Η σεξουαλική ζωή του «Βασιλιά του Σουρεαλισμού», Σαλβαντόρ Νταλί, ήταν πιο εξωφρενική κι απ’ τους πίνακές του.
Ο ίδιος είχε παραδεχτεί, ότι προτιμούσε να παρακολουθεί, παρά να συμμετέχει στη σεξουαλική συνεύρεση.
Αυτός και η σύζυγός του, Γκαλά, διοργάνωναν όργια στο σπίτι τους κάθε σαββατοκύριακο.
Ο Νταλί μπορούσε έτσι να απολαύσει το θέαμα και η Γκαλά να ικανοποιήσει τις «ορέξεις» της.
Βέβαια, κανείς απ’ τους δύο δεν είχε ανάγκη τα οργανωμένα όργια για να απολαύσει το σεξ.
Ο Νταλί είχε αμέτρητους θαυμαστές και θαυμάστριες, που ήταν πρόθυμοι να γδυθούν για τον μεγάλο καλλιτέχνη, όποτε τους το ζητούσε.
Αρχικά, τους ζητούσε να ποζάρουν για κάποιο πίνακα και αργότερα κατέληγαν στην αγαπημένη “στάση” του Νταλί: εκείνοι στο έδαφος να “αυτοϊκανοποιούνται” και ο ζωγράφος να τους παρακολουθεί, κάνοντας το ίδιο.
Η γυναίκα του δεν προβληματιζόταν απ’ τη συμπεριφορά του.
Είχε κι η ίδια ένα «χαρέμι» νεαρών αντρών, για να καλύπτουν τις ανάγκες που δεν μπορούσε να καλύψει ο σύζυγός της.
Ήταν παντρεμένοι για 44 χρόνια, αλλά η σχέση τους δεν κλονίστηκε ποτέ από τις εξωσυζυγικές τους σχέσεις.
Οι «ιδιαιτερότητες» του Νταλί
Οι θεωρίες γύρω από τη σεξουαλικότητα και τα πιθανά «φετίχ» του ζωγράφου, είναι αμέτρητες.
Με κάθε διαφορετική ανάλυση των έργων του, ξεπηδά και μία διαφορετική θεωρία για την προσωπική και σεξουαλική ζωή του καλλιτέχνη.
Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του Νταλί, η περίεργη σχέση του με το σεξ ξεκίνησε, όταν ο Σαλβαντόρ ήταν ακόμα παιδί.
Ο πατέρας του είχε αφήσει ανοιχτό ένα βιβλίο με εικόνες από γεννητικά όργανα, που είχαν προσβληθεί από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.
Ο μικρός Σαλβαντόρ έτυχε να δει τις εικόνες με τα παραμορφωμένα όργανα και δεν τις ξέχασε ποτέ. Αυτή η παιδική ανάμνηση του δημιούργησε μία “προτίμηση” προς τη νεκροφιλία, την οποία ξεπέρασε μετά την ενηλικίωσή του.
Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν, ότι ο Νταλί είχε φοβία με το γυναικείο γεννητικό όργανο, γι’ αυτό επέλεγε να μη συμμετέχει στην πράξη. Μια άλλη θεωρία περιγράφει την εμμονή του Νταλί με τα οπίσθια και τα κόπρανα. Μπορεί να μην ίσχυε τίποτα από όλα αυτά. Μπορεί να ίσχυαν και όλα.
Δε θα ήταν καθόλου απίθανο, ένας εκκεντρικός και επιδειξιομανής καλλιτέχνης όπως ο Νταλί, να δημιουργούσε εξωφρενικές φήμες για τον εαυτό του, για να τραβήξει την προσοχή του κόσμου. Ο ίδιος ο Νταλί παραδέχτηκε, ότι δεν είχε καμία σεξουαλική επαφή μέχρι τα 25 του. Τότε γνώρισε τη μελλοντική σύζυγό του, Γκαλά.
Ορισμένοι υποθέτουν ότι, σε πιο νεαρή ηλικία, μπορεί να είχε ομοφυλοφιλική σχέση με τον ποιητή Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα.
Ήταν εξαιρετικά στενοί φίλοι και μία τέτοια εξέλιξη δε θα ξάφνιαζε πολλούς.
Ο Νταλί δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι είχαν σχέση: «Ο Λόρκα ήταν ομοφυλόφιλος, όπως όλοι ξέρουν και τρελά ερωτευμένος μαζί μου. Προσπάθησε να με «αποπλανήσει» δύο φορές. Εγώ εκνευρίστηκα πάρα πολύ, γιατί δεν ήμουν ομοφυλόφιλος και δεν με ενδιέφερε».
Σύζυγος και μάνατζερ
Η ανθεκτικότερη και ίσως και μοναδική αγάπη της ζωής του, ήταν η γυναίκα του, Γκαλά.
Το πραγματικό όνομά της ήταν Έλενα Ιβάνοβνα Ντιακόνοβα και είχε γεννηθεί στη Ρωσία.
Ο Νταλί τη γνώρισε στο Παρίσι, το 1929.
Εκείνος ήταν ένας γοητευτικός 25χρονος ζωγράφος, με απύθμενο ταλέντο.
Η Γκαλά ήταν 36 χρονών, παντρεμένη με το σουρεαλιστή ποιητή Πολ Ελυάρ και είχε μία κόρη.
Είχαν παντρευτεί όταν η Γκαλά ήταν μόλις 17 χρονών και εκτός από τον Νταλί, ο ποιητής ήταν ο μοναδικός άντρας με τον οποίο είχε σοβαρή σχέση.
Όμως είχε «ερωτικές ατασθαλίες» με πολλούς καλλιτέχνες, τον οποίων είχε υπάρξει και μούσα.
Η μελλοντική σύζυγος του Νταλί είχε ένα ιδιαίτερο ταλέντο: μπορούσε να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει τους καλλιτέχνες, ώστε να δημιουργήσουν τα ωραιότερα έργα τους.
Ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν ο Νταλί, για να “χαλιναγωγήσει” την ιδιοφυία του.
Με την Γκαλά στο πλευρό του, κατάφερε να γίνει ο “Βασιλιάς του Σουρεαλισμού”, ο πιο διάσημος και ακριβοπληρωμένος ζωγράφος στον κόσμο.
Βέβαια, η Γκαλά δεν ήταν εύκολος άνθρωπος.
Ήταν οργανωτική, πειθαρχημένη και πολύ αυστηρή με τον Νταλί και τους φίλους του. Ήξερε πως να “κουμαντάρει” τον ανέμελο σύζυγό της.
Σε πολλές περιπτώσεις, γινόταν εριστική και αγενής. Αλλά όλοι τη συγχωρούσαν, γιατί κανείς δεν ήθελε να προσβάλει τον Νταλί.
Εξάλλου, χωρίς την Γκαλά, σχεδόν κανείς δεν θα μπορούσε να συνεννοηθεί με τον εκκεντρικό καλλιτέχνη. Ήταν τυχεροί που και οι δύο ήταν τόσο χαλαροί σχετικά με το θέμα της μονογαμίας. Η Γκαλά είχε συνεχώς κάποιον όμορφο νεαρό δίπλα της, ακόμα κι όταν έφτασε σε πολύ μεγάλη ηλικία.
Ο Νταλί είχε τις προαναφερθείσες “παραξενιές”. Ήταν αχώριστοι μέχρι το 1969. Τότε, ο Νταλί αγόρασε το “Κάστρο του Πούμπολ” στην Ισπανία, για τη γυναίκα του. Από τότε, η Γκαλά έμενε μόνη της και ο Νταλί την επισκεπτόταν μόνο μετά από δίκη της γραπτή πρόσκληση.
Αν και δεν έμεναν μαζί, συνέχισαν να είναι πολύ καλοί φίλοι. Η αγάπη και το ενδιαφέρον του ενός για τον άλλον δεν έπαψαν ποτέ.
Η Γκαλά πέθανε το 1982, σε ηλικία 89 ετών. Μετά τον θάνατό της, ο Νταλί γέρασε “μέσα σε μία νύχτα”.
Ο έντονος και δραστήριος άνθρωπος μεταμορφώθηκε σε έναν ηλικιωμένο και κουρασμένο κύριο, χωρίς καμία όρεξη για ζωή.
Πέθανε κι εκείνος το 1989, σε ηλικία 84 ετών.
Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο “Θέατρο Μουσείο Νταλί”, όπου παρακολουθούσε ανθρώπους από όλο τον κόσμο να θαυμάζουν τα έργα του.
Επέλεξε να ταφεί μέσα στο μουσείο, περιτριγυρισμένος από τους “καρπούς” μιας ζωής.
Της Αθηνάς Τζίμα