Σχεδόν ένα μήνα πριν το Μεγάλο Σάββατο, τα παιδιά ξεχύνονται στις γειτονιές, σε πάρκα και σε οικοδομές και μαζεύουν ό,τι ξύλα βρουν μπροστά τους. Επιλέγουν ένα σημείο, συνήθως μία μεγάλη αλάνα έξω από την εκκλησία της ενορίας τους και τα τοποθετούν σχηματίζοντας μία πυραμίδα. Ένα μήνα μετά, την ώρα που ο ιερέας ψάλλει τον Καλό Λόγο, η πυραμίδα πιάνει φωτιά. Μέχρι τις πρωινές ώρες τα παιδιά καίνε τον Ιούδα.
Το έθιμο της Λαμπρατζιάς, είναι από τα πιο γνωστά στην Κύπρο και ταξιδεύει μέσα στους αιώνες και σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, ήδη από την εποχή της τουρκοκρατίας.
Οι βάρδιες και ο ανταγωνισμός
Η μεγάλη φωτιά, συναρπάζει τα παιδιά, τα οποία «κοπιάζουν» για να μαζέψουν όλα αυτά τα ξύλα και προφανώς δεν λείπει ο ανταγωνισμός μεταξύ των γειτονιών για το ποια ενορία θα καταφέρει να χτίσει τη μεγαλύτερη και πιο εντυπωσιακή Λαμπρατζιά. Για αυτόν τον λόγο, τα παιδιά από την πρώτη μέρα συλλογής ξύλων, «βγάζουν βάρδιες», προστατεύοντας τη Λαμπρατζιά τους. Σε πολλές Λαμπρατζιές, στήνουν πρόχειρους καταυλισμούς με παλιά στρώματα και καρέκλες για να μπορούν να κοιμούνται.
Το κάψιμο του Ιούδα
Ένα έθιμο στην Πάφο, επιβάλλει τα ξύλα να είναι κλεμμένα, αφού όπως όλες οι φωτιές έτσι και η Λαμπρατζιά είναι καθαρτική. Η κλοπή επομένως, γίνεται για λόγους μαγείας κι έτσι η φωτιά καίει το κακό για να έρθει το καλό.
Το κακό συμβολίζεται με ένα ομοίωμα του Ιούδα του Ισκαριώτη ο οποίος καίγεται για την προδοσία του.
Στην πυρά όμως τα παιδιά πετάνε και τα μαρτούθκια, τα βραχιολάκια που φοράνε για να μην καούν τον Μάρτη ενώ τα κορίτσια, ειδικά τα πιο παλιά χρόνια, περνούσαν δειλά δειλά και «πογυριστά» από τη Λαμπρατζιά, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα αγόρια που τις ενδιέφεραν. Εκτός από τον μάρτη όμως, έριχναν στα κρυφά και μία τούφα μαλλιά για να πάψουν οι πονοκέφαλοι που τις βασάνιζαν.
Ο κλειδωμένος Άδης
Ένα άλλο έθιμο, το οποίο δεν συναντάται πολύ σήμερα ήταν το κλείσιμο του Άδη μέσα στην Εκκλησία. Την ώρα που ο ιερέας έβγαινε στον περίγυρο για να ψάλλει το Δεύτε λάβετε φως, σε κάποια χωριά, οι πόρτες της εκκλησίας έκλειναν. Έμενε μέσα όμως ένας, ο οποίος προσποιείτο τον Άδη ή το καμήλιν δηλαδή τον Σατανά. Έξω από την πόρτα της εκκλησίας, ο ιερέας έλεγε δυνατά «Άρατε πύλας οι άρχοντες και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης». Ο υποτιθέμενος Άδης ή Σατανάς, έπρεπε να απαντήσει πίσω τρεις φορές «Τις εστίν ούτος ο Βασιλεύς της δόξης;». Τότε ο ιερέας απαντούσε δυνατά «Κύριος κραταιός και δυνατός», άνοιγε με μία κλωτσιά την πόρτα και έμπαινε μαζί με το εκκλησίασμά μέσα στην εκκλησία.
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: Καλό Πάσχα από το μακρινό 1918 και το κρεοπωλείο της εποχής. Γιατί το θαύμα του Έλληνα είναι η αντοχή του