Οι Δευτέρες είναι πάντα δύσκολες μέρες για όλους. Αλλά ακόμα περισσότερο για την Μπρέντα Σπένσερ.
Γι’ αυτό, ένα κρύο πρωινό Δευτέρας στις 29 Ιανουαρίου του 1979, η 16χρονη Μπρέντα ζήτησε απ’ τον πατέρα της να μην πάει σχολείο.
Όταν ο πατέρας της έφυγε για τη δουλειά, εκείνη βγήκε στο μπαλκόνι μαζί με το τουφέκι που της είχε κάνει δώρο τα Χριστούγεννα.
Η Μπρέντα είχε ζητήσει ένα ραδιόφωνο, αλλά τελικά ο Άγιος Βασίλης της έφερε ένα ελαφρύ, 22αρι τουφέκι, ειδικό για μικρόσωμους σκοπευτές.
Η έφηβη ήταν πολύ καλή στη σκοποβολή. Έμαθε να χειρίζεται τα όπλα απ’ τον πατέρα της.
Απέναντι από το σπίτι της, σε απόσταση περίπου 50 μέτρων, ήταν το δημοτικό σχολείο της περιοχής.
Στις 8.15, ο διευθυντής του σχολείου, Μπέρτον Ραγκ, ξεκλείδωσε την κεντρική πόρτα και οι μαθητές άρχισαν να καταφθάνουν.
Η Μπρέντα στόχευσε και πάτησε τη σκανδάλη.
Πρώτη τραυματίστηκε η 10χρονη Μόνικα Σέλβιγκ και ακολούθησαν άλλα επτά παιδιά.
Ο διευθυντής έτρεξε να βοηθήσει τους μαθητές, αλλά τον βρήκαν οι σφαίρες της Σπένσερ και έπεσε νεκρός.
Το ίδιο έγινε και με τον σχολικό φύλακα, Μάικ Σούκαρ.
Ο αστυνομικός Ρόμπερτ Ρομπ που έφτασε πρώτος στο σημείο, τραυματίστηκε πολύ σοβαρά στο λαιμό και η σφαίρα σφηνώθηκε στη σπονδυλική του στήλη.
Επέζησε, αλλά κόντεψε να μείνει παράλυτος.
Μέσα σε λίγες ώρες, το δημοτικό σχολείο και το σπίτι της Σπένσερ είχε περικυκλωθεί από αστυνομικούς.
Η 16χρονη κλειδώθηκε στο σπίτι της.
Σε τηλεφωνική ομιλία με ένα δημοσιογράφο, όταν ρωτήθηκε γιατί πυροβόλησε τα παιδιά, απάντησε: “Δεν μου αρέσουν οι Δευτέρες. Ζωντάνεψε λίγο η μέρα”.
Τελικά, στις 3.30 το μεσημέρι, βγήκε από το σπίτι, άφησε το όπλο στην άσφαλτο και παραδόθηκε. Ατάραχη και ανέκφραστη.
Δήλωσε ένοχη και καταδικάστηκε σε ισόβια. Επειδή δεν δικάστηκε, κανείς δεν έμαθε τον πραγματικό λόγο που άνοιξε πυρ εναντίον του δημοτικού σχολείου.
Απ’ την ιστορία εμπνεύστηκε ο Μπομπ Γκέλντοφ των Boomtown Rats το τραγούδι “I Don’t Like Mondays”. Κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του ’79 και έγινε τεράστια επιτυχία.
Σύμφωνα με τον Γκέλντοφ, η Σπένσερ του έστειλε γράμμα απ’ τη φυλακή και τον ευχαριστούσε που την έκανε διάσημη.
Η σεξουαλική κακοποίηση και τα ναρκωτικά
To 1993 η Σπένσερ έκανε αίτηση για αποφυλάκιση υπό όρους. Όταν εξετάστηκε η υπόθεσή της, δήλωσε ότι δεν θυμόταν ξεκάθαρα την επίθεση, γιατί βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ, μαριχουάνας και αντικαταθλιπτικών φαρμάκων.
Έβλεπε παραισθήσεις και νόμιζε ότι πυροβολούσε εναντίον ξένων κομάντο.
Το 2001 αποκάλυψε για πρώτη φορά ότι ο πατέρας της την κακοποιούσε σεξουαλικά.
Οι γονείς της είχαν χωρίσει το 1972 και η Μπρέντα έμενε με τον πατέρα της, Γουάλας, με το οποίο κοιμόντουσαν στο ίδιο κρεβάτι.
Οι ισχυρισμοί της αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία από τους δικηγόρους, καθώς το ανέφερε πρώτη φορά πολλά χρόνια μετά το συμβάν.
Ο πατέρας της αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, αλλά οι πράξεις του ήταν ύποπτες.
Ένα χρόνο μετά την κάθειρξη της κόρης του, παντρεύτηκε τη συγκρατούμενής του που είχε μόλις αποφυλακιστεί.
Το όνομά της ήταν Σίλα, ήταν μικρότερη από την Μπρέντα και τον παντρεύτηκε, αφού έμεινε έγκυος με το παιδί του.
Όσοι την έβλεπαν, σχολίαζαν ότι έμοιαζε συγκλονιστικά με την Μπρέντα.
Η Σίλα εγκατέλειψε τον Γουάλας και την κόρη της μετά από λίγα χρόνια γάμου.
Το 2009 δήλωσε ότι άνοιξε πυρ εναντίον του δημοτικού, γιατί ήθελε να αυτοκτονήσει.
Πίστευε ότι αν πυροβολούσε τους αστυνομικούς θα τη σκότωναν.
Εμφανίστηκε εμφανώς μετανοημένη και ένιωθε έτοιμη να φτιάξει τη ζωή της απ’ την αρχή.
Η αίτησή της απορρίφθηκε και η υπόθεση θα επανεξεταστεί μετά από 10 χρόνια.