“…Το να ζεις μόνο δεν είναι αρκετό, είπε η πεταλούδα. Πρέπει να έχεις λιακάδα, ελευθερία και ένα μικρό λουλούδι…”. Xανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Έχουν περάσει 210 χρόνια από τον Απρίλιο του 1805 και το παραμύθι της ζωής του πιο μεγάλου παραμυθά στον κόσμο παραμένει αναλλοίωτο στο χρόνο γιατί είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Της Ελένης Μπετεινάκη*
«…Σουτ! Αρχίζει το παραμύθι! Όταν τελειώσει, θα ξέρουμε περισσότερα απ΄ότι τώρα…» Χ.Κ.Άντερσεν
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, πριν πολλά πολλά χρόνια στις 2 Απριλίου του 1805, σε μια μικρή πόλη της Δανίας, την Οντένσε, γεννιέται ο Χανς , γιος ενός φτωχού τσαγκάρη και μιας πλύστρας. Είναι ένα πολύ μικρό αγόρι, αδύναμο και καχεκτικό με πολλή φαντασία και ταλέντο στην ποίηση, στο θέατρο και τη δημιουργία ιστοριών. Σε ηλικία 7 χρόνων βλέπει την πρώτη θεατρική του παράσταση κι αποφασίζει πως όνειρο της ζωής του είναι να γίνει ηθοποιός.
Μένει ορφανός στα 11 του χρόνια και κάνει χίλιες δυο δουλειές για να επιβιώσει.
Το όνειρο του μένει ανεκπλήρωτο, όμως συνεχίζει να ελπίζει και να δημιουργεί με την φαντασία του ιστορίες. Τις παίζει με κούκλες σε ένα μικρό κουκλοθέατρο που έχει κατασκευάσει ο ίδιος για να ξεφεύγει από την μοναξιά του.
Με πολλές δυσκολίες καταφέρνει να τελειώσει το Γυμνάσιο στα 23 του χρόνια, λένε με βοήθεια πολλών επιφανών ανδρών της εποχής ανάμεσά τους κι ο ίδιος ο βασιλιάς της Δανίας Φρειδερίκος ο 6ος. Από το 1822 γράφει συνεχώς …
Το 1828 ο Χανς καταφέρνει να πετύχει τις εξετάσεις και να γίνει δεκτός στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης.
Δεν ολοκληρώνει ποτέ τις σπουδές του, συνεχίζει όμως το γράψιμο και σιγά σιγά αρχίζει να γίνεται γνωστός. Ένα από τα έργα που γράφει παρουσιάζεται στο Βασιλικό Θέατρο.
Στα 1835 καταφέρνει να γράψει το πρώτο του ολοκληρωμένο βιβλίο για παιδιά.
Οι ιστορίες του δημιουργούν ταραχή στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Όπως λένε οι κριτικοί, «ένα νέο αστέρι γεννιέται». Τα παιδιά αρχίζουν να τον αγαπούν.
Πιστεύουν πως είναι ένας άγγελος που γράφει ωραίες ιστορίες .
Το ταξίδι στην Ελλάδα
Του αρέσουν πολύ τα ταξίδια και γράφει αρκετή ταξιδιωτική λογοτεχνία. Στις 15 Μαρτίου 1841 ανεβαίνει στο ατμόπλοιο «Λεωνίδας» και στις 19 του ίδιου μήνα καταφέρνει να έρθει στην Ελλάδα.
Ενθουσιασμένος γράφει στο ημερολόγιό του:
«Πέρα από τη φωτεινή γαλάζια θάλασσα με χαιρετά η Ελλάδα. Αγνάντια από τα μάτια μου ο Μοριάς με το χιονόσκεπο βουνό να στράφτει στις λιαχτίδες, και το δελφίνι που πετά και χαίρεται το κύμα».
Με μια άμαξα κυκλοφορεί στην Αθήνα, το Θησείο, το Φάληρο, τον Κολωνό. Ανεβαίνει στην Ακρόπολη στις 2 Απριλίου του 1841 και γιορτάζει εκεί τα γενέθλιά του κλείνοντας τα 36 του χρόνια .
Μαγεύεται από τον Παρθενώνα και τον επισκέπτεται σχεδόν καθημερινά: « Στενά μονοπάτια σε οδηγούν ανάμεσα σε σπασμένα κιονόκρανα που είναι σαν το χιόνι, εκθαμβωτικά λευκά…» έγραψε ένα βράδυ επιστρέφοντας στο μικρό ξενοδοχείο όπου έμενε, στην οδό Ερμού, στην «Πόλη της Μινέρβας», όπως αποκαλεί την Αθήνα, «με τρία φράγκα ημερησίως» σε ένα δωμάτιο με θέα τον δρόμο.
Ο Πειραιάς αναφέρει έχει «περίπου 120 σπίτια…» και ο δρόμος προς την πρωτεύουσα που «…λίγα χρόνια πριν ήταν απλώς ένας βάλτος…» μοιάζει πια με εθνική οδό.
Στην Αθήνα που μένει περίπου έναν μήνα καταφέρνει να πραγματοποιήσει δυο επιθυμίες του. Με τη βοήθεια της δανικής παροικίας και των αδελφών Κρίστιαν και Θεόφιλου Χάνσεν, αρχιτεκτόνων που έκτισαν πολλά από τα σπουδαία κτίρια των Αθηνών, όπως το Πανεπιστήμιο, την Ακαδημία, τη Βιβλιοθήκη και το Νομισματοκοπείο κατάφερε να διαβάσει έργα του σε λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας και να γίνει δεκτός από το βασιλικό ζεύγος.
Το 1867 η πόλη του η Οντένσε του χαρίζει το « κλειδί της πόλης». Συνεχίζει να γράφει και να εκδίδει τα βιβλία του αντλώντας τα θέματά του από τον χαρακτήρα του αιώνιου παιδιού, από μύθους, θρύλους και μπαλάντες της χώρας του. Τον πόνο και την αποτυχία τη διαδέχεται στα παραμύθια του η γενναιοδωρία και η ελπίδα στη δικαιοσύνη.
Το άδοξο τέλος
Ένα ακόμα ατύχημα στη ζωή του σε μεγαλύτερη ηλικία πια σημαίνει και το τέλος του. Ενώ κοιμάται πέφτει από το κρεβάτι του και τραυματίζεται σοβαρά .
Περνούν τρία ολόκληρα χρόνια που δεν καταφέρνει να αναρρώσει και φεύγει από την ζωή στις 4 Αυγούστου 1875 έχοντας ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας του, τον χώρο και τον χρόνο.
Το όνομά του θα ταυτιστεί με τα παραμύθια. Μέσα από αυτά ψιθυρίζει ένα μήνυμα στα παιδιά: « Αν έχεις ένα όνειρο, μπορείς να γράψεις για τον εαυτό σου μια μαγευτική ιστορία!»
Και να θυμάστε λέει: «Τα παραμύθια είναι περήφανα. Έρχονται μόνο όταν τους αρέσει…»
Πολλά τα παραμύθια που έχει γράψει, όπως : «Η μικρή γοργόνα», «οι μαγικές γαλότσες», «Το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος», «τα καινούργια ρούχα του Αυτοκράτορα», «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», «Η βασίλισσα του χιονιού», «Η μαγική κασέλα», «Τα κόκκινα παπούτσια », «Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», «Η τοσοδούλα » , «Ο γιός του μπαλωματή», «Το μικρό χριστουγεννιάτικο έλατο», «Ο καπνοκαθαριστής και η βοσκοπούλα », «Ο μολυβένιος στρατιώτης», «οι αγριόκυκνοι» και τόσα άλλα.
Στον μαγικό κόσμο που δημιούργησε ο Άντερσεν όλοι και όλα έχουν δικαίωμα στη ζωή και στην αγάπη, άνθρωποι, ζώα ακόμη και αντικείμενα. Λένε πως μετουσίωνε και τους έρωτες που ο ίδιος δεν έζησε και τους έδινε την αθανασία, όπως ο Σβούρος που έμεινε μόνος του ή ο Κνουδ που τον εγκατέλειψε η Γιοχάνε.
Όπως ο Μολυβένιος στρατιώτης που αγάπησε ως το θάνατο την όμορφη μπαλαρίνα ή ο παλιάτσος που είδε την αγαπημένη του κολομπίνα να παντρεύεται άλλον. Όπως ο Ιμπ που τόσο πολύ ήθελε την Χριστίνα κι εκείνο το έλατο το χριστουγεννιάτικο που όλο κάτι ήθελε στην ζωή του, ανικανοποίητο πάντα.
Ο ίδιος ήταν σαν να έπαιρνε μέρος στα ιστορίες του κι ήταν περισσότερο απ΄όλους τους ήρωες του το «Ασχημόπαπο» που περίμενε καρτερικά την αναγνώριση, ώσπου μεταμορφώθηκε σε έναν πανέμορφο κύκνο. Τραγούδησε τη φύση, την αγάπη την ίδια τη ζωή κι ο λόγος ήταν όπως έγραψε σε ένα από τα ποιήματα του …το τραγούδι του ανθρώπου δεν τελειώνει ποτέ!
Κι έζησε αυτός στον χρόνο …κι εμείς που τον ακούμε και τον διαβάζουμε ,ακόμα τον τιμούμε και τον θυμόμαστε!
*Η Ελένη Μπετεινάκη είναι νηπιαγωγός