Ο  Τζόρτζιο Ντε Κίρικο (Giorgio de Chirico), ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της Ευρώπης, γεννήθηκε στο Βόλο στις 10 Ιουλίου 1888 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Σικελού Εβαρίστο και της Γενοβέζας Τζέμα ντε Κίρικο. Ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός και επέβλεπε την κατασκευή του θεσσαλικού σιδηροδρομικού δικτύου, ενώ η μητέρα του ήταν πρώην τραγουδίστρια της όπερας. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα της αυτοβογραφίας του.

….Θυμάμαι ένα σπίτι όπου μέναμε.
Ένα σπίτι πελώριο και θλιβερό σα μοναστήρι. Ο ιδιοκτήτης λεγόταν Βούρος. Το σπίτι αυτό ήταν χτισμένο στην πάνω μεριά της πολιτείας. Από το παράθυρό μου διέκρινα μακριά ένα στρατώνα του πυροβολικού. Κάθε επέτειο της ελληνικής εθνικής γιορτής μια πυροβολαρχία έβγαινε από το προαύλιο καλπάζοντας ορμητικά και κατευθυνόταν σ’ ένα λόφο που βρισκόταν πίσω σε κάποια απόσταση.
Μόλις έφθαναν πάνω εκεί οι άνδρες, κατέβαιναν απ’ τα σκευοφόρα και από τα άλογα, τοποθετούσαν τα κανόνια στη σειρά και μετά έριχναν άσφαιρες ομοβροντίες.
Σφαιρικά σώματα λευκά, ίδια σύννεφα που έπεσαν στη γη, στροβιλίζονταν για λίγο και μετά διαλύονταν και εξαφανίζονταν στα πλευρά του λόφου.
Ο ήχος έφθανε μετά κι έκανε να τρέμουν ελαφρά τα τζάμια των παραθύρων. Το γεγονός αυτό, που βλέπει κανείς πρώτα τη λάμψη και μετά ακούει τον κρότο, μ’ εντυπωσίαζε πολύ. Αργότερα έμαθα το γιατί, αλλά ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζομαι λίγο όταν, κοιτώντας μακριά ένα κανόνι που ρίχνει, βλέπω πρώτα τη λάμψη και μετά ακούω τον κρότο.

Σ’ εκείνη τη μακρινή περίοδο της ζωής μου ένιωσα τα πρώτα καλέσματα του δαίμονα της τέχνης.

Giorgio-de-Chirico_tsoliadakiΑισθανόμουν μεγάλη χαρά να ξεπατικώνω διάφορες ζωγραφιές τοποθετώντας πάνω στο τζάμι του παραθύρου τη ζωγραφιά μ’ ένα φύλλο χαρτιού από πάνω.
Έμενα κατάπληκτος και ένιωθα μεγάλη συγκίνηση κάθε φορά που έβλεπα να παρουσιάζονται στο χαρτί τα ακριβή περιγράμματα της ζωγραφιάς εκείνης που τόσο θαύμαζα, αλλά το πάθος μου, χαρακτηριστικό για έναν καλλιτέχνη στα πρώτα του βήματα σαν κι εμένα, δεν έβρισκε ικανοποίηση: ήθελα να αντιγράφω τη ζωγραφιά χωρίς να την ξεπατικώνω.
Έτσι έβαλα τα δυνατά μου για να το πετύχω, αλλά συναντούσα μεγάλη δυσκολία.
Μια μέρα, θυμάμαι, προσπαθούσα να αντιγράψω μια φιγούρα που παρουσίαζε τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή με εμφάνιση γυμνού νέου, ζωσμένου στη μέση με ένα δέρμα από κριάρι. Το κεφάλι του Αγίου εικονιζόταν λίγο ελλειπτικό και ελαφρώς γυρμένο στο δεξιό ώμο, και αυτή η έλλειψη και η κίνηση μου φαίνονταν εμπόδια αξεπέραστα.
Ήμουν απελπισμένος. Τότε ήρθε ο πατέρας μου να με βοηθήσει.
Πήρε το μολύβι και σχεδίασε πάνω στο κεφάλι του αγίου ένα σταυρό του οποίου το κέντρο βρισκόταν στο κέντρο του κεφαλιού. Μετά ζωγράφισε έναν όμοιο σταυρό πάνω στο σχέδιο μου, εκεί όπου βρισκόταν το κεφάλι.
Μου έδειξε πώς μπορούσα να βοηθηθώ μ’ αυτούς τους δυο σταυρούς για να βρω τη θέση των ματιών, της μύτης, του στόματος, το ύψος και την απόσταση που έπρεπε να βρίσκεται το αυτί, τη γραμμή του κρανίου και του σαγονιού, κι έτσι με πολλή υπομονή, μετά από επανειλημμένες διορθώσεις, κατάφερα να ζωγραφίσω αρκετά καλά το κεφάλι του Αγίου.
Μεγάλη υπήρξε η ικανοποίηση μου που είχα μάθει το σύστημα των δυο σταυρών.

Ο Μεγάλος Πύργος (1913)
Ο Μεγάλος Πύργος (1913)

Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος του 190υ αιώνα. Ήταν μηχανικός και συγχρόνως άρχοντας από άλλες εποχές.
Θαρραλέος, έντιμος, εργατικός, έξυπνος και καλός. Είχε σπουδάσει στη Φλωρεντία και στο Τορίνο και από μια ολόκληρη πολυμελή οικογένεια ευγενών ήταν ο μόνος που είχε θελήσει να εργαστεί.
Όπως πολλοί άνθρωποι του δέκατου ένατου αιώνα διέθετε ποικίλες ικανότητες και αρετές.
Ήταν άριστος μηχανικός, έγραφε με ωραιότατους χαρακτήρες, σχεδίαζε, είχε πολύ καλό αυτί για τη μουσική, ήταν παρατηρητικός και δηκτικός, μισούσε την αδικία, αγαπούσε τα ζώα, συμπεριφερόταν υπεροπτικά στους πλούσιους και τους ισχυρούς και ήταν πάντα έτοιμος να υπερασπιστεί και να βοηθήσει τους πιο αδύνατους και φτωχούς.

Ήταν επίσης έξοχος ιππέας και είχε μονομαχήσει μερικές φορές με πιστόλι. Η μητέρα μου φύλαγε μια σφαίρα από πιστόλι, ντυμένη με χρυσό, που είχαν αφαιρέσει από το δεξιό μηρό τού πατέρα μου μετά από μια τέτοια μονομαχία.
Αυτά τα είπα για να δείξω ότι ο πατέρας μου, όπως πολλοί άνδρες της εποχής εκείνης, ήταν ακριβώς το αντίθετο των περισσότερων σημερινών ανδρών, που τους λείπει η αίσθηση της πραγματικότητας και κάθε ταμπεραμέντο, που είναι αδέξιοι και ανίκανοι και επιπλέον καθόλου ιπποτικοί, που είναι πολύ καιροσκόποι και έχουν το κεφάλι τους παραγεμισμένο με βλακεία.
Αν, για παράδειγμα, σήμερα, ένα παιδί δεν καταφέρνει να ζωγραφίσει ένα κεφάλι, ο πατέρας του, ασφαλώς, δεν θα ξέρει να του υποδείξει το σύστημα των δυο σταυρών. Και αν, κατά κακή τύχη του παιδιού, ο πατέρας του είναι και «διανοούμενος», ε! τότε όχι μόνο δεν θα μπορεί να του διδάξει κανένα σύστημα, αλλά θα το ενθαρρύνει να ζωγραφίζει άσχημα, να ζωγραφίζει όλο και χειρότερα, να ζωγραφίζει φρικτά, ελπίζοντας ότι έτσι κάποια μέρα θα μπορέσει να γίνει ένας Ματίς και να κερδίσει φήμη και χρήματα.

Ανάπαυση (1913)
Ανάπαυση (1913)

[….] Μετά την οικία Βούρου πήγαμε να μείνουμε σ’ ένα άλλο σπίτι, στου Γουναράκη.
Ήταν μια έπαυλη νεοκλασικού ρυθμού με ωραίο κήπο στον οποίο υπήρχε ένας ευκάλυπτος.

Ο πατέρας μου έλειπε συχνά, γιατί πήγαινε στον Βόλο, την κωμόπολη όπου γεννήθηκα, όπου επέβλεπε και διηύθυνε την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής, που προχωρούσε στο εσωτερικό της Θεσσαλίας.

Οι αναμνήσεις της ζωής μου στην οικία Γουναράκη είναι πολύ αόριστες. Από τα βορινά παράθυρα το βλέμμα πλανιόταν μακριά, μέχρι μια οροσειρά που το χειμώνα σκεπαζόταν με χιόνια κι απ’ όπου κατέβαινε ένας ψυχρός άνεμος που πάγωνε το σπίτι.[….] Στην οικία Γουναράκη μείναμε για λίγο καιρό. Ο πατέρας μου έπρεπε να μείνει στον Βόλο για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, γιατί μια άλλη διακλάδωση της σιδηροδρομικής γραμμής κατασκευαζόταν κατά μήκος των βουνών που απλώνονται στα ανατολικά της πόλης. Τότε, με όλα μας τα έπιπλα, τα μπαούλα και τις βαλίτσες, ξεκινήσαμε για την πόλη των Αργοναυτών, πάνω σ’ ένα ατμόπλοιο που σάλπαρε από τον Πειραιά.

Το Αίνιγμα των Ωρών (1911)
Το Αίνιγμα των Ωρών (1911)

Στο μεταξύ μεγάλωνα. Η περιέργειά μου και η προσοχή με την οποία παρακολουθούσα το θέατρο της ζωής μεγάλωνε. Στον Βόλο ο πατέρας μου, ζήτησε από ένα νεαρό υπάλληλο των σιδηροδρόμων να μου παραδίδει μαθήματα σχεδίου.
Ο πρώτος αυτός δάσκαλός μου λεγόταν Μαυρουδής κι ήταν Έλληνας από την Τεργέστη που μιλούσε λίγο τα ιταλικά με προφορά βενετσιάνικη.

Σχεδίαζε θαυμάσια. Όταν μου μάθαινε να διαγράφω προσεκτικά το περίγραμμα μιας μύτης, ενός ματιού, ενός στόματος, ενός αυτιού, μιας μπούκλας, μιας κορδέλας δεμένης σε φιόγκο, όταν μου μάθαινε να κάνω σκιές και να τους δίνω διαβαθμίσεις διασταυρώνοντας προσεκτικά τις γραμμές του μολυβιού, μου έδινε μια τόσο ισχυρή και βαθιά εντύπωση μαεστρίας ώστε αργότερα, οι άλλες εντυπώσεις που είχα, όταν κοιτούσα τα σχέδια του Ραφαέλλο, όταν αντέγραφα και μιμόμουν τα σχέδια του Χολμπάιν και του Μικελάντζελο, όταν μελετούσα με το μεγεθυντικό φακό τα σχέδια του Ντύρερ, μπορούν να θεωρηθούν σε σύγκριση μηδαμινές.

Όταν βρισκόμουν απέναντι από το σκιτσογράφο Μαυρουδή, τον κοιτούσα, και κοιτώντας τον πλανιόμουν σ’ ένα χιμαιρικό κόσμο φαντασιώσεων.
Φανταζόμουν ότι ο άνθρωπος εκείνος θα μπορούσε να ζωγραφίσει τα πάντα, ακόμα και από μνήμης, ακόμα και στο σκοτάδι, ακόμα και χωρίς να βλέπει, ότι θα μπορούσε να σχεδιάσει τα σύννεφα που δραπετεύουν πάνω στον ουρανό, και τα φυτά της γης, τα φουντωτά κλαδιά των δέντρων που σαλεύουν από τον άνεμο,Image and video hosting by TinyPic και τα λουλούδια με τα πιο πολύπλοκα σχήματα, τους ανθρώπους και τα ζώα, τα φρούτα και τα λαχανικά, τα ερπετά και τα έντομα, τα ψάρια που γλιστρούν μέσα στα νερά, και τα πουλιά που πετούν ψηλά, σκεφτόμουν ότι όλα, όλα θα μπορούσε να τα σχεδιάσει με την άκρη του μαγικού του μολυβιού εκείνος ο καταπληκτικός άνθρωπος.
Κοιτώντας τον φανταζόμουν ότι ήμουν εκείνος… Ναι, θα ήθελα τότε να ήμουν ο άνθρωπος εκείνος, θα ήθελα να ήμουν ο σκιτσογράφος Μαυρουδής.
Βρισκόμουν στην ψυχική κατάσταση του γιατρού Μποβαρύ όταν, κοντά στον επίλογο του περίφημου μυθιστορήματος του Φλωμπέρ, συναντά τον Ροδόλφο Μπουλανζέ και κάθονται μαζί στο τραπέζι κάποιου εστιατορίου. Ο γιατρός Μποβαρύ ξέρει ότι ο Ροδόλφος υπήρξε εραστής της γυναίκας του, αφού μετά την αυτοκτονία της συζύγου είχε βρει μερικά γράμματα σ’ ένα μυστικό συρτάρι, αλλά ο Ροδόλφος νομίζει ότι ο γιατρός το αγνοεί ακόμα και, για να διαλύσει τη βαριά ατμόσφαιρα, μιλάει πολύ και γρήγορα για όλα και για τίποτα, για θέματα της εξοχής, για τα εσπεριδοειδή, για βοσκήματα και τα λοιπά, αλλά ο γιατρός καταβεβλημένος από τον απέραντο πόνο δεν τον ακούει, τον κοιτάζει έντονα, κοιτάζει τον άνθρωπο που εκείνη αγάπησε, και, λέει ο Φλωμπέρ, il aurait voulu etre cet homme (ήθελε να γίνει αυτός ο άντρας).

[….] Το ψάρεμα ήταν για μένα μια μεγάλη χαρά.
Σίγουρα όλες εκείνες οι μοναδικές θεαματικές ομορφιές που είδα στην Ελλάδα παιδί και που υπήρξαν ό,τι ωραιότερο είδα μέχρι σήμερα στη ζωή μου με εντυπωσίασαν τόσο βαθιά, έμειναν τόσο ισχυρά χαραγμένες μέσα στην ψυχή και στη σκέψη μου, επειδή εγώ είμαι ένας άνθρωπος ξεχωριστός, που όλα τα αισθάνεται και τα καταλαβαίνει εκατό φορές πιο έντονα από τους άλλους.
Για να πάμε για ψάρεμα, σηκωνόμασταν πολύ πρωί και, όταν μπαίναμε στη βάρκα που θα μας πήγαινε στ’ ανοιχτά, στη μέση του κόλπου, ξημέρωνε ακόμα. Η θάλασσα ήταν καθρέφτης- ποτέ ξανά σε άλλες χώρες δεν είδα έναν τόσο όμορφο υδάτινο καθρέφτη. Κάθε τόσο, πάνω σ’ εκείνη τη λαμπερή επιφάνεια, κάποιο ψάρι, κάποιος θεϊκός κέφαλος, έκανε ένα πήδημα έξω απ’ το νερό.
Μετά από τόσα χρόνια ξαναβλέπω αυτό το θέαμα όπως το έβλεπα τότε, αλλά, αν ήθελα να το περιγράψω με ακρίβεια, να το παρουσιάσω με την πένα, το μολύβι ή το πινέλο, δεν θα τα κατάφερνα καθόλου.

Image and video hosting by TinyPic

Το απόσπασμα προέρχεται από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Giorgio de Chirico (Τζόρτζιο ντε Κίρικο 1888-1978) «Αναμνήσεις από τη ζωή μου».
Μετάφραση Έμμυ Λαμπίδου – Βαρουξάκη, επιμέλεια Πέτρος Λεκαπηνός. Εκδόσεις: Ύψιλον, 1985
(φωτ: Irving Penn)

Πηγές:
1.Fondazione Giorgio e Isa de Chirico
2.  Giorgio de Chirico: Myth and Mystery
3.  autobiographies

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here