Τα ξημερώματα της 17ης Φεβρουαρίου του 1970 στο Φορτ Μπραγκ της Νότιας Καρολίνας, ο στρατιωτικός γιατρός, Τζέφρι Μακντόναλντ κάλεσε την αστυνομία και ανέφερε τη δολοφονία της οικογένειας του. Λίγη ώρα αργότερα οι αστυνομικοί έφτασαν στο σπίτι και βρήκαν τη γυναίκα του και τις δύο τους κόρες δολοφονημένες μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Η γυναίκα ήταν ανάσκελα και το στήθος της κάλυπτε ένα κομμάτι από ύφασμα πιτζάμας. Το πρόσωπό της ήταν χτυπημένο και καλυμμένο με αίμα.
Η εξάχρονη κόρη του ζευγαριού ήταν επίσης χτυπημένη στο πρόσωπο και έφερε μαχαιριές στον λαιμό της, ενώ η μικρότερη κόρη είχε πολλαπλά χτυπήματα στο στήθος και τη μέση. Κοντά στα πτώματά τους στεκόταν ο Μακντόναλντ, ο οποίος ήταν αναίσθητος και έφερε ελαφριά τραύματα στο κορμί του.
Στο σπίτι βρέθηκαν τα όπλα που χρησιμοποίησε ο δράστης, ένα μαχαίρι, ένας παγοκόφτης και ένα ξύλο, το οποίο προέρχονταν από το κρεβάτι της μεγαλύτερης κόρης και ο δράστης το είχε χρησιμοποιήσει για να ξυλοκοπήσει τα θύματα.
Ο Μακντόνταλντ εισήχθη στο νοσοκομείο και λίγες ημέρες αργότερα οι ερευνητές της υπόθεσης τον ανέκριναν.
Στην κατάθεση του, ανέφερε ότι τέσσερις χίπις εισέβαλαν στο σπίτι και του επιτέθηκαν ενώ κοιμόταν στο σαλόνι. Ανάμεσα στους ήταν μια γυναίκα που φώναζε: «Σκοτώστε τα γουρούνια» και έγραψε στον τοίχο με το αίμα της γυναίκας του «Γουρούνι». Η ιστορία που αφηγήθηκε στους αστυνομικούς θύμιζε τις δολοφονίες του Μάνσον, αλλά δεν τους έπεισε.
Οι αστυνομικοί θεωρούσαν ότι είχε αυτοτραυματιστεί επίτηδες και είχε στήσει τη σκηνή του εγκλήματος για να τους πείσει ότι και εκείνος ήταν θύμα των δραστών. Ωστόσο, δεν υπήρχαν αρκετές αποδείξεις και ο Μακντόναλντ αφέθηκε ελεύθερος. Ξεκίνησε να εργάζεται σε ένα νοσοκομείο της Καλιφόρνια και προχώρησε τη ζωή του.
Αρχικά οι γονείς της γυναίκας του, πίστεψαν ότι είναι αθώος και τον στήριξαν. Ωστόσο έπειτα από λίγους μήνες, και μετά από κάποια τηλεφωνήματα μαζί του, άλλαξαν γνώμη και συνεργάστηκαν με τους αστυνομικούς για να καταδικαστεί. Οι έρευνες της αστυνομίας κράτησαν πολλά χρόνια με τον Μακντόναλντ να μπαινοβγαίνει στη φυλακή.
Χρειάστηκαν να περάσουν πέντε χρόνια μέχρι να τον κατηγορήσουν για τον θάνατο της οικογένειας και να μπει στη φυλακή.
Τότε οι φίλοι του και οι μαθητές του στο νοσοκομείο πλήρωσαν την εγγύηση των 100.000 δολαρίων και αποφυλακίστηκε μέχρι το δικαστήριο το 1979.
Ένα βασικό στοιχείο που βοήθησε τους αστυνομικούς στην έρευνα ήταν η πιτζάμα του Μακντόναλντ, η οποία έφερε 48 ολοστρόγγυλα τρυπήματα, τα οποία ταίριαζαν με τις πληγές στο σώμα τις γυναίκας και έδειχναν ότι το ρούχο ήταν σταθερό όταν τρυπήθηκε.
Ο Μακντόναλντ είχε αναφέρει ότι το ρούχο του τρύπησε, ενώ προσπαθούσε να αποφύγει τα χτυπήματα των δραστών που του επιτέθηκαν όσο βρισκόταν στο σαλόνι. Οι αστυνομικοί έστειλαν για ανάλυση το ρούχο στα εργαστήρια και διαπίστωσαν ότι μπλε ίνες της πιτζάμας βρισκόταν στα δωμάτια και πάνω στα πτώματα των κοριτσιών και της γυναίκας του. Κανένα ίχνος δεν βρέθηκε στο σαλόνι, όπου σύμφωνα με τον ίδιο, του είχαν επιτεθεί οι δράστες.
Το 1979 ξεκίνησε η δίκη του και οι κατήγοροι του παρουσίασαν στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία, ο Μακντόναλντ φέρεται να είχε σκοτώσει την γυναίκα του στο δωμάτιο της μικρής του κόρης και να τη μετέφερε στο δικό τους υπνοδωμάτιο με ένα σεντόνι.
Στη συνέχεια σκότωσε τις κόρες του για να μην υπάρχουν μάρτυρες και έστησε τη σκηνή του εγκλήματος, ώστε να φανεί ότι τους είχαν επιτεθεί χίπις. O Μακντόναλντ δεν παραδέχτηκε ποτέ την ενοχή του, αλλά καταδικάστηκε σε φυλάκιση και μέχρι σήμερα παραμένει στη φυλακή της Νότιας Καρολίνας.
Το προφίλ του δράστη
Ο Μακντόναλντ ήταν αξιωματικός στον αμερικανικό στρατό και η καταδίκη του για τις δολοφονίες απασχόλησε την κοινή γνώμη. Δεν είχε παρουσιάσει ποτέ παραβατικό παρελθόν και είχε μια φυσιολογική ζωή.
Είχε γεννηθεί στην Τζαμάικα τον Οκτώβρη του 1943 και πήγε σχολείο στη Νέα Υόρκη. Στα μαθητικά του χρόνια ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, ήταν πρόεδρος του τμήματος και αρχηγός της ομάδας ποδοσφαίρου.
Όταν τελείωσε το σχολείο ξεκίνησε σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και γνωρίστηκε με την γυναίκα του, Κολέτ Στίβενσον, η οποία λίγους μήνες αργότερα έμεινε έγκυος.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε και μετά τη γέννηση της πρώτης τους κόρης μετακόμισαν στο Σικάγο, όπου ο Μακντόναλντ ξεκίνησε να σπουδάζει Ιατρική. Ύστερα από λίγο καιρό απέκτησαν και τη δεύτερη κόρη τους και όλα έδειχναν ότι ήταν μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Ο Μακντόναλντ ξεκίνησε να εργάζεται ως στρατιωτικός γιατρός και η Κολέτ θα ξεκινούσε σπουδές για να γίνει δασκάλα. Λίγους μήνες πριν από τη δολοφονία, η γυναίκα του έμεινε έγκυος στο τρίτο τους παιδί, το οποίο ήταν αγόρι, αλλά δεν πρόλαβε να γεννήσει καθώς τα ξημερώματα της 17ης Φεβρουαρίου βρέθηκε νεκρή μαζί με τις δύο της κόρες στο σπίτι τους.
Ο Μακντόναλντ συνέχισε να εργάζεται ως γιατρός μέχρι την οριστική καταδίκη του το 1979.
Η ιστορία του ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς να γράψουν βιβλία σχετικά με την υπόθεση του και το τι πραγματικά συνέβη εκείνη τη νύχτα στο σπίτι του. Το πιο γνωστό είναι του Έρολ Μόρις, σκηνοθέτη, συγγραφέα και πρώην ντετέκτιβ, που έγραψε το βιβλίο »A Wilderness of Error» με το οποίο δείχνει πως σχεδόν όλα τα στοιχεία που έχτισαν την υπόθεση εναντίον του ΜακΝτόνλαντ, μοιάζουν αβάσιμα κι αναληθή. Ο Μακντόναλναντ δεν παραδέχτηκε την ενοχή του, αλλά το δικαστήριο δεν πείστηκε ποτέ ότι μεθυσμένοι χίπις επιτέθηκαν στην οικογένεια του.