Ο Αντόνι Γκαουντί θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς αρχιτέκτονες και είναι ο άνθρωπος που έδωσε στη Βαρκελώνη το ιδιαίτερο χρώμα της.
Η πόλη είναι γεμάτη με τα δημιουργήματά του που ξεχειλίζουν από φαντασία.
Κτίρια με πολύχρωμες προσόψεις, καμπυλόμορφα σχήματα και πλούσια διακόσμηση με κομμάτια από χρωματιστά κεραμικά πλακίδια.
Το σημαντικότερο έργο του είναι ο ρωμαιοκαθολικός ναός, Sagrada Familia.
Ο Γκαουντί αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην κατασκευή του ναού, όμως δεν πρόλαβε να τον τελειώσει.
Άρχισε να ασχολείται με την κατασκευή της εκκλησίας το 1883 και από το 1925 έμενε μέσα, έχοντας αφιερώσει όλο το χρόνο του στην ολοκλήρωση του έργου του.
Ο Γκαουντί ήταν βαθιά θρησκευόμενος και έβγαινε από το εργαστήριό του μόνο για να πάει σε κοντινή εκκλησία και να προσευχηθεί.
Το πρωινό της 7ης Ιουνίου του 1926, καθώς περπατούσε προς την εκκλησία, χτυπήθηκε από διερχόμενο τραμ, τραυματίστηκε σοβαρά και έπεσε λιπόθυμος. Τα άσχημα ρούχα που φορούσε και το γεγονός ότι δεν είχε πάνω του ταυτότητα ή κάποιο άλλο έγγραφο με το όνομά του έκανε τους περαστικούς να θεωρήσουν ότι ήταν ζητιάνος. Ένας αστυνομικός τον μετέφερε με ταξί στο νοσοκομείο όπου έλαβε τη στοιχειώδη περίθαλψη. Την επομένη, όταν τον αναγνώρισε ένας ιερέας, είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος. Η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί και οι γιατροί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα περισσότερο για να τον σώσουν.
Ο Γκαουντί πέθανε στις 10 Ιουνίου σε ηλικία 74 ετών.
Οι Καταλανοί ευελπιστούν να έχουν ολοκληρώσει το έργο μέχρι το 2026, οπότε συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον θάνατό του.
Ο Γκαουντί είχε δείξει από μικρός το ταλέντο του στο σχέδιο και στο σχολείο ήταν άριστος στη Γεωμετρία, τη Μουσική και τα Αρχαία Ελληνικά.
Όσο ήταν νέος υπέφερε από ρευματισμούς κάτι που τον έκανε απόμακρο και εσωστρεφή. Ήταν χορτοφάγος, θρησκευόμενος και πολύ συχνά έκανε εξαντλητικές νηστείες με αποτέλεσμα το 1894 να κινδυνεύσει η ζωή του.
Άρχισε να σπουδάζει Αρχιτεκτονική σε ηλικία 17 χρόνων στο πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και ταυτόχρονα εργαζόταν ως βοηθός σε αρχιτεκτονικά γραφεία για να πληρώνει το νοίκι του.
Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας πήρε πολλές αναρρωτικές άδειες, τις οποίες αξιοποίησε για να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Όταν ο Γκαουντί αποφοίτησε από τη σχολή Αρχιτεκτονικής ο διευθυντής είπε στους καθηγητές: «Κύριοι, έχουμε δίπλα μας μια ιδιοφυΐα ή έναν παρανοϊκό!».
Τα πρώτα του έργα ήταν δύο φανάρια για τον φωτισμό δρόμων της πόλης, που του ανέθεσε το δημοτικό συμβούλιο της Βαρκελώνης.
Αργότερα δημιούργησε και το πρώτο του σημαντικό έργο, την περίφημη Casa Vicens που τον έκανε ευρέως γνωστό.
Εκείνη την εποχή ο Γκαουντί πήρε μέρος στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Ο πάμπλουτος επιχειρηματίας Eusebi Güell είδε τα έργα του και ενθουσιασμένος ζήτησε να γνωρίσει τον νεαρό τότε αρχιτέκτονα. Η γνωριμία τους αποτέλεσε σταθμό στη ζωή του Γκαουντί. Ο Güell τού ανέθεσε να φτιάξει την οικία και ένα πάρκο, το Πάρκο Güell, που σήμερα είναι ένα από τα πιο πολυσύχναστα αξιοθέατα της πόλης και έχει ανακηρυχθεί από την UNESCO σε μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς.
Στο Πάρκο Güell ο Γκαουντί έζησε περίπου 20 χρόνια. Το 1906 εγκαταστάθηκε σε σπίτι εντός του πάρκου με τον πατέρα του και την ανιψιά του, καθώς η μητέρα του είχε ήδη πεθάνει. Εκεί έζησε μέχρι το 1925, οπότε μετακόμισε στο εργαστήριό του μέσα στη Sagrada Família.