Ένα βράδυ το 1907, ο αρχηγός της πυροσβεστικής υπηρεσίας του Σαν Χοσέ, Φρανκ Μπορόντα, πήγε με τη γυναίκα του, Μπέρθα, στο θέατρο. Όταν επέστρεψαν στο σπίτι, όλα φαίνονταν ήρεμα.
Μέχρι που, ξαφνικά, η γυναίκα του του επιτέθηκε, κρατώντας ένα ξυράφι.
Δεν προσπάθησε να τον σκοτώσει, αλλά κινήθηκε κατευθείαν προς τα γεννητικά του όργανα.
Κατάφερε να κόψει το πέος του και ήταν συγκλονιστικά ήρεμη, σε αντίθεση με τον σύζυγό της, που ούρλιαζε.
Επιχείρησε να τον καθησυχάσει, λέγοντάς του πως θα φωνάξει έναν γιατρό, αλλά ο Φρανκ Μπορόντα δεν έμεινε άλλο στο σπίτι.
Έφυγε τρέχοντας και πήγε στον κοντινότερο σταθμό της πυροσβεστικής.
Αιμορραγούσε και ούρλιαζε από τον πόνο και το σοκ.
Άθελά του, είχε δημιουργήσει τον τέλειο αντιπερισπασμό, για να ξεφύγει η γυναίκα του.
Η Μπέρθα Μπορόντα μεταμφιέστηκε σε άντρα, φορώντας τα ρούχα του αδερφού της και απομακρύνθηκε απ’ το σπίτι, με ποδήλατο.
Την αναζητούσαν σε όλη την πόλη για περισσότερο από ένα εικοσιτετράωρο.
Την εντόπισαν, λίγο πριν βγει εκτός της πόλης και τη μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα, για ανάκριση.
Η Μπορόντα παραδέχτηκε ότι «τραυμάτισε τον σύζυγό της στο σκοτάδι», γιατί όπως εξήγησε, «είχαν μαλώσει άσχημα».
Ο σύζυγός της σκόπευε να την εγκαταλείψει και να φύγει για το Μεξικό, ισχυρίστηκε η Μπορόντα και γι’ αυτό αποφάσισε να τον εκδικηθεί. Η ιστορία του συζύγου της όμως, διέφερε σημαντικά, όταν ήρθε η ώρα να την διηγηθεί στο δικαστήριο.
Ο Μπορόντα δήλωσε πως δεν είχε υπάρξει κανένας καβγάς πριν την επίθεση της γυναίκας του και ποτέ δεν σκόπευε να την εγκαταλείψει.
Απλώς είχε χρειαστεί να λείψει για δύο μέρες, για ένα επαγγελματικό ταξίδι στο Σαν Φρανσίσκο.
Όταν ήρθε η ώρα να καταθέσει η γυναίκα του, η απάντησή της ήταν πολύ πιο λιτή απ’ ότι στην αρχική ομολογία της.
Είπε ότι δεν θυμόταν τίποτα από εκείνο το βράδυ. Είχαν «διαγραφεί» τα πάντα απ’ τη μνήμη της.
Θυμόταν όμως πού είχε βρει τα αντρικά ρούχα. Ήταν του αδερφού της και τα φορούσε συχνά, όταν κατασκόπευε τον σύζυγό της κατά τις νυχτερινές εξόδους του.
Αργότερα, οι μάρτυρες δυσχέραναν κι άλλο τη θέση της Μπέρθα Μπορόντα.
Αρχικά, μίλησε ο αστυνομικός που την ανέκρινε μετά τη σύλληψή της και είπε πως τότε, η κατηγορούμενη θυμόταν με ακρίβεια τα γεγονότα.
Είχε μάλιστα σχολιάσει ότι σκόπευε να φύγει τελείως απ’ τη χώρα, για να γλιτώσει τη φυλακή. Στη συνέχεια, κατέθεσε και ο ανιψιός του συζύγου της, ο οποίος θυμόταν πως μία μέρα πριν από την επίθεση, είχε δει την Μπέρθα και του είχε πει: «Θα εκδικηθώ τον Φρανκ Μπορόντα πριν τελειώσει ο μήνας».
Έτσι κι έκανε.
Οι δώδεκα ένορκοι, που ήταν αποκλειστικά άντρες, χρειάστηκαν λιγότερο από δύο ώρες για να καταλήξουν σε απόφαση.
Η Μπορόντα κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης.