Στη Βικτωριανή Αγγλία, η φρίκη και οι φόνοι είχαν μεγάλη απήχηση. Ο κόσμος λάτρευε να διαβάζει υπερφυσικές ιστορίες τρόμου στα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και πραγματικές ιστορίες φόνων στις εφημερίδες. Το ενδιαφέρον των Βρετανών για τις μακάβριες ειδήσεις ήταν τόσο μεγάλο που κυκλοφορούσαν δωρεάν φυλλάδια στους δρόμους για να ενημερώσουν όποιον δεν είχε αγοράσει εφημερίδα για τον τελευταίο φρικιαστικό φόνο.
Οι δράστες γίνονταν διάσημοι μέσα σε μια μέρα. Γράφονταν τραγούδια για αυτούς και οι ειδήσεις γύρω από τη δράση τους δημιουργούσαν ολόκληρο μύθο γύρω από το όνομά τους.
Ήταν τέτοια η προσπάθεια για να ωραιοποιηθούν οι δράστες ώστε κοντοί, χοντροί και άσχημοι, «μεταμορφώνονταν» σε ψηλούς, γεροδεμένους και γοητευτικούς άντρες.
Ο κόσμος ζούσε την ιστορία τους με ανάμικτα αισθήματα τρόμου, αλλά και θαυμασμού.
Η παράδοξη αυτή κατάσταση δημιούργησε μια νοσηρή μόδα που απαιτούσε ακόμα και τη δημιουργία αναμνηστικών μετά από κάθε δολοφονία.
Ο κόσμος έφτιαχνε και πουλούσε κεραμικά αγαλματίδια που απεικόνιζαν σκηνές φόνων ή τους ίδιους τους δολοφόνους.
Έχουν σωθεί τουλάχιστον τέσσερα τέτοια αγαλματίδια τα οποία είχαν κατασκευαστεί στις αρχές του 19ου αιώνα.
Ο φόνος στην κόκκινη αποθήκη
Ένα έγκλημα που συγκλόνισε την Αγγλία συνέβη το 1827.
Μία νεαρή γυναίκα, η Μαρία Μάρτεν, δολοφονήθηκε από τον αρραβωνιαστικό της, Γουίλιαμ Κόρντερ, ο οποίος την έθαψε κάτω από την «Κόκκινη Σιταποθήκη», ένα γνωστό σημείο στο Σάφολκ.
Για πολύ καιρό έλεγε στην οικογένειά της ότι η Μαρία είχε γίνει γυναίκα του και έμεναν μαζί στο Ίπσγουιτς, μακριά από εκείνους.
Οι υποψίες της οικογένειάς της κινήθηκαν όταν η μητριά της είδε όνειρο ότι η Μαρία ήταν νεκρή και θαμμένη κάτω από την «Κόκκινη Σιταποθήκη».
Έψαξαν και βρήκαν το πτώμα της. Η αστυνομία εντόπισε τον Κόρντερ στο Λονδίνο, όπου είχε παντρευτεί και ζούσε με την οικογένειά του.
Εκτελέστηκε δι’ απαγχονισμού το 1828 και 7 χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία για να τον δουν.
Τα αγαλματίδια που δημιουργήθηκαν προς «τιμήν» του φόνου πουλήθηκαν σε δημοπρασία το 2010 έναντι 17.937 δολαρίων.
Ο γιατρός δηλητήριο
Ο Τσαρλς Ντίκενς τον αποκάλεσε «τον πιο κακό άνθρωπο που στάθηκε ποτέ ενώπιον του δικαστηρίου».
Ήταν ο Γουίλιαμ Πάλμερ, ο γιατρός που είχε δηλητηριάσει την οικογένειά του για να πάρει τα χρήματα της ασφάλισης.
Υπήρχαν υποψίες ότι είχε δηλητηριάσει και πολλούς ασθενείς του, συγκεκριμένα, τέσσερα παιδιά που είχαν πάθει κρίση πριν να κλείσουν χρόνο.
Τα χρήματα που πήρε σκοτώνοντας τη μητέρα του, τον αδερφό του, τη σύζυγό του και τον καλύτερό του φίλο, τα ξόδεψε στα χαρτιά και τον ιππόδρομο.
Εκτελέστηκε τον Ιούνιο του 1856 μπροστά σε πλήθος που ξεπερνούσε τους 30 χιλιάδες.
Το σατανικό αντρόγυνο
Το 1849 ο Φρέντερικ και η σύζυγός του, Μαρία Μάνινγκ, σκότωσαν τον εραστή της, τοκογλύφο, Πάτρικ Ο’Κόνορ.
Η σχέση της με τον πλούσιο Ο’Κόνορ είχε ξεκινήσει πριν παντρευτεί και συνεχίστηκε μετά τον γάμο της.
Δύο χρόνια αργότερα, κανόνισε με τον σύζυγό της να τον σκοτώσουν και να κλέψουν τα χρήματά του και τις μετοχές που είχε στους σιδηροδρόμους.
Στο τέλος και οι δύο σκόπευαν να προδώσουν ο ένας τον άλλον.
Η Μαρία έφυγε χωρίς να πει τίποτα στον Φρέντερικ, παίρνοντας μαζί της τα χρήματα του Ο’Κόνορ.
Ο Φρέντερικ σχεδίαζε να κάνει ακριβώς το ίδιο, αλλά δεν πρόλαβε.
Συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν τον Νοέμβριο του 1849.
Ήταν το πρώτο αντρόγυνο που απαγχονίστηκαν ταυτόχρονα από το 1700.
Ο αγρότης εκδικητής
Ο Ισαάκ Τζέρμι και ο συνονόματος γιος του δολοφονήθηκαν το 1848 από τον Τζέιμς Ρας, έναν αγρότη που νοίκιαζε μία από τις φάρμες τους.
Ο Ρας δεν είχε να πληρώσει το ενοίκιο και σχεδίαζε να σκοτώσει όλη την οκογένεια Τζέρμι, ακόμα και την έγκυο γυναίκα του γιου.
Σκόπευε να μεταμφιεστεί πριν από τον φόνο, έτσι ώστε οι υποψίες να έπεφταν στους άντρες που πίεζαν τους Τζέρμι να πουλήσουν τη γη τους.
Το σχέδιο του απέτυχε και ο Ρας απαγχονίστηκε το 1849.
Η ιστορία του δεν ενέπνευσε μόνο κεραμικά φιγουρίνια, αλλά ολόκληρο βιβλία, το οποίο έγραψε ο Τζόσεφ Σίρινγκ.