«Το ζεϊμπέκικο της Όλγας»  του   δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ, 14 Δεκεμβρίου 2015

Το ζεϊμπέκικο-χορός που χόρευαν οι ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας-είναι μια αυστηρά ατομική υπόθεση, πικρή στην εκφορά της και λυτρωτική στην φόρμα της. Βεβαίως δεν είναι αποκλειστικά υπόθεση των ανδρών. Όπως αντίστοιχα και το τσιφτετέλι δεν είναι μόνον για γυναίκες. Ο Πάνος Γαβαλάς και ο Γιάννης Παπαιωάννου για παράδειγμα χόρευαν στα κέφια τους υπέροχο τσιφτετέλι. Το ζεϊμπέκικο πάντως, λόγω του αυτοσχεδιαστικού του τρόπου παραμένει δημοφιλές και πολύσημο. Χωράει πολλά. και πέραν των κλασικών εκδοχών: του καμηλιέρικου, του αϊδίνικου, του γιουρούκικου, του απτάλικου.

Ένα δείγμα από την ζόρικη Λέσβο:

Ποικίλει κάθε φορά λοιπόν. Σχετίζεται ενίοτε και με τον τόπο. Συχνά άνθρωποι ρεζιλεύονται χορεύοντας ζεϊμπέκικο, γυμνασμένες γκόμενες που το έχουν μπερδέψει με αερόμπικ, γερόντια που κουβαλούν παλιούς τρόπους, νεότεροι από χορευτικές σχολές. Απλοί καθημερινοί. Απελπισμένοι.
Ο γλεντζές εκ Λαμίας κύριος Σουλόπουλος αποτελεί ακόμη και σήμερα μια υπέροχη περίπτωση λαϊκού χορευτή που αξίζει να δει κάποιος αν τύχει σε αυτά τα μέρη και με την σωστή παρέα ή ο Κόττας στα Γύφτικα της Πάτρας. Γενικά, όσοι μερακλήδες υπάρχουν, τόσα και τα ζεϊμπέκικα.  Θα χρειαστεί βέβαια μια μικρή ιστορική αναδρομή.

Γράφει ο Γιάννης Τσαρούχης στο «Αγαθόν το εξομολογείσθαι» (Καστανιώτης 1989):

«Το 1934 είδα αληθινούς ζεϊμπέκηδες που μπαρκάρανε στη Σμύρνη, στο πλοίο που με πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη. Πήγαινα να δω τα μωσαϊκά στην Αγία Σοφία, που εκείνο τον καιρό είχε ξεσκεπάσει ο Αμερικανός βυζαντινολόγος Ουίτμορ. Αυτοί οι ζεϊμπέκηδες ήταν ντυμένοι με τις παλιές στολές τους και έμοιαζαν πολύ μ’ αυτούς που είχε ζωγραφίσει ο Γύζης και ο Λύτρας. Ο ένας απ’ αυτούς, ως τριανταπέντε χρονών, μιλούσε καλά ελληνικά και μου έλεγε διάφορα πράγματα. Ιδίως μου μιλούσε για το πώς χόρευε ένας νεαρός που ήταν μαζί τους και όλο έλεγε ότι κανείς δεν τον φτάνει στο χορό. Προς το ηλιοβασίλεμα, όταν ξεκίνησε το πλοίο για την Πόλη, ο νεαρός χόρεψε πάνω στο κατάστρωμα.Ήταν κοντός και χοντροκόκαλος, αλλά μόλις άρχισε να κινείται πραγματικά μετεμορφώθη. Δεν ήταν πια το ίδιο πρόσωπο. Την ανδρεία του, γιατί ήταν ανδρείος πολύ, σχεδόν άγριος, συνεπλήρωνε περίεργα ένα είδος ταπεινότητος και ένα είδος ευγνωμοσύνης, που δεν ήταν γνωστό ποιον απευθύνεται και ήταν σαν να ευγνωμονεί, με πολλή σεμνότητα ένα θεό, για το θαύμα που είναι η ζωή. Τον συνόδευε ένα τουμπελέκι, που χτυπούσε ένας άλλος ζεϊμπέκης, στο μαγικό ρυθμό 9/8. (…).

Ο χορός που θαύμασε ο μεγάλος μας ζωγράφος και ρέκτης μετασχηματίστηκε μέσα στα χρόνια. Ο Τάκης Μπίνης έλεγε πως ήλθε στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία κατά την Τουρκοκρατία και καταρχάς υποδοχέας ήταν η μεταπρατική και αστική Σύρος. Ο Τσαρούχης πάντα χόρευε ζεϊμπέκικο. Το λάτρευε. Δεν χόρευε σαν τον τραγουδιστή και συνθέτη του ρεμπέτικου Στέλιο Κερομύτη, που λέγανε όλοι πως χόρευε θαυμάσια. Χόρευε όμως με τον τρόπο του. Με ειλικρίνεια. Και άρα συγκινητικά.
Ένα δείγμα υπό τους ήχους του Τσιτσάνη:

Το ζεϊμπέκικο ταυτίστηκε με την ζωή του νεοέλληνα. Συχνά με μια αριστοκρατική ταπεινότητα. Αλλά και συχνά με έναν αφελή κουτσαβακισμό.
Δεν θα μπορούσε να λείπει από τον ελληνικό κινηματογράφο. Το επόμενο βίντεο δεν χρειάζεται να σχολιαστεί. Μια εποχή, μια Ελλάδα, ίσως και μια οπτική που πέρασε ανεπιστρεπτί.
Ευδοκία (1971) υπό τον ήχο του τζουρά που εξασφάλισε ο Λοϊζος και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος απ’ τον ρεμπέτη Μουφλουζέλη.
Ο φαντάρος Γιώργος Κουτούζης σε πρώτο πλάνο. Ο πρωτόγονος φακός του Δαμιανού διέσωσε μια αρχετυπική Ελλάδα που δεν εγκλωβίστηκε στα ιδεολογικά σχήματα.
Το μουσικό θέμα του Λοϊζου «κάηκε» από τους τουριστικούς πλασιέ μεταγενέστερα αλλά ο τζουράς του Μουφλουζέλη από τα δάχτυλα του Θανάση Πολυκανδριώτη πάντα προκαλεί δόνηση.

Μοιραία το ζεϊμπέκικο θα συνδεόταν και με κάτι τραγικό. Η περίφημη παραγγελιά των αδελφών Κοεμτζή τον Φεβρουάριο του 1973 στοίχισε την ζωή σε τρία άτομα και τον τραυματισμό επτά.
Στην «Παραγγελιά» (1980) του Παύλου Τάσσιου το φονικό του Κοεμτζή ενδύθηκε ιδεολογικά και αισθητικά με την φωνή της Γώγου.
Στην σκηνή του Κακού, λίγοι κατάλαβαν πως δεν ακουγόταν το «Βεργούλες», αλλά το «Αντιλαλούνε οι Φυλακές» με την φωνή του Γιώργου Καμπουρίδη.

Tο ζεϊμπέκικο παρέμεινε και παραμένει μέρος της ζωής. Αποτύπωσε και αποτυπώνει τις αντιφάσεις της. Σημαντικό σχόλιο μιας ολόκληρης λάιφ στάιλ εποχής είναι το φιλμ «Όλα είναι Δρόμος» (1998) του Παντελή Βούλγαρη. Η τελευταία σκηνή της σπονδυλωτής ταινίας δεν είναι τυχαίο πως έχει ένα ζεϊμπέκικο. Αυτό του Μάκη Τσετσένογλου (Γιώργου Αρμένη).

Νομίζω πως ένα σημαντικό κείμενο για τον χορό είναι αυτό του Διονύση Χαριτόπουλου στα ΝΕΑ το 2002.

Το ζεϊμπέκικο δεν διδάσκεται. Χορεύεται. Εκτός της ανάτασης και της ψυχαγωγικής πλευράς του-γιατί όχι και ψυχαναλυτικής επιτέλεσης- στα νεότερα χρόνια βέβαια το ζεϊμπέκικο έχει συνδεθεί και με έναν λοξό ή ευθύ τρόπο με την πολιτική ιστορία του τόπου. Ο Παπανδρέου στην Ρίτα Σακελαρίου (αυτός ο άνθρωπος αυτός) ή στο σπίτι του υπήρξε ο πρώτος πατριάρχης.
Εδώ θα χρειαστεί μια σημείωση για πολιτικούς που όντως αγαπούσαν ή αγαπούν το λαϊκό τραγούδι: Ανδρέας Παπανδρέου. Χαρίλαος Φλωράκης. Φώτης Κουβέλης. Κώστας Καραμανλής.
Και συχνά για πολιτικούς που επιχειρούν μέσα από το ζεϊμπέκικο και σε δημόσια θέα να αναβαπτιστούν λαϊκά. Ας θυμηθούμε το ζεϊμπέκικο του Γιώργου Παπανδρέου υπό τα παλαμάκια του τούρκου υπουργού εξωτερικών Ισμαήλ Τζεμ το 2001. Εδώ είχαμε την πρωτόγνωρη ένταξη του χορού στην διπλωματική διακρατική ατζέντα. Πιο πρόσφατα, πάλι το ζεϊμπέκικο του συμπαθούς ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Και οι δύο τελευταίες περιπτώσεις δεν χρησιμοποιούνται για να καταδείξουν πως έχουν κάποια σχέση με προσπάθεια λαϊκής αναβάπτισης εκ των φορέων τους. Μοιάζουν όμως –παράλληλα με το όποιο ελικρινές μεράκι- να έχουν μια όψη τελετουργίας του τύπου «είμαι ένας από εσάς και όταν νιώσω θα χορέψω σπάζοντας του τύπους».

Μου γεννήθηκαν όλες αυτές οι σκέψεις με το πρόσφατο ζεϊμπέκικο της κυβερνητικού εκπροσώπου Όλγας Γεροβασίλη στο κέντρο Γραμμές. Ο Γιώργος Μαργαρίτης τραγουδούσε εδώ το «Δεν θέλω τα ματάκια σου» του Τσιτσάνη που πρωτοείπε η Νταίζη Σταυροπούλου. Και η Γεροβασίλη χόρεψε. Σύντομα η σκηνή κυριάρχησε στον δημόσιο λόγο.

Με την γνωστή ευκολία μας, που έχει επιταχύνει το fb και το twitter η διαιρετική τομή ήταν αμέσως γεγονός. Υπερασπιστές και πολέμιοι της επιλογής. Οι μισοί ανέγνωσαν το δικαίωμα ενός πολιτικού να χορέψει. Οι άλλοι μισοί είδαν μια έμμεση πρόκληση στον καιρό του τρίτου Μνημονίου. Κάποιοι πιο τολμηροί -μα καθόλου πρωτότυποι -συνέδεσαν την εικόνα με τα χρυσά χρόνια του ΠΑΣΟΚ ανασύροντας εικόνες του Σκανδαλίδη ή του Τσοβόλα σε κέντρα με γαρίφαλα ή στο περίφημο «Ρεπορτάζ» του Μάκη Γιομπαζολιά.

Είδαν εδώ έναν άκοπο λαϊκισμό, τριτοκοσμικού τύπου στο φόντο μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε κηδεμονία. Νομίζω πως τα πράγματα είναι πιο απλά και πέραν των ιδεολογικών χρήσεων. Όσο υπάρχει απελπισία, θυμός, χαρά, πίκρα, χαρμολύπη, θα υπάρχουν άνθρωποι που θα χορεύουν. Αυτό που θα διαφοροποιεί κάθε φορά το γεγονός θα είναι η απαθανάτισή και ο σχολιασμός του. Το φίλτρο που βάζουμε εκ των υστέρων. Δεν μιλώ προφανώς για περιπτώσεις πολιτικών που νομίζουν πως επανοικειοπούνται τον λαό με μια γυροβολιά και με στημένους φακούς. Μιλώ για εκείνη την άδολη μικρή στιγμή που σηκώνεσαι και χορεύεις μόνος ή μόνη.

Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ

Διαβάστε ακόμα: Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας. Ο Λ. Παπαδόπουλος αρνήθηκε να βάλει στίχους και ο λοχίας ήταν ερασιτέχνης ηθοποιός,που τον διάλεξε ο σκηνοθέτης σε καυγά στην Ν.Ερυθραία

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here