Γεννήθηκε την 1η Μαρτίου του 1445, τη χρυσή εποχή της Φλωρεντικής Αναγέννησης, εργάστηκε υπό την προστασία του Λορέντζο των Μεδίκων, επέζησε εισβολών και απειλών για πραξικοπήματα και άκουσε τα πύρινα κηρύγματα του λιποτάκτη μοναχού Τζιρολάμο Σαβοναρόλα.
Το όνομά του ήταν Αλεσάντρο ντι Μαριάνο Φιλιπέπι και τον φώναζαν Σάντρο.
Το επώνυμο Μποτιτσέλι προήλθε από το παρατσούκλι του αδελφού του, Μποτιτσέλο, που σημαίνει βαρελάκι.
Ευχαριστώ τους χορηγούς μου
Η Φλωρεντία της Αναγέννησης ήταν επίκεντρο εμπορικής δραστηριότητας που εκτεινόταν ως τη Σκωτία βορειοδυτικά και τον Λίβανο νοτιοδυτικά.
Υποτίθεται πως ήταν δημοκρατία, όμως μία οικογένεια κυβερνούσε στα παρασκήνια.
Οι Μέδικοι έγιναν ζάπλουτοι εφευρίσκοντας τις διεθνείς τραπεζικές συναλλαγές.
Στα 19 του χρόνια, ο Λορέντζο ο Μεγαλοπρεπής ανέλαβε την τράπεζα και την πόλη μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Ο Μποτιτσέλι βρέθηκε στον στενό κύκλο του πρίγκιπα. Βαδίζοντας στους κήπους με γλυπτά του προστάτη του και τρώγοντας ψητό παγώνι, ο καλλιτέχνης μάλλον ένιωθε έντονα τη διαφορά με το βυρσοδεψείο του πατέρα του, που βρωμούσε κοπριές κότας και ούρα αλόγων.
Ο Μποτιτσέλι μετά τη βασική του εκπαίδευση, μαθήτευσε κοντά σε τοπικό καλλιτέχνη.
Το 1470 είχε το δικό του εργαστήριο και το 1475 ολοκλήρωσε την Προσκύνηση των Μάγων, τον πίνακα που τον έκανε διάσημο.
Ο Μποτιτσέλι σ’ αυτό το έργο, αποτίοντας φόρο τιμής στους προστάτες του, τους Μεδίκους, συμπεριέλαβε τους περισσότερους από την οικογένεια του πελάτη του.
Ήταν μια τακτική που συνήθιζαν οι καλλιτέχνες από τον Μεσαίωνα απεικονίζοντας τους προστάτες τους σε θρησκευτικές συνθέσεις.
Έβαλε επίσης κάτω δεξιά και το πρόσωπο ενός νεαρού με κίτρινη φορεσιά που κοιτάζει απευθείας, σχεδόν προκλητικά, τον θεατή: ήταν ο ίδιος ο καλλιτέχνης.
Λίγο μετά την «Προσκύνηση», οι Μέδικοι ζήτησαν από τον Μποτιτσέλι να ζωγραφίσει τη συνωμοσία των Πάτσι, μιας επιφανούς φλωρεντινής οικογένειας που συμμάχησε με τον Πάπα Σίξτο Δ’ και τον αρχιεπίσκοπο της Πίζας, οι οποίοι ήταν εχθροί των Μεδίκων για την αλλαγή καθεστώτος στη Φλωρεντία.
Το σχέδιό τους ήταν να σκοτώσουν τον Λορέντζο και τον αδελφό του, Τζουλιάνο.
Στις 16 Απριλίου 1478, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας στον Καθεδρικό της Φλωρεντίας, δολοφόνοι επιτέθηκαν στους αδελφούς.
Ο Τζουλιάνο υπέκυψε στις καταιγιστικές μαχαιριές, όμως ο Λορέντζο απέδρασε πληγωμένος και οχυρώθηκε στο βαπτιστήριο.
Οι συνωμότες έσπευσαν στην κεντρική πλατεία για να ξεσηκώσουν το λαό, αλλά οι Φλωρεντίνοι τους αλυσόδεσαν. Την ίδια νύχτα κρεμάστηκαν.
Για να δείξουν ότι η δικαιοσύνη θα είναι άμεση για όσους τα βάζουν με τους Μεδίκους, η οικογένεια ανέθεσε στον Μποτιτσέλι μια τοιχογραφία με τους οκτώ βασικούς συνωμότες να κρέμονται νεκροί.
Η «Γέννηση της Αφροδίτης»
Μετά από τις τοιχογραφίες του στην Καπέλα Σιστίνα της Ρώμης, ο Μποτιτσέλι επέστρεψε στη Φλωρεντία όπου ο κλασικισμός ήταν μόδα.
Όλοι διάβαζαν Πλάτωνα και μιλούσαν περί ψυχής. Σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, ο Μποτιτσέλι δημιούργησε τις «μυθολογίες», μεταξύ των οποίων η Πριμαβέρα και η Γέννηση της Αφροδίτης.
Το ύφος τους είναι ένα παράξενο κράμα, όπου οι μορφές παριστάνουν αρχαίες θεότητες, αλλά οι σκηνές είναι καθαρά αναγεννησιακές και επηρεασμένες από τη νεοπλατωνική φιλοσοφία.
Στη «Γέννηση της Αφροδίτης», η θεά του έρωτα στέκει πάνω σ’ ένα όστρακο, νεογέννητη από την αφρό της θάλασσας.
Κατά τη φιλοσοφική ερμηνεία, η Αφροδίτη εκπροσωπεί την ομορφιά κι αφού ομορφιά ίσον αλήθεια, το έργο γίνεται αλληγορία της αλήθειας που έρχεται στον κόσμο.
Ίσως πάλι να είναι απλώς ένας φόρος τιμής στον έρωτα και τη γυναικεία ομορφιά.
Η ομορφιά του προσώπου της στη «Γέννηση της Αφροδίτης» μας αποσπά από τις δυσαναλογίες του σώματός της.
Δεν έχει ωμοπλάτες και στέρνο και το αριστερό χέρι κρέμεται παράξενα στο πλευρό της. Τα στήθη είναι ολοστρόγγυλα και πολύ μικρά για το σώμα της, ο κορμός είναι πολύ μακρύς και ο αφαλός βρίσκεται πολύ ψηλά στην κοιλιά.
Όλο της το βάρος πέφτει στο αριστερό ισχίο κι είναι απορίας άξιο πώς στέκει στο όστρακο. Όμως τα ελαττώματα δεν χαλούν την εικόνα. Ο Μποτιτσέλι προτιμούσε την κομψότητα από τη ρεαλιστική αναπαράσταση.
Από τους τραπεζίτες στη θεοκρατία
Παρά τη θεραπευτική αγωγή που περιλάμβανε ακόμη και μαργαριτάρια σε σκόνη, ο Λορέντζο των Μεδίκων πέθανε τον Μάρτιο του 1492 και τον έλεγχο της Φλωρεντίας ανέλαβε ο πρωτότοκος γιος του, ο Πιέρο. Δυο χρόνια αργότερα, ο Πιέρο παραχώρησε τον έλεγχο στον στρατό των Γάλλων εισβολέων, οπότε έξαλλοι Φλωρεντίνοι κατέλαβαν το ανάκτορο των Μεδίκων κι η οικογένεια πήρε το δρόμο της εξορίας.
Πριν από λίγα χρόνια, ο μοναχός Σαβοναρόλα είχε αρχίσει τα πύρινα κηρύγματα που καταδίκαζαν τις αμαρτίες όλου του κόσμου.
Μετά τη γαλλική εισβολή, ο Σαβοναρόλα έπεισε τον Γάλλο Βασιλιά να φύγει κι οι ευγνώμονες κάτοικοι του παραχώρησαν την πολιτική εξουσία.
Η ελεύθερη Φλωρεντία έγινε θεοκρατική στα χέρια του Σαβοναρόλα
Ομάδες νεαρών που ονομάζονταν «μικροί άγγελοι» γύριζαν στους δρόμους και προσέβαλλαν τις γυναίκες με φανταχτερά ρούχα ή βαθύ ντεκολτέ.
Εισέβαλλαν σε σπίτια κι έψαχνα τράπουλες, καλλυντικά και πορνογραφήματα, τα κατήσχαν όλα και τα έκαιγαν σε μια πυρά ύψους 20 μέτρων, στην κεντρική πλατεία.
Το πώς αντέδρασε σ’ όλα αυτά ο Μποτιτσέλι είναι άγνωστο. Ο βιογράφος του, Τζόρτζο Βασάρι, υποστήριξε ότι ο ζωγράφος υπήρξε οπαδός του Σαβοναρόλα κι έκαψε τα ίδια του τα έργα, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για αυτό.
Πάντως, τη δεκαετία του 1490 βρίσκουμε έναν νέο τόνο στο έργο του, μια απλότητα κι ίσως μία αυστηρότητα.
Ο παγανισμός είχε δώσει τη θέση του στον χριστιανισμό.
Ο Σαβοναρόλα όμως δεν μπορούσε να ρίχνει επ’ άπειρον τους ισχυρούς στις φωτιές της κόλασης.
Αγνόησε τον αφορισμό του 1497, όμως τον επόμενο χρόνο ο Πάπας Αλέξανδρος ΣΤ’ απείλησε τη Φλωρεντία με αποκλεισμό και οι ηγέτες της πόλης κατάλαβαν ότι κινδύνευε να καταστραφεί η οικονομία.
Ο Σαβοναρόλα και οι άνθρωποί του συνελήφθησαν, βασανίστηκαν κι εκτελέστηκαν.
Ο Βασάρι αναφέρει ότι όλα αυτά ενόχλησαν τόσο τον Μποτιτσέλι ώστε έπαψε να ζωγραφίζει, όμως στην πραγματικότητα ολοκλήρωσε πολλά έργα ακόμη, θρησκευτικά και μυθολογικά.
Όταν πέθανε, στις 17 Μαΐου του 1510, βρισκόταν εκτός μόδας.
Οι χλωμές του Μαντόνες φάνταζαν ξεπερασμένες πλάι στα γυμνά του Μικελάντζελο.
Ο Μποτιτσέλι παρέμεινε ξεχασμένος για τρεις αιώνες.
Μόλις στα μέσα του 19ου αιώνα το ευρύ κοινό ανακάλυψε κι εκτίμησε ξανά το έργο του.
ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Ζωγράφων» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ».