Όταν η Ντόλι Έστεραϊχ γνώρισε τον 17χρονο Ότο Σανχούμπερ τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Ήταν υπάλληλος στο εργοστάσιο ενδυμάτων του συζύγου της. Εκείνος παράτησε τα πάντα και έγινε «σκλάβος» της.
Τον είχε κλείσει, με την θέληση του, στη σοφίτα του σπιτιού, επί τουλάχιστον δέκα χρόνια κρυφά από τον άντρα της. Οι δυο τους έζησαν τον θυελλώδη έρωτά τους, αφήνοντας πίσω έναν νεκρό: τον σύζυγο της Ντόλι, Φρέντ Έστεραϊχ, ο οποίος αποτελούσε εμπόδιο στη σχέση τους.
Οι πρώτες υποψίες
Το παντρεμένο ζευγάρι έδειχνε ευτυχισμένο, όμως η σύζυγος είχε μεγαλώσει με στερήσεις και ήθελε να ζήσει δίχως όρια την ζωή της. Αυτός ήταν ο λόγος που έκανε πλούσιο γάμο.
Με την πρόφαση ότι χαλούσε συνεχώς η ραπτομηχανή της, καλούσε τον νεαρό στο σπίτι της. Τα αισθήματα ήταν έντονα από την πρώτη στιγμή.
Συνδέθηκαν ερωτικά από την δεύτερη, κιόλας, επίσκεψη του Ότο. Συναντιόντουσαν τα πρωινά, όταν ο Φρεντ ήταν στο εργοστάσιο.
Κάποια χρόνια αργότερα, το ζεύγος Έστεραϊχ μετακόμισε στο Λος Άντζελες. Ούτε αυτό στάθηκε εμπόδιο για το παράνομο ζευγάρι.
Η Ντόλι επέμενε να βρουν σπίτι με σοφίτα – δυσεύρετο εκείνη την εποχή. Τελικά, βρήκε το σπίτι των ονείρων της και πριν μετακομίσει εκεί με τον σύζυγό της, έστειλε τον εραστή της με σκοπό να εγκατασταθεί στη σοφίτα.
Ένα στρώμα, ένα μεταλλικό δοχείο ούρησης, μια λάμπα και γραφική ύλη ήταν τα μοναδικά υπάρχοντα του Ότο.
Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν πότε θα ανοίξει η πόρτα για να συνευρεθεί ερωτικά με την Ντόλι. Όταν δεν ήταν μαζί, εκείνος έγραφε.
Είχε προσπαθήσει να πουλήσει κάποια κομμάτια του σε εφημερίδες και έντυπα της εποχής, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.
Δεν είχε χρήματα. Η Ντόλι του έδινε κάποια κέρματα την εβδομάδα, που δεν έφταναν ούτε για ένα μπουκάλι γάλα και μια φρατζόλα ψωμί.
Η γυναίκα είχε σκοπό να κάνει τον εραστή της υποχείριο, για να μην τον χάσει.
Το διάστημα της «συγκατοίκησης» ο Φρεντ Έστεραϊχ παραπονιόταν ότι άκουγε περίεργους θορύβους, ενώ είχε παρατηρήσει ότι συχνά έλειπαν τσιγάρα από την ταμπακιέρα που άφηνε στο σπίτι.
Η Ντόλι, φοβόταν ότι το «μυστικό της σοφίτας», ήταν ένα βήμα πριν από τη μοιραία αποκάλυψη του. Μετέφερε τις σκέψεις της και στον Ότο, ο οποίος έψαχνε τρόπο να απαλλαγεί από την παρουσία του συζύγου. Έτσι κάποια μέρα, πάνω σε έντονο καβγά του ζευγαριού, ο Ότο βγήκε από τη σοφίτα και πυροβόλησε τρεις φορές τον Φρεντ, σκοτώνοντας τον ακαριαία.
Η πρώτη αντίδραση της Ντόλι, ήταν να βγάλει το διαμαντένιο ρολόι από το χέρι του συζύγου της. Ήθελε να κάνει το σκηνικό να θυμίζει ληστεία.
Έπειτα, είπε στον Ότο να την κλειδώσει στη ντουλάπα και να εξαφανίσει τα κλειδιά. Όταν έφτασε η αστυνομία στον τόπο του εγκλήματος, αντίκρισε ένα καλοστημένο σκηνικό.
Όσες υποψίες και αν υπήρχαν για την Ντόλι, εξανεμίστηκαν λόγω του άλλοθι της ντουλάπας.
Ο «άνδρας – νυχτερίδα»
Ο δικηγόρος της οικογένειας, Χέρμαν Σαπίρο, λίγο καιρό μετά την δολοφονία του Έστεραϊχ, ανακάλυψε ότι η γυναίκα του έχει κρυμμένο το διαμαντένιο ρολόι, που υποτίθεται είχε κλαπεί.
Μαζί με αυτό, η αστυνομία ανακάλυψε και δυο όπλα, που είχε κρύψει η Ντόλι σε γειτονικό σπίτι. Φυλακίστηκε, αλλά η μοναδική της έννοια ήταν ο πεινασμένος και φοβισμένος εραστής της, που την περίμενε στη σοφίτα.
Παρακάλεσε τον δικηγόρο της να πάει να του δώσει κάτι να φάει. Όταν τον αντίκρισε και ξεκίνησε να μιλάει μαζί του κατάλαβε ότι ήταν ο πρώτος άνθρωπος πέρα από την ερωμένη του, με τον οποίο μιλούσε τα τελευταία 10 χρόνια. Μέσα από την συζήτηση τον έπεισε να ξεχάσει την ερωμένη του. Τον αποκάλεσε «άνδρα – νυχτερίδα», επειδή ζούσε τόσα χρόνια κλεισμένος στη σοφίτα
Η ζωή της Ντόλι είχε πλέον καταστραφεί. Ο Ότο με τον φόβο ότι θα του απαγγελθούν κατηγορίες για ανθρωποκτονία, άλλαζε πόλη, όνομα και ζωή.
Ήταν για όλους ο φιλήσυχος Γουόλτερ Κλάιν. Παντρεύτηκε και ξεκίνησε από το μηδέν.
Το ότι δεν φυλακίστηκε κανείς για τον φόνο του Φρεντ Έστεραϊχ, ήταν κάτι πρωτοφανές στα δικαστικά χρονικά, για έναν λόγο: Ήταν από τις λίγες φορές που το άλλοθι ήταν τόσο ισχυρό.
Οι δυο εραστές χάθηκαν. Η Ντόλι άλλαξε κατοικία και έζησε με νέο εραστή μέχρι το 1961, που έφυγε από τη ζωή.