Καλοκαίρι του 1977. Σε μια ήσυχη γειτονιά της Νίκαιας ακούγονται φωνές. Ένα ζευγάρι έχει βγει στο δρόμο και φωνάζει πως το μωρό τους έπαθε αναρρόφηση.
Έντρομοι οι γείτονες τους λένε να πάνε αμέσως στην πλησιέστερη κλινική. Το ζευγάρι παίρνει το μόλις 10 ημερών βρέφος και το πηγαίνει στο νοσοκομείο όπου οι γιατροί διαπιστώνουν το θάνατό του και τους υποδεικνύουν να το πάνε για νεκροτομή.
Οι γονείς παίρνουν το μωρό αλλά δεν το πάνε ποτέ στο νεκροτομείο. Το μεταφέρουν στην Μαγούλα όπου το θάβουν.
Δύο χρόνια αργότερα αποκαλύπτεται η φρικτή αλήθεια. Το μωρό δεν έπαθε αναρρόφηση. Το σκότωσαν οι γονείς του, επειδή θεωρούσαν ότι αποτελούσε εμπόδιο στην διασκέδασή τους.
Η 25χρονη μητέρα ήταν εκείνη που ομολόγησε το έγκλημα στην Χωροφυλακή. Μόνο που κατέδωσε ως δράστη τον σύζυγό της. Όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, ήθελε να τον εκδικηθεί επειδή την έπιασε επ’ αυτοφώρω στο σπίτι φίλου της στη Σαλαμίνα.
Ο 28χρονος οικοδόμος παραδέχθηκε την ενοχή του. Και αποκάλυψε με τη σειρά του, τον πραγματικό ρόλο της συζύγου του.
Η δίκη άρχισε λίγους μήνες αργότερα. Η νεαρή γυναίκα έκλαιγε και δήλωνε αθώα. Προσπαθούσε να ρίξει τις ευθύνες στον άντρα της.
Εμφανίστηκε ως θύμα του. Έλεγε πως της γνώρισε τον κόσμο των ναρκωτικών και ότι «την έβγαλε στο κλαρί».
Ο 28χρονος έπεισε το δικαστήριο ότι η βρεφοκτονία διεπράχθη από τον ίδιο αλλά την αποφάσισε η σύντροφός του. «Φταίμε και οι δύο, γι’ αυτό πρέπει να πληρώσουμε και οι δύο», έλεγε.
Όπως αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης οι γονείς, που είχαν άλλο ένα παιδί τριών ετών, έπνιξαν το νεογέννητο κοριτσάκι τους επειδή τους εμπόδιζε στη διασκέδαση και γενικά στον τρόπο ζωής τους.
Ο πατέρας προσπάθησε αρχικά να πνίξει το μωρό με πάνα, αλλά καθώς εκείνο ούρλιαζε, εγκατέλειψε την προσπάθεια και επινόησε άλλη μέθοδο.
Έβαλε νερό σε λεκάνη και βούτηξε το μικρό κεφαλάκι του βρέφους. Σε λίγα δευτερόλεπτα το μωρό ήταν νεκρό. Μετά σκηνοθέτησαν την «αναρρόφηση».
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1980 το ζευγάρι καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη από το Κακουργιοδικείο Πειραιά.