Ο «Ξανθούλης» είναι ένας κυνηγός επικηρυγμένων που προσπαθεί να κερδίσει λίγα χρήματα. Ο «Αγγελομάτης» είναι ένας μισθοφόρος που θα κάνει τα πάντα για να πληρωθεί. Ο Τούκο είναι ένας καταζητούμενος που κρύβεται από τις αρχές.
Ο «Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος» ήταν η τρίτη κατά σειρά ταινία της «Τριλογίας των Δολαρίων» του Σέρτζιο Λεόνε, μετά τα εξίσου επικά φιλμ, «Για μια Χούφτα Δολάρια» και «Μονομαχία στο Ελ Πάσο».
Η σκηνή με την τριπλή αντιπαράθεση των ανδρών αποτελεί μία από τις καλύτερες στιγμές του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Ολόκληρη η σκηνή ήταν αποτέλεσμα σύνδεσης αποσπασματικών πλάνων του Καλού, του Κακού και του Άσχημου.
Η κάμερα αρχικά δείχνει το πρόσωπό τους, στη συνέχεια την κίνηση των χεριών τους και τα πιστόλια και κορυφώνεται όταν στην οθόνη φαίνονται μόνο τα αποφασισμένα βλέμματα των τριών.
Η συχνότητα που άλλαζαν μεταξύ τους τα πλάνα ήταν ίδια με τη ταχύτητα της μουσικής, έως την τελική έκβαση.
Χωρίς διαλόγους, μία από τις τελευταίες σκηνές του έργου χάρισε στους θεατές αγωνία και αδρεναλίνη, χάρη στην τρομερή μουσική του Έννιο Μορικόνε και στην ιδιοφυΐα του Σέρτζιο Λεόνε.
Ο Ίστγουντ δεν ήθελε να συμμετέχει στην ταινία
Ο Κλιντ Ίστγουντ ήταν αρχικά διστακτικός να γυρίσει και μια τρίτη ταινία όπου θα ενσάρκωνε έναν γεμάτο αυτοπεποίθηση πιστολέρο.
Ο Λεόνε χρειάστηκε να συζητήσει μαζί του αμέτρητες ώρες για να τον πείσει.
Ο ηθοποιός συμφώνησε, με τον μισθό του να αγγίζει τα 250.000 δολάρια, με 10% προκαταβολή και μία … φεράρι!
Παρόλα αυτά, παρέμεινε δυσαρεστημένος, όταν διάβασε το σενάριο και ανακάλυψε ότι δεν θα είναι ο πρωταγωνιστής.
Μαζί του, θα έπαιζαν άλλοι δύο βασικοί ηθοποιοί, ο Ιλάϊ Γουάλας και ο Λι Βαν Κλιφ.
«Στην πρώτη ταινία ήμουν μόνος μου. Στη δεύτερη ήμασταν δύο και τώρα τρεις. Αν συνεχιστεί έτσι αυτή η κατάσταση, την επόμενη φορά θα πρωταγωνιστώ μαζί με ολόκληρο το αμερικανικό ιππικό», ανέφερε ενοχλημένος στον Λεόνε.
Βέβαια, υπήρχε και μια δόση αλήθειας. Αν και το «μεγάλο όνομα» ήταν ο Ίστγουντ, την παράσταση «έκλεψε» ο Γουάλας.
Ο Τούκο ήταν αυτός που εμφανιζόταν την περισσότερη ώρα στην ταινία, ενώ και ο ίδιος ο χαρακτήρας του φαινόταν πιο ολοκληρωμένος από τους άλλους δύο.
Ίσως σε αυτό να συνέβαλε το γεγονός ότι μόνο ο Γουάλας μπορούσε να συνεννοηθεί με τον σκηνοθέτη χωρίς διερμηνέα. Γνώριζαν και οι δύο Γαλλικά, παράλληλα με τη μητρική τους γλώσσα, σε αντίθεση με τον Ίστγουντ και τον Βαν Κλιφ που δεν ήξεραν ούτε Ιταλικά ούτε Γαλλικά.
Τα επικίνδυνα γυρίσματα
Ο Ίστγουντ, που είχε πρωταγωνιστήσει στις δύο προηγούμενες ταινίες, προειδοποίησε το νέο μέλος, τον Γουάλας για την έλλειψη ασφάλειας κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
Πράγματι, ο Κλιντ Ίστγουντ κόντεψε να αποκεφαλιστεί όταν κατά τη διάρκεια της σκηνής που ανατινάζεται η γέφυρα, όταν κομμάτια της εκτοξεύτηκαν και πέρασαν ξυστά από το κεφάλι του ηθοποιού.
Ο Γουάλας ήταν πιο άτυχος, καθώς κόντεψε να πεθάνει τρεις φορές.
Πήγε να «χάσει» δύο φορές το κεφάλι κατά τη διάρκεια της σκηνής, όπου ο Τούκο προσπαθεί να σπάσει τις αλυσίδες του αφήνοντας να περάσει από πάνω του ένα τρένο.
Το προσωπικό, για τις ανάγκες μιας σκηνής στην ταινία χρησιμοποίησε οξύ, κάτι βέβαια που όλοι οι ηθοποιοί γνώριζαν.
Αυτό που δεν ήξερε ο Γουάλας ήταν ότι φύλασσαν το υγρό σε ένα γυάλινο μπουκάλι, από το οποίο ο ηθοποιός έπινε το αγαπημένο του αναψυκτικό.
Ευτυχώς το κατάλαβε γρήγορα και έφτυσε το υγρό προτού το καταπιεί.
«Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος» προβλήθηκε το 1966 στην Ιταλία και ένα χρόνο αργότερα στις ΗΠΑ.
Η ταινία ήταν μια τεράστια εμπορική επιτυχία. Απέφερε συνολικά κέρδη άνω των 25 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ είχε κοστίσει μόλις 1,2 εκατομμύρια.
Αποτελεί όμως και μια από τις καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, άλλα και ειδικότερα των σπαγγέτι γουέστερν, χωρίς ωστόσο να έχει κερδίσει καμία σημαντική διάκριση.
Η επική τελευταία σκηνή
Με πρωταγωνιστές τους Κλιντ Ίστγουντ, Λι Βαν Κλιφ και Ίλαϊ Γουάλας, η υπόθεση του έργου περιστρεφόταν γύρω από την προσπάθεια των τριών ανδρών να αποκτήσουν ένα σεντούκι γεμάτο χρυσό κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου.
Έπειτα από αρκετά περιστατικά και δολοπλοκίες, ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος, βρίσκονται στη μέση του νεκροταφείου του «Θλιμμένου Λόφου», στο σημείο όπου είναι θαμμένο και το χρυσάφι.
Προηγουμένως, ο «Ξανθούλης» και ο Τούκο είχαν συνεργαστεί για να βρουν το σεντούκι, καθώς ο πρώτος ήξερε το όνομα του τάφου, όπου ήταν θαμμένο και ο δεύτερος ήξερε το όνομα του κοιμητηρίου.
Το όνομα του νεκροταφείου ήξερε και ο «Αγγελομάτης» που εμφανίζεται λίγο αργότερα.
Και οι τρεις θέλουν τον χρυσό. Και οι τρεις είναι έτοιμοι να σκοτώσουν για να πάρουν αυτό που θέλουν.
Κοιτάζουν ο ένας τον άλλον στο κέντρο του νεκροταφείου και υπολογίζουν ποιον θα χτυπήσουν πρώτο, πριν τραβήξουν τη σκανδάλη.
Ο πρώτος που κάνει την κίνηση είναι ο «Αγγελομάτης», αλλά ο «Ξανθούλης» τον προλαβαίνει.
Πεσμένος στο έδαφος ετοιμάζεται να τον ξαναχτυπήσει, αλλά και πάλι ο «Καλός» είναι πιο γρήγορος.
Τον πυροβολεί ξανά και το νεκρό σώμα του πέφτει μέσα σε έναν ανοιγμένο αχρησιμοποίητο τάφο.
Στο μεταξύ, το πιστόλι του Τούκο είναι άδειο, καθώς ο «Ξανθούλης» είχε προνοήσει από το προηγούμενο βράδυ και είχε πάρει τις σφαίρες.
Ο Τούκο βρίσκει το χρυσάφι, αλλά ο «Ξανθούλης» δεν έχει πει την τελευταία του λέξη.
Για ό,τι πέρασε δίπλα του, τον εκδικείται με έναν πρωτότυπο τρόπο.
Ο «Καλός» παίρνει το μερίδιο που του αναλογεί, αφήνοντας το άλλο μισό στον εξαγριωμένο «Άσχημο», που είναι δεμένος και χωρίς άλογο στη μέση του πουθενά.