«Στα τριάντα μου, σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη, γνώρισα τη φήμη. Τώρα ξέρω περί τίνος πρόκειται. Μικροπράγματα.», είχε πει κάποτε ο συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ.
Η ρήση φαίνεται να ταιριάζει στον Μάικλ Κιουανούκα, ο οποίος είναι 31 ετών και έχει να παρουσιάσει μόλις δύο δισκογραφικές δουλειές, αλλά θεωρείται ήδη ένας από τους κορυφαίους καλλιτέχνες της σόουλ μουσικής.
Γεννήθηκε στις 3 Μαΐου 1987 στο Μάσγουελ Χιλ του Λονδίνου, από οικογένεια μεταναστών από την Ουγκάντα. Οι γονείς του εγκατέλειψαν τη χώρα στις αρχές της δεκαετίας του ’80 εξαιτίας του στυγνού δικτάτορα, Ιντί Αμίν Νταντά, ο οποίος ανήλθε βίαια στην εξουσία το 1971. Κατάφεραν να φτάσουν στη Μεγάλη Βρετανία προτού γεννηθούν ο Μάικλ και ο αδερφός του, Ρόμπερτ.
Ο πατέρας του ήταν ηλεκτρονικός μηχανικός και η μητέρα του δούλευε ως καθαρίστρια.
Μεγάλωσε σε ένα βαθύτατα θρησκευόμενο περιβάλλον και όπως εξηγεί κι ο ίδιος, μπορεί η ανατροφή του να ήταν συντηρητική και αυστηρή, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν γεμάτη στοργή.
Σπούδασε στο γυμνάσιο του Φόρτισμηρ έως το 2005 και αφότου πήρε το απολυτήριο A-Levels, φοίτησε στη Σχολή Επικοινωνίας και Εφαρμοσμένων Τεχνών στο Πανεπιστήμιο του Γουεστμίνστερ.
Η αγάπη για τη μουσική όμως τον κέρδισε. Μία μέρα, καθώς κρατούσε την κιθάρα του στο λεωφορείο, τον πλησίασε ένας 18χρονος, επίσης μαύρος, και τον ρώτησε εάν το να κρατά κανείς κιθάρα είναι δικαίωμα μόνο των λευκών.
«Ένιωσα ότι κάποιος έπρεπε να του πει: Επιτρέπεται να το κάνεις!».
Δισκογραφία
Ο Μάικλ άκουγε Radiohead και Nirvana, έπαιζε σε ροκ μπάντες και παρακολουθούσε και μαθήματα τζαζ μουσικής. Όμως, επηρεάστηκε αρκετά από τον Ότις Ρέντινγκ και τραγούδια με χαρακτηριστική μελωδία όπως το «Sittin’ On (The Dock of the Bay)». Όπως έχει πει:
«Μολονότι γεννήθηκα στην Αγγλία, στο σπίτι όλοι μιλούσαν στα σουαχίλι. Δεν ήξερα τη γλώσσα αλλά μπορούσα να καταλάβω κάποιες λέξεις. Πάντα αναρωτιόμουν από που κατάγομαι. Ποια είναι η ταυτότητά μου».
Προτού ξεκινήσει την καριέρα του ως σόλο καλλιτέχνης, συνόδευε με την κιθάρα του τους βρετανούς ράπερ, Chipmunk και Bashy, μέχρι που κέντρισε το ενδιαφέρον της δισκογραφικής εταιρείας «Communion Records» με την οποία κυκλοφόρησε τα πρώτα του δύο EPs.
Είχε συνοδεύσει επίσης την Adele στην περιοδεία της το 2011 και εμφανιστεί στο φεστιβάλ «Hard Rock Calling» στο Λονδίνο.
Ένα χρόνο αργότερα, υπέγραψε συμβόλαιο με τη δισκογραφική «Polydor Records», με την οποία έχουν συνεργαστεί οι Bee Gees, οι Take That, o Elton John και η Lana Del Rey.
Εκείνη τη χρονιά αναδείχθηκε νικητής του διαγωνισμού «BBC Sound of ‘12» και έκτοτε σημείωσε τεράστιες επιτυχίες με το πρώτο του άλμπουμ «Home Again» να βρίσκεται στις πέντε πρώτες θέσεις των ευρωπαϊκών chart.
Ωστόσο, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα είχε σκεφτεί πολύ σοβαρά να σταματήσει να γράφει τραγούδια.
«Είχα γράψει μια σειρά από τραγούδια για το νέο μου άλμπουμ. Μου άρεσαν, και εξακολουθούν να μου αρέσουν, αλλά τότε δεν με ενθουσίαζαν ιδιαίτερα. Ήταν η στιγμή που άρχισα να πέφτω ψυχολογικά. Ένιωθα ότι ήμουν καλός μόνο για κανα δυό τραγουδάκια και τίποτα περισσότερο».
Η καριέρα του απογειώθηκε με το δεύτερο και τελευταίο του άλμπουμ, με τίτλο «Love & Hate» που κυκλοφόρησε το 2016 σε παραγωγή του πολύπειρου μουσικού, Danger Mouse.
Αρκετές εφημερίδες και περιοδικά όπως η «Telegraph», το «Mojo» και το «NMA» το κατέταξαν στα άλμπουμ της χρονιάς ενώ ο «Guardian» έκανε διθυραμβικά σχόλια, χαρακτηρίζοντάς το ως «ένα ώριμο και άξιο σεβασμού καλλιτεχνικό έργο με μια γεύση αυθεντικότητας».
«Ένας μαύρος στον κόσμο των λευκών»
Τραγούδια όπως το «Cold Little Heart», το «One More Night» και το «Black Man in a White World» θα αναβιώσουν την ποιοτική παραδοσιακή σόουλ και φολκ μουσική και θα γνωρίσουν τεράστια απήχηση από το κοινό.
Το δεύτερο χρησιμοποιήθηκε από τον σκηνοθέτη Μπαζ Λούρμαν ως soundtrack στη σειρά του Netflix, «The Get Down», που εξιστορεί τα πρώτα βήματα της χιπ χοπ στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης.
Όταν ο Λούρμαν του έστειλε μέιλ για να τον ρωτήσει εάν έχει το δικαίωμα να το χρησιμοποιήσει, ο Μάικλ ενθουσιάστηκε, καθώς διαπίστωσε ότι στη διασκευή του κομματιού, ακουγόταν η φωνή του ράπερ, Nas.
Το κομμάτι «Black Man in a White World» μιλά για τα αμφίσημα συναισθήματα που του προκαλεί η εθνικότητά του.
Η φράση είχε ειπωθεί και από τον πρώτο αφροαμερικανό παίκτη στη σύγχρονη ιστορία του μπέιζμπολ, Τζάκι Ρόμπινσον, ο οποίος είχε δηλώσει πως δεν μπορούσε να τραγουδήσει τον ύμνο ή να χαιρετίσει τη σημαία των ΗΠΑ γιατί «ήξερε πως ήταν ένας μαύρος στον κόσμο των λευκών».
Σε κάποιους στίχους του, ο Κιουανούκα αναφέρει:
«Είμαι ερωτευμένος, αλλά και λυπημένος.
έχω βρει την ειρήνη, αλλά δεν είμαι ικανοποιημένος
όλες τις νύχτες μου και όλες τις μέρες μου
προσπαθώ με τον λανθασμένο τρόπο».
Πολλοί μουσικοκριτικοί δεν διστάζουν να τον συγκρίνουν με ιερά τέρατα του είδους όπως ο Μάρβιν Γκέι, ο Κέρτις Μέιφιλντ, ο Μπιλ Γουίδερς και ο Ότις Ρέντινγκ, με τον ίδιο ωστόσο να δίνει το δικό του γλαφυρό σχόλιο:
«Δεν μπορώ να τραγουδήσω διαφορετικά. Στην αρχή δεν άρεσε η φωνή μου και δεν ήθελα να ακούγομαι έτσι. Έχεις τους ήρωές σου και θες να τους μοιάσεις. Όμως μετά σκέφτηκα: Δεν ακούγομαι σαν τον Μάρβιν Γκέι, επομένως όλα αυτά είναι ανοησίες. Στο τέλος αποδέχεσαι αυτό που είσαι και είναι καλύτερο να είσαι αληθινός. Είναι πραγματικά ωραίο».
Το 2017, τα «HiPipo Music Awards» του απένειμαν το βραβείο «Best Global Act».