«Σκόπευα να σκοτώσω κι άλλους ανήμπορους ανθρώπους, περισσότερους από οποιονδήποτε άλλο δολοφόνο, άνδρα ή γυναίκα».
Θεωρήθηκε μια από τις πιο αιμοδιψείς και μοχθηρές κατά συρροή δολοφόνους, ενώ έμεινε γνωστή στις ΗΠΑ ως η «χαρούμενη Τζέιν» και «άγγελος του θανάτου». Ο λόγος για τη νοσοκόμα Τζέιν Τοππάν, η οποία ομολόγησε ότι είχε σκοτώσει 33 ανθρώπους.
Τα πρώτα χρόνια
Το πραγματικό της όνομα ήταν Ονόρα Κέλλι. Γεννήθηκε το 1857 στη Βοστόνη και οι γονείς της ήταν ιρλανδοί μετανάστες. Η μητέρα της πέθανε πολύ νέα από φυματίωση, αφήνοντας εκείνη και τα αδέρφια της στα χέρια του βάναυσου και αλκοολικού πατέρα της. Οι γείτονες τον αποκαλούσαν «τρελάρα» και «παρανοϊκό». Δεν άντεχε να αντικρίζει τα παιδιά του, με αποτέλεσμα να τα κλείσει σε ορφανοτροφείο. Λίγους μήνες αργότερα, λέγεται ότι έραψε τα μάτια του για να μη βλέπει κανέναν.
Όταν η Κέλλι βγήκε από το ίδρυμα, προσελήφθη από την οικογένεια Τοππάν ως εσωτερική υπηρέτρια και ευεργετήθηκε. Αν και δεν υιοθετήθηκε ποτέ επισήμως, άλλαξε το όνομά της και έγινε γνωστή ως Τζέιν Τοππάν.
Η αρχή της εγκληματικής δράσης
Το 1885 οι Τοππάν τη βοήθησαν να σπουδάσει Νοσηλευτική και να εργαστεί στο νοσοκομείο του Cambridge. Ήταν πολύ ευγενική, ήρεμη και φιλική με τους ασθενείς. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την πραγματικότητα.
Στις εφημερίες έβρισκε τους πιο άρρωστους ασθενείς και πειραματιζόταν χορηγώντας τους ατροπίνη και μορφίνη. Θεωρούσε πως τους έκανε χάρη, αφού έτσι κι αλλιώς το τέλος τους ήταν κοντά. Στη συνέχεια τους έκανε εξετάσεις, ώστε να παρατηρήσει τις αλλαγές στο νευρικό σύστημα. Ξάπλωνε μαζί τους στο κρεβάτι, τους αγκάλιαζε και περίμενε μέχρι να πεθάνουν. Υπήρξαν σενάρια ότι του κακοποιούσε σεξουαλικά αλλά δεν επιβεβαιώθηκαν.
Την επόμενη χρονιά απολύθηκε, όταν πιάστηκε να συνταγογραφεί παράνομα και συνέχισε να εργάζεται ως ιδιωτική νοσοκόμα.
Το 1895, άνευ λόγου και αιτίας, δολοφόνησε τους σπιτονοικοκύρηδές της, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που είχε αναλάβει την φροντίδα τους ενώ το 1899 σκότωσε την κόρη της οικογένειας Τοππάν, Ελίζαμπεθ, την οποία δηλητηρίασε με στρυχνίνη.
Πίστευε πως εκείνη ήταν η αιτία που δεν υιοθετήθηκε από τους Τοππάν.
Το 1901 επέστρεψε στη γενέτειρά της και εξολόθρευσε τα αδέρφια της.
Σύλληψη, ομολογία και καταδίκη
Η αστυνομία άρχισε να την υποψιάζεται, αφού απ’ όπου περνούσε καραδοκούσε ο θάνατος. Διατάχθηκε εκταφή του ηλικιωμένου ζευγαριού, στο οποίο η Τοππάν είχε προσφέρει τις υπηρεσίες της. Ο ιατροδικαστής πραγματοποίησε τοξικολογικές εξετάσεις και προέκυψε πως όντως είχε χορηγηθεί δηλητήριο.
Μετά από έναν χρόνο η Τοππάν συνελήφθη και ομολόγησε πως είχε διαπράξει 33 δολοφονίες. «Σκόπευα να σκοτώσω κι άλλους, ανήμπορους ανθρώπους, περισσότερους από οποιονδήποτε άλλο δολοφόνο, άνδρα ή γυναίκα», φώναζε προκλητικά στους αστυνομικούς, αφήνοντας τους με το στόμα ανοιχτό.
Οδηγήθηκε σε δίκη με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εκ προ μελέτης, αλλά απαλλάχθηκε από αυτές τις κατηγορίες, επειδή όπως αποδείχτηκε έπασχε από σχιζοφρένεια και παράνοια.
Καταδικάστηκε σε ισόβιο εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική.
Την επομένη της δίκης, ο Τύπος της εποχής εξέφρασε αμφιβολίες για την απόφαση, θεωρώντας πως η Τοππάν προσποιήθηκε την σχιζοφρενή στους ενόρκους για να έχει τη την ευκαιρία μια μέρα να αφεθεί ελεύθερη.
Παρέμεινε στην ψυχιατρική μονάδα για το υπόλοιπο της ζωής της.
«Αν είχα παντρευτεί, είχα κάνει οικογένεια και ήμουν ευτυχισμένη, δεν θα είχα σκοτώσει κανέναν», είπε σε συνέντευξή της πολλά χρόνια μετά.
Πέθανε το 1938, σε ηλικία 81 ετών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ο πιο ταλαντούχος κομπιναδόρος της Αμερικής. Έκανε απάτες σε 26 χώρες, έγινε πιλότος, γιατρός και δικηγόρος πριν κλείσει τα 21…