Την άνοιξη του 1942, τρεις γυναίκες βρέθηκαν δολοφονημένες στους δρόμους της Μελβούρνης.
Η πρώτη ήταν η Βάιολετ Μακλιντ, η οποία δολοφονήθηκε στις 3 Μαΐου μπροστά από κατάστημα στο Άλμπερτ Παρκ της Μελβούρνης.
Πάνω της είχε όλα τα προσωπικά της αντικείμενα και το πορτοφόλι της – έτσι, η πιθανότητα ληστείας αποκλείστηκε αμέσως.
Τα πόδια της ήταν ανοιχτά και τα γεννητικά της όργανα εκτεθειμένα αλλά ο δράστης δεν την είχε βιάσει.
Η δεύτερη δολοφονία έγινε έπειτα από μερικές ημέρες. Το θύμα ήταν η 31χρονη Παυλίνα Τόμσον, μητέρα δύο παιδιών, η οποία βρέθηκε νεκρή σε κεντρικό δρόμο της πόλης, αφότου είχε βγει για ποτό με άγνωστο άντρα.
Το τρίτο πτώμα ανήκε στην 40χρονη Γκλάντις Χόσκινγκ, η οποία δολοφονήθηκε καθώς επέστρεφε από το Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης στο σπίτι της .
Ο δολοφόνος τις είχε στραγγαλίσει αλλά δεν είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση.
Οι αυστραλιανές εφημερίδες ανέφεραν ότι ο εγκληματίας μπορούσε να δρα ανενόχλητος, καθώς οι κεντρικοί δρόμοι της Μελβούρνης είχαν χαμηλό φωτισμό λόγω του πολέμου.
Οι αρχές ξεκίνησαν να αναζητούν τον δολοφόνο. Μια μάρτυρας που είδε την Γκλάντις, ενώ επέστρεφε με τα πόδια στο σπίτι της, ανέφερε ότι κάποιος άντρας με ατημέλητη εμφάνιση, την πλησίασε και της ζήτησε οδηγίες.
Μια άλλη μάρτυρας υποστήριξε ότι το δεύτερο θύμα, η Παυλίνα Τόμσον, το βράδυ της δολοφονίας της βρισκόταν σε ένα εστιατόριο με έναν Αμερικανό .
Και άλλες γυναίκες, υποστήριξαν ότι τους είχε επιτεθεί πρόσφατα άντρας αμερικανικής καταγωγής και οι αστυνομικές έρευνες προσανατολίστηκαν στους Αμερικανούς στρατιώτες που είχαν εγκατασταθεί πρόσφατα στη Μελβούρνη για τις ανάγκες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ξεκίνησαν να παρακολουθούν από κοντά τους στρατιώτες, μέχρι που ένας εξ αυτών παρουσιάστηκε στο αστυνομικό τμήμα και τους είπε ότι ο άνθρωπος που έψαχναν ήταν ο Έντι Λεόνσκι.
Ο 25χρονος Λεόνσκι ήταν στρατιώτης, ο οποίος είχε αναφέρει τις πράξεις του στους υπολοίπους, αλλά δεν τον είχαν πιστέψει. Ωστόσο, η συμπεριφορά του ήταν περίεργη και οι περιγραφές που είχε κάνει ταίριαζαν με τα θύματα που είχαν βρεθεί στους δρόμους της πόλης.
Ο Λεόνσκι είχε εγκατασταθεί στην Αυστραλία δύο μήνες πριν τις δολοφονίες.
Είχε γεννηθεί το 1917 στο Νιου Τζέρσι, ήταν γεροδεμένος και χαμογελαστός. Σύμφωνα με τις καταθέσεις του πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια.
Οι γονείς του ήταν μετανάστες από τη Ρωσία και εκείνος, το έκτο παιδί της οικογένειας. Όταν ο Έντι ήταν μικρός, η οικογένεια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και λίγα χρόνια αργότερα ο πατέρας τους εγκατέλειψε.
Η μητέρα του είχε καταθλιπτική συμπεριφορά και διαγνώστηκε με ψυχική διαταραχή. Τα αδέρφια του είχαν φυλακιστεί για παρανομίες και ο μεγαλύτερος αδερφός του είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική.
Όταν κλήθηκε να υπηρετήσει στον αμερικανικό στρατό ήταν εθισμένος στο ποτό. Κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και είχε επιτεθεί ξανά σε γυναίκα αλλά οι αστυνομικοί στην Αμερική δεν είχαν καταφέρει να τον συλλάβουν.
Όταν τον ανέκριναν, υποστήριξε ότι τις δολοφονούσε επειδή είχαν καλή φωνή.
Την ημέρα που τον συνέλαβαν είχε ραντεβού με τη Τζοάν Ρομπ, η οποία αποκάλυψε ότι της είπε ότι είχε αγγελική φωνή.
Επέλεγε τα θύματά του ανάλογα με τη φωνή τους και τις σκότωνε για να τους «πάρει» τη φωνή.
Μάλιστα, πριν το ραντεβού του με τη Τόμσον της είχε ζητήσει να του τραγουδήσει.
«Η φωνή της ήταν τόσο απαλή και ήρεμη που όταν σταμάτησε να τραγουδάει με έκανε έξαλλο και την έπνιξα», είχε αποκαλύψει στους αστυνομικούς.
Ο Λεόνσκι έγινε γνωστός ως ο «ο στραγγαλιστής που τραγουδούσε»
Ήταν η πρώτη φορά που ένας ξένος ομολόγησε το έγκλημά του στην Αυστραλία αλλά δικάστηκε σύμφωνα με τον αμερικανικό νόμο και καταδικάστηκε σε απαγχονισμό.
Στις 9 Νοεμβρίου του 1942 κρεμάστηκε στις φυλακές.
Η δράση του έδωσε έμπνευση για να γραφτούν βιβλία αλλά και να γυριστεί η ταινία του 1986 «Ο θάνατος ενός στρατιώτη». Η ταινία αφορούσε κυρίως τη δίκη του Λεόνσκι, στην οποία κατά πολλούς, σημειώθηκαν αρκετές παραλείψεις. Κάποιοι μάλιστα θεωρούν πως η θανατική ποινή δεν ήταν δίκαιη.