Από νεαρή ηλικία, ο Άρθουρ Κόναν Ντόυλ έμπλεκε σε καβγάδες με κάθε λογής αχρείους προς υπεράσπιση των γυναικών.
Στον εξώστη ενός θεάτρου έδειρε μια παρέα στρατιωτών επειδή ένας απ’ αυτούς είχε σπρώξει μια νέα που βρισκόταν κοντά τους.
Όταν πρωτοέφτασε στο Πόρτσμουθ, όπου σκεφτόταν να εγκατασταθεί ως γιατρός, ξυλοκόπησε έναν άντρα που είδε να κλωτσάει μια γυναίκα στον δρόμο.
Για μεγάλη τύχη ή ατυχία, ο άντρας παρουσιάστηκε την επόμενη μέρα στο ιατρείο του και ήταν ο πρώτος ασθενής του, παρ’ ότι δεν αναγνώρισε τον γιατρό, ως τον άνθρωπο που του επιτέθηκε.
Ο Ντόυλ, ωστόσο, συνέχισε να μην ελέγχει το χέρι του όταν επρόκειτο για την υπεράσπιση των γυναικών.
Ταξίδευε με το τρένο στη Νότια Αφρική, όταν ένας από τους ενήλικους γιους του τόλμησε να σχολιάσει πόσο άσχημη ήταν μια γυναίκα που περνούσε απ’ τον διάδρομο.
Προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ο νέος δέχτηκε ένα χαστούκι και είδε το κατακόκκινο πρόσωπο του γέρου πατέρα του να τον πλησιάζει και να του λέει μειλίχια: «Να θυμάσαι ότι καμιά γυναίκα δεν είναι άσχημη».
Η «πλατωνική» αρραβωνιαστικιά
Ο Άρθουρ Κόναν Ντόυλ ήταν αυταρχικός με την οικογένειά του.
Τα χρόνια που η πρώτη του σύζυγος, η Τούι, ήταν άρρωστη με φυματίωση και εκείνος ήδη αγαπούσε την Τζην Λέκι, την οποία αργότερα παντρεύτηκε, τα νεύρα του ήταν τεντωμένα και ενέπνεε μάλλον τρόμο παρά σεβασμό στα βλαστάρια του.
Με τα παιδιά που απέκτησε από τη δεύτερη γυναίκα του όμως, ήταν πιο καλοσυνάτος.
Τα άφηνε να τρέχουν γύρω του όταν έπαιζε μπιλιάρδο και ούτε καν τα χτυπούσε με τη στέκα όταν έχανε!
Με τις συζύγους του ήταν πάντα ιπποτικός.
Στην πανέμορφη δεύτερη γυναίκα του πρόσφερε τον τίτλο της Λαίδης Κόναν Ντόυλ και της παρείχε όλες τις ανέσεις και τα πλούτη της ώριμης ηλικίας του.
Έκανε ό, τι μπορούσε για να της ξεπληρώσει τα δέκα χρόνια λατρείας και αναμονής που είχε αναγκαστεί να υπομείνει μέχρι να παντρευτούν.
Όσο και αν την αγαπούσε, δεν μπορούσε να πληγώσει ούτε να αφήσει την πρώτη του γυναίκα. Για χάρη της είχε αναγκαστεί να εξοριστεί στην Αίγυπτο και την Ελβετία προς αναζήτηση πιο ήπιων κλιμάτων, καθώς η υγεία της ήταν χάλια.
Η αγάπη του για την Τζην Λέκι ήταν τόσο μεγάλη που για να την ευχαριστήσει, έμαθε να παίζει μπάντζο.
Παράλληλα όμως ήταν και αυστηρά πλατωνική, ενόσω ακόμη ζούσε η Τούι.
Αν και παντρεμένος ακόμη, δεν δίστασε καθόλου να εκμυστηρευτεί τα αισθήματά του στη μητέρα του και την οικογένειά του και να τους γνωρίσει την Τζην ως μέλλουσα σύζυγό του.
Η μητέρα του του έδωσε αμέσως την ευχή της και καλοδέχτηκε την αρραβωνιαστικιά του παντρεμένου γιου της σαν νύφη. Σουρεαλιστικό, αλλά αληθινό.
Μόνο ο γαμπρός του κάποτε ξέσπασε: «Μου φαίνεται πως παραδίνεις σημασία στο αν αυτή η σχέση είναι πλατωνική ή όχι. Δεν βλέπω και μεγάλη διαφορά. Ποια είναι η διαφορά;»
Η απάντηση του Κόναν Ντόυλ ήταν κοφτή: «Είναι η τεράστια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην αθωότητα και την ενοχή».
Ο ντεντέκτιβ Κόναν Ντόυλ στην υπηρεσία της αθώας δεσποσύνης
Επί σειρά ετών λάμβανε επιστολές με παραλήπτη τον Σέρλοκ Χολμς.
Εκτός από τους ανθρώπους που εξέφραζαν τον θαυμασμό τους, πολλοί ζητούσαν να αναλάβει μια υπόθεσή τους, να τους λύσει ένα πρόβλημα που τους απασχολούσε.
Κάποια μέρα όμως, η έκκληση βοήθειας απευθυνόταν σ’ αυτόν.
Επρόκειτο για μια νέα γυναίκα της οποίας ο Δανός αρραβωνιαστικός είχε εξαφανιστεί ακριβώς πριν από τον γάμο.
Φοβόταν για τη ζωή του, η λιποταξία του της φαινόταν ανεξήγητη και πίστευε ότι θα του είχε συμβεί κάτι σοβαρό.
Πάντα ιππότης με τις κυρίες, ο Ντόυλ δέχτηκε την υπόθεση και την έλυσε.
Όχι μόνο βρήκε τον Δανό φυγά, αλλά έκανε και τη νέα να δει πόσο λίγο άξιζε την αφοσίωσή της ο Δανός.
Καθυστέρησε τον θάνατο του Χολμς, για να ευχαριστήσει τη μητέρα του
Εκτός από τη σύζυγο και τις απροστάτευτες δεσποινίδες που γνώριζε, ο Ντόυλ είχε αδυναμία και στη μητέρα του.
Μάλιστα, η ζωή του ντεντέκτιβ Χολμς «σώθηκε» χάρη σε δική της παρέμβαση.
Ήταν παθιασμένη αναγνώστρια των περιπετειών του Χολμς και δεν περίμενε ποτέ να εκδοθεί το βιβλίο, αλλά διάβαζε τα τελικά δοκίμια πριν σταλθούν στον εκδότη, γιατί δεν άντεχε την αναμονή.
Όταν ο Κόναν της ανακοίνωσε με επιστολή την πρόθεσή του να τελειώνει με τον Χολμς, ισχυριζόμενος πως η ύπαρξή του τον αποσπούσε από «ανώτερα πράγματα», η μητέρα του απάντησε με κατεπείγουσα επιστολή: «Δεν θα το κάνεις! Δεν μπορείς! Δεν πρέπει!».
Και ο Ντόυλ ανέβαλε τον θάνατο για δύο χρόνια.
Ο Ντόυλ πέρασε την υπόλοιπη ζωή του με την πολυαγαπημένη οικογένειά του.
Πέθανε την 7η Ιουλίου 1930, στα 71 του χρόνια. Με το ένα χέρι κρατούσε τη γυναίκα του και με το άλλο τον γιο του, Άντριαν.