Τον Μάρτιο του 1874 μια δεκάχρονη κοπέλα εξαφανίστηκε. Το πτώμα της βρέθηκε ακρωτηριασμένο και χτυπημένο άγρια. Ένα μήνα αργότερα, ένα τετράχρονο αγόρι οδηγήθηκε σε έναν βάλτο, όπου δολοφονήθηκε. Το πτώμα του έφερε δεκάδες μαχαιριές και ήταν σχεδόν αποκεφαλισμένο.
Η αστυνομία γρήγορα έφτασε στα ίχνη ενός 14χρονου αγοριού, το οποίο είχε ένα λευκό σημάδι στο δεξί του μάτι.
Βρήκαν πάνω του ένα μαχαίρι με αίμα. Τα παπούτσια του είχαν λάσπη και όλα έδειχναν ότι ήταν ο δράστης.
Όταν τον ρώτησαν αν διέπραξε τους φόνους, απάντησε ψύχραιμα «Υποθέτω πως το έκανα».
Το όνομα του ήταν Τζέσσι Πομέροϊ. Γεννήθηκε στο Τσαρλστάουν το 1860 και μεγάλωσε σε μια φτωχογειτονιά της Νότιας Βοστόνης. Η μητέρα του ήταν μοδίστρα και ο πατέρας του εργαζόταν ως χασάπης.
Μια ασθένεια που πέρασε όταν ήταν μωρό του άφησε ένα λευκό σημάδι στο δεξί του μάτι.
Ένας γείτονας ανέφερε ότι σε ηλικία πέντε χρόνων σκότωσε μια γάτα και την πέταξε στο ποτάμι.
Σύμφωνα με τη μητέρα του, δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του. Δεν μιλούσε και δεν έπαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς.
Διάβαζε βιβλία και ήταν καλός μαθητής. Ένας καθηγητής του τον περιέγραφε ως «ιδιόμορφο, ανυπόφορο, αλλά όχι κακό μαθητή».
Η εγκληματική του δράση ξεκίνησε σε ηλικία 11 ετών.
Του άρεσε να βασανίζει μικρότερα παιδιά. Τα οδηγούσε σε κρυφά σημεία, όπου τους αφαιρούσε τα ρούχα και τα έδενε. Στη συνέχεια τα χτυπούσε μέχρι το δέρμα τους να γεμίσει μώλωπες και τα μαστίγωνε μέχρι να χάσουν τις αισθήσεις τους.
Ορισμένες φορές τους χάραζε το σώμα τους με μαχαίρι και τα τρυπούσε με καρφίτσες.
Τα παιδιά ανέφεραν στις αρχές ότι βασανίστηκαν από ένα «παιδί-δαίμονα», το οποίο γελούσε καθώς τα έβλεπε να υποφέρουν.
Οι περιγραφές των παιδιών βοήθησαν τις αρχές να τον συλλάβουν.
Ο Πομερόι αρνήθηκε τις κατηγορίες και είπε: «Αυτά τα αγόρια είχαν κακοποιηθεί από κάποιον άλλον και είπαν ότι ήμουν εγώ το αγόρι που το έκανα επειδή είχα ένα σημάδι στο δεξί μάτι».
Στη δίκη η μητέρα του ανέφερε ότι ήταν «αφοσιωμένος, υπάκουος και καλός γιος.
Τελικά οδηγήθηκε σε αναμορφωτήριο όπου θα έμενε μέχρι την ηλικία των 21.
Ωστόσο, είχε καλή διαγωγή και δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε σπίτι του.
Οι φόνοι του Τζέσσι Πομέροϊ
Το πρώτο του θύμα ήταν η εννιάχρονη Κέιτι Κέραν. Όπως είχε πει: «Την ακολούθησα, έβαλα το χέρι μου γύρω από τον λαιμό της, το άλλο μου χέρι πάνω από το στόμα της και με το μαχαίρι της έκοψα τον λαιμό».
Ο δράστης ήταν τυχερός γιατί ένα παιδί ανέφερε ότι την είδε στο δρόμο με έναν μεγάλο άντρα κι έτσι η αστυνομία θεώρησε ότι ήταν θύμα απαγωγής. Ο Πομερόϊ δεν θεωρήθηκε ύποπτος γιατί όλοι ήξεραν ότι προτιμούσε να επιτίθεται σε αγόρια.
Τον επόμενο μήνα σκότωσε ένα 4χρονο αγόρι, το οποίο βρέθηκε από δύο μαθητές με κομμένο τον λαιμό και μαχαιριές σε όλο του κορμί.
Η αστυνομία έφτασε σύντομα στα ίχνη του 14χρονου Πομερόϊ. Όταν πήγαν σπίτι του τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο κρατητήριο, όπου και ανακρίθηκε από έξι αστυνομικούς. Η υπόθεση πήρε μεγάλες διαστάσεις και ο Πομερόϊ έγινε γνωστός ως το «παιδί-δαίμονας». Η οικογένεια του στιγματίστηκε και η μητέρα του μετακόμισε από την περιοχή.
Το μαγαζί που διατηρούσε, πουλήθηκε σε νέο ιδιοκτήτη, ο οποίος βρήκε ένα κοριτσίστικο φόρεμα και έναν σκελετό μέσα σε στάχτες και σκουπίδια.
Η μητέρα της Κέιτι αναγνώρισε το φόρεμα που φορούσε η κόρη της την ημέρα που εξαφανίστηκε και ο Πομερόϊ κατηγορήθηκε και γι΄αυτό τον φόνο.
Η δίκη
Όταν οι αστυνομικοί του ανέφεραν την ανακάλυψη, ο Τζέσε έδειξε απάθεια και αδιαφορία.
Ωστόσο, ύστερα από πιέσεις ομολόγησε τη δολοφονία της κοπέλας. Υπήρξαν φήμες ότι ο αριθμός των θυμάτων ήταν πολύ μεγαλύτερος, ωστόσο οδηγήθηκε σε δίκη για τους φόνους των δύο παιδιών.
Στη δίκη οι γιατροί ανέφεραν ότι δεν είχε συναισθήματα και δεν ένιωθε τύψεις για τις πράξεις του.
Αν και οι περισσότεροι ζήτησαν να του επιβληθεί θανατική ποινή, τελικά καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και σε απομόνωση λόγω της ηλικίας του.
Ήταν ο πιο «διάσημος» κατάδικος της χώρας κι ένας από τους χειρότερους δολοφόνους που έδρασαν στην Αμερική.
Έζησε 41 χρόνια στην απομόνωση. Η μόνη επαφή που είχε ήταν με τη μητέρα του, η οποία τον επισκεπτόταν κάθε μήνα μέχρι τον θάνατό της.
Το 1916 του επετράπη να έρθει σε επαφή με συγκρατούμενούς του.
Κατά τη διάρκεια της κράτησής του διάβασε εκατοντάδες βιβλία και έγραψε την αυτοβιογραφία του.
Πέθανε το 1932 σε ηλικία 72 ετών.
Διαβάστε επίσης:
«Οι συμμαθητές μου με έκαναν να αισθάνομαι ένα τίποτα». Έρικ Σμιθ, ο 13χρονος έφηβος που στραγγάλισε και κακοποίησε ένα 4χρονο παιδί τη δεκαετία του ’90. Ήταν θύμα bullying στο σχολείο του…