«Λογιότατέ μοι, τούτο το ατιμοκίνητο, μας εκόστισε αηδόνι και εβγήκεν κούκος!»
Με αυτά τα λόγια, ο ποιητής και τροβαδούρος της εποχής του 1821, Σπυριδώνης, σχολίασε ένα ατμοκίνητο που αγόρασε το νεοσύστατο κράτος από τον Άγγλο Κόχραν και κόστισε πολύ περισσότερα χρήματα απ΄ όσα πραγματικά άξιζε.
Η είδηση της αγοράς διαδόθηκε γρήγορα και ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί για να θαυμάσει το πλοίο.
Όταν όμως το είδε ο Σπυριδώνης, διαπίστωσε ότι «δεν άξιζε τα λεφτά του».
Ο ποιητής έκανε ένα έξυπνο λογοπαίγνιο με τις λέξεις ατμοκίνητο και ατιμοκίνητο, αλλά η φράση του: εκόστισεν αηδόνι και εβγήκεν κούκος, καθιερώθηκε και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για να δηλώσει ακριβώς το ίδιο.
Ο ποιητής χρησιμοποίησε τα δύο συγκεκριμένα πτηνά, λόγω της διαφοράς που έχουν στο κελάηδισμα τους (το ένα υποδεέστερο του άλλου).
Το ίδιο πτηνό, ο κούκος χρησιμοποιείται και στη φράση «ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη» η οποία χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ένα μόνο στοιχείο δεν είναι αρκετό για να στοιχειοθετηθεί μια κατάσταση.
Η αρχική φράση, που προέρχεται από μύθο του Αισώπου, είναι «ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη», αλλά η εκδοχή με τον κούκο επικράτησε.
Σύμφωνα με τον μύθο, ένας σπάταλος νέος ξόδεψε όλη του την περιουσία απερίσκεπτα και το μόνο που του είχε απομείνει ήταν ένας χειμωνιάτικος χιτώνας.
Όταν μια μέρα είδε ένα χελιδόνι να πετάει στον ουρανό, πίστεψε πως είχε έρθει η άνοιξη και πως το πανωφόρι του ήταν πια άχρηστο και το πούλησε κι αυτό για να βγάλει λίγα ακόμη χρήματα.
Ο χειμώνας όμως δεν είχε τελειώσει, το κρύο επανήλθε και ο νέος δεν είχε πως να ζεσταθεί.
Το χελιδόνι που είχε δει δεν ήταν αρκετό για να φέρει και την άνοιξη που τόσο ποθούσε για να πουλήσει και το τελευταίο του ιμάτιο.