Τον αποκαλούσαν «Τσαρλς Μάνσον της Αυστραλίας» ή «Mad Dog», δηλαδή οργισμένο σκυλί. Ύστερα από τον τραγικό χαμό του νεογέννητου γιου του, ο Άρτσιμπαλντ ΜακΚάφερτι έχασε την επαφή με την πραγματικότητα και μεταμορφώθηκε σε στυγερό δολοφόνο. Ο σκοπός; Να επαναφέρει το πνεύμα του νεκρού γιου του.
Πάντα σε μπελάδες…
Γεννήθηκε στη Σκωτία. Κάποια χρόνια αργότερα μετανάστευσε με την οικογένεια του στην Αυστραλία. Από μικρή ηλικία ήταν συνεχώς μπλεγμένος και κατέληγε συνήθως στο αστυνομικό τμήμα. Σε ηλικία 12 ετών εισήχθη σε ίδρυμα για νέους με παραβατική συμπεριφορά, όπου παρέμεινε μέχρι τα 18 του.
Συνήθως καταδικαζόταν για κλοπές και φασαρίες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο ίδρυμα, εξομολογήθηκε στην ψυχολόγο που τον παρακολουθούσε ότι σε μικρότερη ηλικία, απολάμβανε να στραγγαλίζει κοτόπουλα, σκύλους και γάτες.
Ο γάμος που πίστευε ότι θα τον σώσει από τον κακό εαυτό του
Το 1972 ο ΜακΚάφερτι παντρεύτηκε την Τζάνις Ρέντινγκτον.
Το ζευγάρι γνωρίστηκε στο ξενοδοχείο που εργαζόταν η κοπέλα, όταν ο Άρτσιμπαλντ πήγε να επισκευάσει τον ηλεκτρολογικό πίνακα.
Η σχέση που ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά τη γνωριμία τους ήταν η κινητήριος δύναμη του διαταραγμένου άντρα, που πίστεψε πως μέσα από αυτήν θα ηρεμούσε και θα άλλαζε σελίδα. Ωστόσο, λίγες μόλις εβδομάδες από τον γάμο τους, η Τζάνις βρήκε τον σύζυγό της με μια άλλη γυναίκα στο κρεβάτι τους.
Το συμβάν τάραξε τόσο πολύ τον ΜακΚάφερτι, που συμπεριφέρθηκε βίαια στη γυναίκα του, με αποτέλεσμα να τον κλείσουν σε ψυχιατρική κλινική.
Όταν πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο, άρχισε να πίνει και να ξυλοκοπεί βάναυσα την Τζάνις.
Ακόμα και κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης της, συνήθιζε να την πνίγει μέχρι λιποθυμίας.
Πολλές φορές, ύστερα από τα άγρια ξεσπάσματα του, μπαινόβγαινε σε ψυχιατρικές κλινικές.
Αυτό που έλεγε στους γιατρούς ήταν ότι είχε κακές σκέψεις στο κεφάλι του.
Παρόλα αυτά, πάντα έπαιρνε εξιτήριο.
Ο θάνατος του γιου του τον οδήγησε στην παράνοια
Το 1973 η σύζυγος του αποκοιμήθηκε την ώρα που θήλαζε τον νεογέννητο γιο της.
Η ανάσα του βρέφους κόπηκε με αποτέλεσμα να πεθάνει από ασφυξία.
Ο ΜακΚάφερτι ήταν συντετριμμένος. Δεν είχε το κουράγιο να παραστεί στην κηδεία του γιου του.
Λίγες μέρες μετά, επισκέφτηκε τον τάφο του. Εκεί τα πράγματα πήραν μια απροσδόκητη τροπή.Ο Άρτσιμπαλντ ισχυρίστηκε ότι είδε την ψυχή του γιου του να βγαίνει από τον τάφο και να του λέει πως για να έρθει πίσω στη ζωή έπρεπε να σκοτώσει 7 ανθρώπους. Από τότε ο ΜακΚάφερτι, είχε πάθει εμμονή με τον αριθμό «7».
Δημιούργησε μια συμμορία από έφηβους, απροσάρμοστους, που ασκούσε επιρροή επάνω τους και τους έπεισε να θυσιαστούν ώστε να έρθει και πάλι στη ζωή ο γιος του.
Είχε αποκοπεί εντελώς από την πραγματικότητα.
Στη συμμορία, εκτός από τα έφηβα αγόρια, υπήρχε και μια 26χρονη γυναίκα. Όλοι μαζί μεθούσαν, έκλεβαν και έκαναν χρήση ναρκωτικών.
Μαχαίρωνε, έπνιγε, πυροβολούσε
Το πρώτο θύμα στο οποίο έβγαλε και όλη τη μανία του ήταν ο Τζορτζ Άνσον.
Στον άτυχο άντρα τα δοκίμασε όλα, αφού ήταν και η πρώτη φορά και ήθελε να διαπιστώσει με ποιον τρόπο απολάμβανε περισσότερο να αποτελειώνει τα θύματα του.
Έτσι, τον Άνσον τον έσυρε σε ένα σκοτεινό δρομάκι, και αφού τον ξυλοκόπησε, τον έπνιξε τον μαχαίρωσε και τον πυροβόλησε.
Λίγη ώρα αργότερα, άλλα δυο μέλη της συμμορίας σκότωσαν εν ψυχρώ άλλους 2 άντρες.
Τα θύματα ήταν ο Ρόναλντ Νιλ Κοξ και ο Ευάγγελος Κόλλιας.
Η διπλή δολοφονία δεν εξιχνιάστηκε από την αρχή και καταγράφηκε ως επίθεση από αγνώστους με την πρόθεση της ληστείας.
Επόμενο θύμα στη λίστα του ήταν η σύζυγος του Τζάνις μαζί με τους γονείς της.
Σκοτώνοντας και αυτούς θα είχε φτάσει αισίως τα 7 άτομα.
Όμως μια βλάβη στο αυτοκίνητο την ώρα που πλησίαζε στο σπίτι, ανάγκασε τον ΜακΚάφερτι να εγκαταλείψει το σχέδιο του εκείνη τη στιγμή.
Την Τζάνις τελικά δεν την σκότωσε ποτέ, γιατί οι αρχές τον συνέλαβαν το 1974.
Αρχικά, καταδικάστηκε για τη δολοφονία τριών ανθρώπων.
Γρήγορα κέρδισε το παρατσούκλι «Τσάρλς Μάνσον της Αυστραλίας».
Κατά τη διάρκεια της ακρόασης στη δίκη, ο ΜακΚάφερτι εξετάστηκε από έξι διαφορετικούς ψυχολόγους. Του διέγνωσαν σχιζοφρενική διαταραχή και αυταπάτη της πραγματικότητας.
Αμέσως μετά την καταδίκη του, εστάλη στις φυλακές του Λονγκ Μπιτς, που εξέτιαν την ποινή τους οι πιο επικίνδυνοι και διαβόητοι εγκληματίες.
Πολλοί από αυτούς, επιχείρησαν μάταια να αποδράσουν. Ωστόσο, η εγκληματική τους συμπεριφορά συνεχίστηκε και πίσω από τα κάγκελα.
Ο ΜακΚάφερτι έμεινε προσηλωμένος στο στόχο του. Έπρεπε να αφαιρέσει 7 ζωές.
Ακόμα και μέσα από τη φυλακή. Όλες του τις σκέψεις τις εκτόνωσε μέσα από στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο με τίτλο «Οι 7 θα πεθάνουν».
Μέσα στη φυλακή, σκότωσε έναν συγκρατούμενο του, τον Έντουαρντ Τζέιμς Λόιντ.
Αν και αρνήθηκε την όποια ανάμειξη στον φόνο, τελικά αποδείχτηκε η ενοχή του, με αποτέλεσμα να παραταθεί η ποινή του κατά 14 χρόνια.
Ο ίδιος διαμαρτυρήθηκε για την επιμήκυνση της ποινής και παράλληλα «κάρφωσε» αυτούς που συμμετείχαν μαζί του στο έγκλημα. Από τότε έγινε ανεπιθύμητος στους συγκρατούμενους του.
Ελεύθερος και δημιουργός παιδικών παιχνιδιών
Προς μεγάλη έκπληξη, στον ΜακΚάφερτι απονεμήθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε το 1997.
Τα τελευταία 25 χρόνια της κάθειρξής του αποτέλεσε υπόδειγμα κρατούμενου, ενώ υποστήριξε ότι είχε αναμορφωθεί πλήρως!
Όταν αφέθηκε ελεύθερος απελάθηκε στη γενέτειρα του, τη Σκωτία.
Δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από τα μέσα ενημέρωσης, ακόμα και όταν άλλαξε όνομα. Ήταν πλέον ο Τζέιμς Λοκ.
Στην πορεία της ζωής του, μετά την αποφυλάκιση του έκανε πολλά επαγγέλματα, όπως ζωγράφος, δημιουργός παιδικών παιχνιδιών και πωλητής σε γυναικείο κατάστημα ρούχων με μεγάλα μεγέθη!
Μια από τις συνεντεύξεις του το 2011