του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά από τον Μικρό Ρωμιό
Αναζητούν χρόνια τώρα οι γλωσσολόγοι και οι λεξικογράφοι την προέλευση της λέξης «μόρτης», η οποία έφθασε να σημαίνει τον άνθρωπο του δρόμου, αυτόν που ζει με ύποπτους ή ανέντιμους τρόπους, τον μάγκα, το αλάνι. Οι περισσότεροι βλέπουν ιταλική ρίζα (συγκοπή του beccamorti = τυμβωρύχος και morto = νεκρός).
Άλλοι το mordace, δηλαδή χλευαστικός, δηκτικός, πικρόγλωσσος και άλλοι το τουρκικό morto/u, δηλαδή το κουφάρι, που είναι και πάλι δάνειο από την ιταλική. Σμυρνιοί ιστορικοί έχουν πολλά να μας αφηγηθούν για την ιστορία που κρύβεται πίσω από τους μόρτηδες.
Έτσι αποκαλούσαν όσους είχαν προσβληθεί από πανώλη και είχαν καταφέρει να επιβιώσουν και να περιέλθουν σε κατάσταση ανοσίας.
Οι μόρτηδες ή μόρτες, όταν προσβαλλόταν η Σμύρνη από επιδημία πανώλης, γίνονταν οι κυρίαρχοι της πόλης. Μόνον αυτοί κυκλοφορούσαν στους δρόμους.
Χρησίμευαν ως φύλακες όσων προσβάλλονταν από τη φοβερή αρρώστια, δεν έπαιρναν προφυλάξεις και κοιμούνταν πλάι στους αρρώστους.
Οι μόρτηδες πήγαιναν στα σπίτια των ασθενών και τους μετέφεραν στο «λοιμοκομείο», φροντίζοντας και για την απολύμανση των δωματίων. Ο επικεφαλής τους ονομαζόταν Βαρδιάνος. Προπορευόταν του φορείου, το οποίο αποκαλούσαν «σέντια» και χτυπούσε το ραβδί του στο λιθόστρωτο για να ειδοποιεί τους υγιείς να κλείνουν ερμητικά τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών τους.
Ποια ήταν τα Μορτάκια
Όσο για τα Μορτάκια, ήταν οικήματα που ανεγέρθηκαν το 1838 σε οικόπεδο που δώρισε ο Αγγελής Χαϊκάλης και θεωρούνταν κατάλληλα για τη νοσηλεία όσων προσβάλλονταν από πανώλη. Αλλά μετά από μια επιδημία τα οικήματα εγκαταλείφθηκαν και εκεί εγκαταστάθηκαν άπορες χριστιανικές και εβραϊκές οικογένειες.
Επίσης, στα σπίτια αυτά φιλοξενήθηκαν και πολλοί από τους πυρόπληκτους μετά τη φωτιά που κατέκαψε τη Σμύρνη το καλοκαίρι του 1845.
Στα τέλη περίπου του 19ου αιώνα η συνοικία Μορτάκια είχε περισσότερους από 2.500 κατοίκους. Ήταν μια υποβαθμισμένη συνοικία όπου οι άνθρωποι ζούσαν με στερήσεις και περιβαλλόταν από έλη, ενώ οι κάτοικοί τους ήταν ψαράδες, εργάτες ή μικροέμποροι που διατηρούσαν τα ρυπαρά μαγαζάκια τους.
Ο Εβραίος μικροέμπορος έβρισκε μια γωνιά για να εγκαταστήσει το μικρό κινητό του κατάστημα με πολύχρωμες συλλογές ψεύτικων βραχιολιών και διαφόρων μικροπραγμάτων, άλλος έβρισκε τρόπο να στήσει μια πυραμίδα με πεπόνια και να διαλαλεί την πραμάτεια του, σταφύλια, κρεμμύδια κ.α. Έτσι, τα Μορτάκια, τα οποία παλιότερα ονόμαζαν και «Πρωτοδοχείον», έμειναν να θυμίζουν τον τόπο των ενδεών. Φτωχός τόπος, αλλά γεμάτος ζωή και περιπέτειες.
Διαβάστε: Πώς η κυβέρνηση Τρικούπη χρησιμοποίησε «άεργους και λωποδύτες» για να σώσουν την Αθήνα από τη χολέρα, λίγο πριν από το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν»