Ένας νεαρός φιλόλογος το 1922 έγραφε στους φίλους του πως αντιπαθούσε την Κύπρο και τους Κύπριους, και πως από όλη την «άσχημη» Κύπρο, τον ενθουσίαζε μόνο η «καθαρή και ευρωπαϊκή Λεμεσός». Ο λόγος για τον Σμυρνιό Ιωάννη Συκουτρή, το έργο του οποίου κατηγορήθηκε για ομοφυλοφιλικές τάσεις. Ο ίδιος βρέθηκε νεκρός το 1937 στην Κόρινθο. Ο θάνατός του αποδίδεται σε αυτοκτονία με ισχυρή δόση veronal.
Η παραμονή στην Κύπρο
Γύρω στα μέσα Οκτωβρίου 1922 ένας νέος με γυαλιά και έντονα τα χαρακτηριστικά της πρώτης ενηλικίωσης, περνάει το κατώφλι της Μητρόπολης στη Λάρνακα
και ζητάει συνάντηση με τον Μητροπολίτη Νικόδημο Μυλωνά. Στο χέρι του κρατά μία επιστολή, υπογεγραμμένη από το διευθυντή του Ιεροδιδασκαλείου Γεώργιο Ματσάκη, στην οποία αναγράφονται οι λεπτομέρειες της πρόσληψής του. Πρόκειται για τον Ιωάννη Συκουτρή, έναν από τους κορυφαίους φιλολόγους της εποχής του, παρά το νεαρό της ηλικίας του.
Ο φιλόλογος του οποίου τα μαθήματα των αρχαίων ελληνικών προκαλούσαν έξαρση, άφησε το στίγμα του και στο Ιεροδιδασκαλείο Λάρνακας, όπου δίδαξε για δύο χρόνια.
Ο «μόνος και ξένος» Σμυρνιός, όπως ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του σε κάποιες από τις επιστολές του, εγκαταστάθηκε στο νησί το 1922, ως φιλόλογος στο Ιεροδιδασκαλείο Λάρνακος, όπου και παρέμεινε έως το 1924. Η εμπειρία του, όπως διαγράφεται μέσα από τις επιστολές που έστελνε στην Ελλάδα, δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη και ρομαντική. Ο ίδιος φαινόταν υπερβολικά απογοητευμένος από το νησί που τον φιλοξενούσε και η πίκρα του για την απώλεια της αγαπημένης του Σμύρνης την ίδια χρονιά που τον εξανάγκασε στην προσφυγιά, προκαλούσε το μίσος για οποιονδήποτε είχε πατρίδα.
Οι Κύπριοι είναι ένας λαός πτωχός κι εργατικός, εύπιστοι και αγαθοί αλλά και αγενείς και κουτοπόνηροι.
Οι χαρακτηρισμοί που προσέδιδε για τον λαό της Κύπρου, κατά τα δύο χρόνια παραμονής του στο νησί ως δάσκαλος στη Λάρνακα τις περισσότερες φορές είναι αρνητικοί και αντιφατικοί. Σε πολλά του γράμματα προς την Όλγα Κομνηνού, εντοπίζουμε την άποψη του είτε για τους; μαθητές του είτε γενικότερα για την κυπριακή κοινωνία, όπου άλλοτε τους παρουσιάζει ως αγαθούς κι άλλοτε ως κουτοπόνηρους. Άλλοτε ως λαό εργατικό κι άλλοτε ως ασυνήθιστο στη βαρειά εργασία. Σε γενικές γραμμές δεν φαίνεται να ανέπτυξε ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις με τους Κύπριους. Τις περισσότερες φορές καχύποπτος καθώς ήταν ένιωθε να βιώνει τον φθόνο που τους προκαλούσε και σχεδόν πάντα θεωρούσες ότι ήταν αδύνατο να αναπτύξει μια συζήτηση με ανθρώπους «πνευματικά κατώτερους» του.
Λεμεσός: πόλη ευρωπαϊκή και καθαρή
Σχετικά με τις εντυπώσεις του γύρω από τις κυπριακές πόλεις, υπάρχουν πολλές αναφορές στα γράμματά του. Ο Συκουτρής ήταν δεινός πεζοπόρος ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια και συνήθιζε να πραγματοποιεί αρκετά συχνά, πολύωρες πεζοπορίες. Αν και θεωρούσε τη Λάρνακα και τη Λευκωσία τις «ασχημότερες πόλεις» για τη Λεμεσό είχε άλλη άποψη. Σε μία επιστολή του όπου περιγράφει πως περπάτησε από τη Λάρνακα στη Λεμεσό εντός μίας ημέρας, την παρουσιάζει όμορφη, καθαρή, ευρωπαϊκή παρομοιάζοντάς την με την Τριπολιτσά, αλλά πιο πολυτελής και ευρωπαϊκή.
Η επικοινωνιακή αδεξιότητα
Σε πολλές από τις επιστολές του, τις οποίες ανακάλυψε ο φιλόλογος Φάνης Ι. Κακριδής στα κατάλοιπα της μητέρας του Όλγα Κομνηνού-Κακριδή και πλέον κυκλοφορούν σε μία έκδοση εκ μέρους του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, εντοπίζονται πολλά από τα συναισθήματα του νεαρού φιλολόγου, όπου ασκεί κριτική όχι μόνο στους γύρω του αλλά και στον εαυτό του. Παρ’ όλη την οξυδέρκεια που τον χαρακτηρίζε καθώς και τις γνώσεις του, ιδίως γύρω από ζητήματα φιλολογικά, ο ίδιος χαρακτηριζόταν από επικοινωνιακή αδεξιότητα. Αδυνατούσε να προσεγγίσει εύκολα άλλους ανθρώπους και τις περισότερες φορές προτιμούσε τη μοναξιά του. Στις επιστολές του μιλάει για «παχύ εγωισμό», «ψυχρότητα και αναισθησίαν» και αυτοχαρακτηρίζεται «μισόκοσμος», «υπερβολικός», «κακός και καχύποπτος». Όλη αυτή η αδυναμία να κοινωνικοποιηθεί, παρουσιάζεται ιδίως από τον τρόπο που περιγράφει τις σχέσεις του είτε με τους μαθητές του είτε με τους συναδέλφους και άλλους, χαρακτηρίζοντάς τους ως πνευματικά κατώτερους ανθρώπους, οι οποίοι τον φθονούν και τον μισούν.
Ο ίδιος, ψυχικά πληγωμένος από την απώλεια της ιδιαίτερης πατρίδας του, φανερώνει μέσα από τα γράμματά του, μία απέχθεια προς κάθε Έλληνα που είχε την ευκαιρία και την «τύχη» να ζεί στον τόπο του και δεν έιχε βιώσει την προσφυγιά.
Το Συμπόσιο, οι επιθέσεις και η αυτοκτονία.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1937 ο Ιωάννης Συκουτρής, σε ηλικία μόλις 36 ετών εντοπίστηκε νεκρός από τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου Κεντρικόν στην Κόρινθο, όπου την προηγούμενη νύχτα είχε αυτοκτονήσει με ισχυρή δόση veronal. Απογοητευμένος από τον κοινωνικό του περίγυρο, είχε λυγίσει ψυχικά μπροστά στις κατηγορίες που του καταλόγιζαν για αναφορές σε ομοφυλοφιλία και παιδεραστία στην Αρχαία Ελλάδα.
Από την Κύπρο αποχώρησε το 1924, όπου επέστρεψε στην Αθήνα και διορίστηκε βοηθός στο Φιλοσοφικό Σπουδαστήριο του Πανεπιστημίου. Το 1925 παντρεύτηκε, αναγορεύτηκε διδάκτορας και αναχώρησε για σπουδές Κλασικής Φιλολογίας στην Γερμανία, όπου παρέμεινε μέχρι το 1929. Επιστρέφοντας ένα χρόνο αργότερα, εξελέγη υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ενώ το 1934 εξέδωσε τον πρώτο τόμο της σειράς το Συμπόσιο του Πλάτωνα.
Όταν το 1936 του προτάθηκε έδρα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή, οι εχθροί του εκμεταλλευόμενοι το Συμπόσιο, τον κατηγόρησαν ψευδώς πως επινόησε αναφορές στις γενετήσιες σχέσεις στην αρχαία Ελλάδα παραπέμποντας σε παιδεραστία. Οι επιθέσεις κορυφώθηκαν και από εξωακαδημαϊκούς κύκλους, αρχικά από την εφημερίδα Επιστημονική Ηχώ και στην συνέχεια από διάφορους συλλόγους και από την Ιερά Σύνοδο. Για το ίδιο θέμα κατατέθηκαν εναντίον του δύο μηνύσεις. Αν και ο ίδιος προέβη σε απάντηση με επιχειρήματα ενάντια σε όλη αυτήν την καταδίκη, με τον τίτλο «Η εκστρατεία κατά του Συμποσίου. Τα κείμενα και οι κολουροπώλαι, 1937», απογοητευμενος από τον κοινωνικό του περίγυρο και την πολεμική που δέχτηκε, κλείστηκε στον εαυτό του.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1937 ο Συκουτρής ταξίδεψε με τρένο για την Κόρινθο, όπου και έμεινε σε ξενοδοχείο και συναντήθηκε επανειλημμένα με τον φίλο του φιλόλογο Ιωάννη Γιαμπουράνη. Την Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου ο Συκουτρής αποφάσισε να ανέβει στον Ακροκόρινθο ενώ την ίδια μέρα συνένταξε ένα δυσανάγνωστο βιαστικό σημείωμα προς τον καθηγητή του Πολυτεχνείου Άγγελο Καλαμαρά στο οποίο κληροδοτούσε τα βιβλία του στην Ακαδημία, άφηνε ένα χρηματικό πόσο στην γυναίκα του και ζητούσε να δημοσιευτεί το τμήμα της εισαγωγής στην «ποιητική» του Αριστοτέλη που είχε ολοκληρώσει χωρίς κανείς να προσπαθήσει να το συμπληρώσει. Αυτή θα ήταν και η τελευταία του επιστολή, αφού την επομένη εντοπίστηκε νεκρός.
Πηγή: Γράμματα του Ιωάννη Συκουτρή από την Κύπρο (1922-1924), Μ.Ι.Ε.Τ