούτε στο τηλέφωνο. Ήταν Κυριακή και κανείς δεν είχε νέα της από την Παρασκευή.
Ο Μπάρμπερ έσπευσε στο σημείο. Καθησύχασε τους γονείς πριν να ανοίξει την πόρτα, αλλά μόλις μπήκε στο δωμάτιο, πάγωσε.
Στο σαλόνι βρισκόταν το πτώμα της 17χρονης Κριστίνα Πάουελ.
Ήταν γυμνή, το κορμί της τοποθετημένο σε προκλητική στάση, ενώ μία λίμνη αίματος είχε δημιουργηθεί γύρω της. Στον πάνω όροφο βρήκαν νεκρή στην κρεβατοκάμαρα και τη συγκάτοικό της Σόνια Λάρσον. Ο δολοφόνος την είχε μαχαιρώσει, αλλά η εξέταση έδειξε ότι δεν την είχε βιάσει όπως έκανε με την Πάουελ.
Εννιά ώρες αργότερα, η αστυνομία βρισκόταν σε ένα άλλο έγκλημα, στο σπίτι της 18χρονης Κριστίνα Χόιτ. Τη βρήκαν στο πάτωμα του δωματίου της γυμνή.
Δίπλα της βρίσκονταν πεταμένες οι θηλές της. Στο απέναντι ράφι βρισκόταν το κομμένο κεφάλι της. Όταν πήγαν να σηκώσουν το πτώμα για να το μεταφέρουν, συνειδητοποίησαν ότι ο δολοφόνος την είχε ανοίξει από το στέρνο μέχρι τη λεκάνη.
Δυο μέρες αργότερα, βρήκαν νεκρή την 23χρονη Τρέισι Πολς και τον συγκάτοικό της, Μάνουελ Ταμποάντα.
Ο νεαρός βρισκόταν νεκρός στο κρεβάτι του. Απ’ τη στάση του ήταν εμφανές ότι είχε παλέψει με τον δολοφόνο πριν πεθάνει. Το γυμνό κορμί της Τρέισι Πολς βρισκόταν στον διάδρομο. Είχε βιαστεί, όπως η Χόιτ και η Πάουελ.
Ξεψύχησε μετά από 31 μαχαιρώματα, που ράγισαν ακόμα και τα κόκαλά της.
Ο «Αντεροβγάλτης» του Γκέινσβιλ
Όλα τα θύματα ήταν φοιτητές στο πανεπιστήμιο της Φλόριντας και έμεναν σε πολύ κοντινή απόσταση μεταξύ τους, στην περιοχή Γκέινσβιλ.
Οι κάτοικοι τρομοκρατήθηκαν, κλείστηκαν στα σπίτια τους και πολλοί φοιτητές άλλαξαν πανεπιστήμιο.
Η αστυνομία της Φλόριντας έδρασε γρήγορα και μέσα σε μια βδομάδα, συνέλαβε τον βασικό ύποπτο.
Ήταν ο Έντουαρντ Χάμφρι, συμφοιτητής των θυμάτων, που μάλιστα έμενε στο ίδιο συγκρότημα με την Τρέισι Πολς και τον Μάνουελ Ταμποάντα.
Ο Χάμφρι αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα. Πάθαινε κρίσεις οργής, ωρυόταν και απειλούσε κόσμο. Είχε ξυλοκοπήσει ακόμα και συγγενικά του πρόσωπα.
Πολλοί τον είχαν ακούσει να λέει ότι ήθελε να σκοτώσει γυναίκες, ενώ το πρόσωπό του ήταν σημαδεμένο από ένα τροχαίο που είχε συμβεί, όταν ήταν μικρός.
Με τη σύλληψη του Χάμφρι, ακόμα και χωρίς να υπάρχουν στοιχεία που τον συνέδεαν με το έγκλημα, η αστυνομία θεώρησε ότι η υπόθεση είχε κλείσει.
Δεν έδωσαν καμία σημασία στα ευρήματα ενός αστυνομικού που κυνήγησε έναν ληστή στα δάση γύρω απ’ το Γκέινσβιλ.
Ο ληστής διέφυγε, αλλά άφησε πίσω την σκηνή που έμενε και τα προσωπικά του αντικείμενα.
Αυτά τα στοιχεία, θα τους οδηγούσαν στον δολοφόνο. Ο ληστής ονομαζόταν Ντάνιελ Ρόλινγκ.
Είχε κλέψει πολλές τράπεζες στη Λουιζιάνα, είχε διαρρήξει σπίτια και μετά το Γκέινσβιλ, κατευθύνθηκε προς την περιοχή Οκάλα.
Εκεί συνελήφθη, ενώ προσπαθούσε να ληστέψει ένα σούπερ μάρκετ.
Έμεινε πολύ καιρό στην φυλακή, πριν η αστυνομία αντιληφθεί ποιον είχε στα χέρια της.
Οι αρχές ήταν τόσο σίγουρες πως ο πρώτος ύποπτος- ο Χάμφρι- ήταν ο δράστης, που δεν έδωσε σημασία σε κανέναν άλλον.
Οι έρευνες άρχισαν εκ νέου, όταν η εξέταση του DNA του δράση απέδειξε ότι ο Χάμφρι ήταν αθώος.
Τότε ακούστηκε ότι ένας κρατούμενος υποστήριζε πως εκείνος είχε σκοτώσει τους πέντε στο Γκέινσβιλ.
Στα προσωπικά του αντικείμενα βρέθηκε το μαχαίρι που είχε σκοτώσει τα θύματά, μαζί με κασέτες που είχε ηχογραφήσει τον εαυτό του να τραγουδά, αλλά και να μιλά για τα εγκλήματα που διέπραξε.
Τον συνέδεσαν με τρεις άλλες ανθρωποκτονίες στο Σρίβπορτ της Λουζιάνα, που είχαν διαπραχθεί ένα χρόνο πριν από τις επιθέσεις στη Φλόριντα.
Βρέθηκε νεκρός ο 55χρονος Γουίλιαμ Γκρίμσον, η 24χρονη κόρη του, Τζούλι και ο 8χρονος γιος της. Η Τζούλι ήταν γυμνή και βρέθηκε στην ίδια προκλητική στάση που είχαν τα άλλα θύματα του Ρόλινγκ. Δεν ομολόγησε ποτέ το έγκλημα, αλλά συχνά ανέφερε ότι είχε «κάνει κάτι στο Σρίβπορτ».
Η εξέταση του DNA επισφράγισε την έρευνα.
Ομολόγησε, δήλωσε ένοχος και καταδικάστηκε σε θάνατο, παρά τις προσπάθειες του συνήγορου να ελαφρύνει την ποινή του, παρουσιάζοντας την κακοποίηση που είχε δεχτεί ο Ρόλινγκ ως παιδί.
Ο πατέρας του ξυλοκοπούσε τη μητέρα του και τιμωρούσε τα παιδιά του για φανταστικές αταξίες.
Ήταν αστυνομικός και συχνά τα έδενε με χειροπέδες για ώρες, ενώ μια φορά είχε κλείσει τον Ντάνιελ σε κελί για ένα 24ωρο, επειδή τον είχε «ντροπιάσει».
Η υπεράσπιση του Ρόλινγκ ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος έπασχε από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και είχε την ψυχολογική ωριμότητα ενός 15χρονου.
Ο Ρόλινγκ, απ’ την πλευρά του, έλεγε πως όταν σκότωνε έχανε τον έλεγχο και επικρατούσε ο «κακός» εαυτός του.
Ο Ντάνιελ Ρόλινγκ εκτελέστηκε στις 25 Οκτωβρίου του 2006.
Τραγουδούσε συνέχεια τα δύο τελευταία λεπτά της ζωής του.
Από την υπόθεση του Ρόλινγκ εμπνεύστηκε ο σεναριογράφος Κέβιν Γουίλιαμσον το σενάριο για το θρίλερ «Scream», που κυκλοφόρησε το 1996.