Ο «Σημαδεμένος» Αλ Καπόνε
Το 1917 ο 18χρονος Αλ Καπόνε δούλευε στο νυχτερινό κέντρο του μαφιόζου Φράνκι Γέιλ.
Μία νύχτα, επισκέφθηκε το μαγαζί ένας μικροεγκληματίας της τοπικής μαφίας, ο Φρανκ Γκαλούτσιο, που συνόδευε την όμορφη αδερφή του.
Ο Καπόνε, γυναικάς από μικρός, πλησίασε την εξαιρετικά καλλίγραμμη αδερφή του Γκαλούτσιο και με πολύ δυνατή φωνή, έκανε ένα κομπλιμέντο για τα οπίσθιά της.
Ο Γκαλούτσι, με το που άκουσε το σεξιστικό σχόλιο, έβγαλε μαχαίρι. Ο Καπόνε ζήτησε συγγνώμη, αλλά ο θιγμένος αδελφός του έκανε τρεις ανεξίτηλες χαρακιές στο πρόσωπο.
Σημάδευε στον λαιμό, είπαν πολλοί, αλλά ο Γκαλούτσιο πρέπει να ήταν λίγο μεθυσμένος εκείνο το βράδυ και το χέρι του ήταν ασταθές.
Ο Καπόνε τη γλίτωσε. Τον πήγαν αμέσως στο νοσοκομείο, όπου χρειάστηκε 30 ράμματα.
Τα σημάδια τον συντρόφευσαν σε όλη του τη ζωή.
Εξαιτίας τους, πήρε το παρατσούκλι ο «Σημαδεμένος», που ο ίδιος απεχθανόταν.
Στις φωτογραφίες έδειχνε πάντα τη δεξιά πλευρά του προσώπου του, για να κρύβει τα σημάδια.
Όποτε χρειαζόταν να αναφερθεί στα σημάδια, έλεγε ότι τραυματίστηκε σε μια μάχη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όταν ήταν στην εγκληματική του ακμή, ο Τύπος είχε χρησιμοποιήσει τα σημάδια για να δείξει πόσο σκληρός και άγριος ήταν ο Καπόνε.
Όμως, ο Καπόνε, που ήταν πάντα καλοντυμένος και πρόσεχε πολύ την εμφάνισή του, δεΝ χάρηκε καθόλου και σύντομα, αν και όλοι ήξεραν ποιος είναι ο σημαδεμένος, κανείς δεν τολμούσε να τον αποκαλέσει έτσι μπροστά του.
Ο Αλφόνσο Γκάμπριελ Καπόνε γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1899 στη Νέα Υόρκη. Οι γονείς του ήταν μετανάστες από την Ιταλία και είχαν 9 παιδιά.
Κανείς δεν περίμενε τα παιδιά αυτής της οικογένειας να γίνουν εγκληματίες. Τα 9 αδέρφια έζησαν μία απολύτως φυσιολογική παιδική ηλικία. O Ναπολιτάνος πατέρας του ήταν κουρέας, που μετακόμισε στο Μπρούκλιν. Ζούσαν δύσκολα, αλλά τίμια.
Παρ’ όλα αυτά, ο Αλ που ακολούθησε εγκληματική δράση, παρέσυρε και άλλους δύο αδερφούς του, τον Ραλφ και τον Φρανκ, που τον βοήθησαν να χτίσει τη δική του αυτοκρατορία του εγκλήματος.
Ο Φρανκ πέθανε την 1η Απριλίου του 1924, στα χέρια της αστυνομίας. Ο Αλ, την ημέρα της κηδείας του ήταν απαρηγόρητος και διέταξε να μη λειτουργήσει εκείνο το βράδυ κανένα από τα μαγαζιά που διεύθυνε στο Σικάγο, ως ένδειξη πένθους.
Την ημέρα που πέθανε ο αδερφός του, ο Αλ Καπόνε απέκτησε τον έλεγχο των προαστίων του Σικάγο. Το «πιόνι» του Καπόνε είχε μόλις εκλεγεί Δήμαρχος του προαστίου Σίσερο, μετά από τις πιο διεφθαρμένες εκλογές στην ιστορία της πόλης.
Τον επόμενο χρόνο, η κυριαρχία του «Σημαδεμένου» στον υπόκοσμο του Σικάγο ήταν αδιαμφισβήτητη. Ο μέντορας και συνεργάτης του, Τζόνι Τόριο, αποσύρθηκε και παρέδωσε τα «ηνία» στον, 26χρονο τότε, Αλ Καπόνε.
Ο θρυλικός γκάνγκστερ, που βασίλευε στο Σικάγο τη δεκαετία του ‘20, ήταν γνωστός και ως ο «Μοντέρνος Ρομπέν των Δασών», γιατί έδινε μεγάλο μέρος της περιουσίας του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Όσο τον φοβόντουσαν, άλλο τόσο τον λάτρευαν. Αν και λειτουργούσε εκτός νόμου, ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή άτομα στο Σικάγο.
Το χαρακτηριστικό του ντύσιμο, το ριγέ κοστούμι με το καπέλο τοποθετημένο στραβά στο κεφάλι, έγινε σήμα κατατεθέν των γκάνγκστερ στις ταινίες του Χόλιγουντ, αν και στην πραγματικότητα δεν φόραγαν όλοι οι κακοποιοί με αυτό τον τρόπο το καπέλο τους.
Η Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου
Ο μεγαλύτερος κακοποιός της εποχής του φρόντιζε ιδιαίτερα να είναι δημοφιλής, αλλά έχασε την υποστήριξη του κοινού μετά τη «Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου». Ήταν το επεισόδιο που στιγμάτισε την καριέρα του και ξεκαθάρισε σε όλους ότι επρόκειτο για έναν αδίστακτο εγκληματία κι όχι ένα «άτακτο» επιχειρηματία.
Το πιο αιματηρό επεισόδιο της καριέρας του, συνέβη στις 14 Φεβρουαρίου του 1929.
Οι ατελείωτες διαμάχες των συμμοριών του Σικάγο είχαν φτάσει στο απροχώρητο και ο Καπόνε πήρε την κατάσταση στα χέρια του.
Με διαταγή του, εκτελέστηκαν εν ψυχρώ επτά μέλη απ’ τη συμμορία του Μπαγκς Μόραν. Οι εκτελεστές είχαν μεταμφιεστεί σε αστυνομικούς και προσποιήθηκαν ότι έκαναν έφοδο στην αποθήκη που ήταν μαζεμένη η συμμορία.
Τους είπαν να σταθούν απέναντι από τον τοίχο και τους «γάζωσαν» με τα πολυβόλα.
Νόμιζαν ότι ανάμεσα τους ήταν κι ο ίδιος ο αρχηγός της συμμορίας, ο Μπαγκς Μόραν, αλλά τελικά δεν ήταν.
Οι φωτογραφίες δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες και η πρωτοφανής αγριότητα της εκτέλεσης σόκαρε το κοινό.
Κανείς δεν κατηγορήθηκε για την επίθεση και το όνομα του Καπόνε δεν συνδέθηκε ποτέ με την υπόθεση, αν και όλοι ήξεραν ότι εκείνος είχε δώσει τη διαταγή. Μετά από ένα τέτοιο φονικό όμως, κανείς δεν τολμούσε να πάει κόντρα στον μεγάλο γκάνγκστερ.
Η σύλληψη
Ο Καπόνε είχε βρεθεί πολλές φορές κατηγορούμενος, αλλά ξαφνικά «κοβόταν η μιλιά» σε όσους μάρτυρες επρόκειτο να καταθέσουν.
Κατάφεραν να τον «πιάσουν» το 1931.
Ο μεγαλύτερος γκάνγκστερ της δεκαετίας μπήκε στη φυλακή, όχι για τις αμέτρητες δολοφονίες, την παράνομη εισαγωγή αλκοόλ και την πορνεία, αλλά για φοροδιαφυγή. Καταδικάστηκε σε 11 χρόνια φυλάκισης.
Το 1934 μεταφέρθηκε στη θρυλική φυλακή «Αλκατράζ», όπου έμεινε μέχρι την αποφυλάκισή του τον Νοέμβριο του 1939.
Η υγεία του Καπόνε είχε καταρρεύσει. Είχε κολλήσει σύφιλη από μια παλιά φιλενάδα του και η ασθένεια βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο.
Αποσύρθηκε στο εξοχικό του στη Φλόριντα, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Πέθανε στις 25 Ιανουαρίου του 1947, χωρίς να επιστρέψει ποτέ στην παλιά του ταραχώδη ζωή.
Στην κηδεία του παρευρέθηκαν πάρα πολλοί συνεργάτες και φίλοι του.
Ο Καπόνε, αν και εγκληματίας όλη του τη ζωή, είχε την υποστήριξη της οικογένειας και των φίλων του μέχρι το τέλος.
Αν και ψάξαμε αρκετά, δεν μάθαμε αν τελικά την εποχή που έγινε παντοδύναμος, εκδικήθηκε αυτόν που τον σημάδεψε, τον Φρανκ Γκαλούτσιο.