Ο Ντέιβιντ Γκρίφιθ θεωρείται από την εποχή του βωβού κινηματογράφου, ο»πατέρας της σκηνοθεσίας» στον κινηματογράφο.
Αυτός έδειξε το δρόμο για οργανωμένες παραγωγές και για επιτυχημένες ταινίες που άλλαξαν την εικόνα του σινεμά.
Ο αυταρχισμός και οι ιδιοτροπίες του ήταν μοναδικές.
Το χειρότερο όμως ήταν ο ρατσισμός του.
Απροκάλυπτος, κραυγαλέος, στρατευμένος.
Ο Ντέιβιντ Λιούελιν Γουόρκ Γκρίφθι γεννήθηκε στο Λα Γκραντς του Κεντάκι, μια μικρή αγροτική πόλη κοντά στο Λούσβιλ.
Είχε έξι αδέλφια.
Πατέρας του ήταν ο συνταγματάρχης Τζέικομπ Γουόρκ Γκρίφιθ, γνωστός στους φίλους του ως “Φασαρίας Τζέικ”, χρυσοθήρας, μεγαλοκτηματίας και τσαρλατάνος, που ενίοτε πουλούσε φαρμακευτικά παρασκευάσματα χωρίς άδεια.
Ο Τζέικ, που ισχυριζόταν ότι καταγόταν από Ουαλούς πολέμαρχους βασιλείς, μπήκε στον στρατό των Νοτίων το 1861, όταν κάηκε το σπίτι του από αντάρτες των Βορείων και κατάφερε να γίνει αντισυνταγματάρχης, στη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου.
Όταν κάποτε έσπασε ένα πλευρό από μια οβίδα των Βορείων, πήρε μια άμαξα και οδήγησε τους άνδρες του στη μάχη καθιστός.
Για το υπόλοιπο του βίου του, ο Τζέικ είχε το σπαθί του κρεμασμένο πάνω από το τζάκι.
Για τα παιδιά του και τον μελλοντικό σκηνοθέτη Ντέηβιντ, αυτή η εικόνα ήταν μια μόνιμη υπενθύμιση της ήττας των Νοτίων.
Εκτός από το να καλλιεργεί τη «Νότια συνείδηση» του γιου του, ο Τζέικ του μετέδωσε και την αγάπη του για την υψηλή λογοτεχνία.
Του έμαθε να διαβάζει Σέξπιρ, Πόου, Ντίκενς και Λόνγκφέλοου. Τον πήγε να δει το “μαγικό φανάρι”, πρόδρομο του κινηματογράφου με διαφάνειες που προβάλλονταν σε μια μεγάλη οθόνη και έδειχναν κλασικές ιστορίες.
Του δίδαξε επίσης τις παλαιές ρατσιστικές παραδόσεις των Νοτίων.
Όταν κάποτε ένας από τους αφροαμερικανούς υπηρέτες του έκοψε τα μαλλιά του Ντέιβιντ με τρόπο που δεν του άρεσε, ο Τζέικ κατηγόρησε τον ηλικιωμένο κουρέα ότι “κατέστρεψε τον ωραιότερο γιο του”, τον έβρισε και βάλθηκε να τον κυνηγά στην αυλή με το περίφημο σπαθί του.
Αργότερα, ο Γκρίφιθ είπε για τον πατέρα του ότι ήταν “ο άνθρωπος που αγαπούσα περισσότερο σ’ όλη μου τη ζωή”.
To 1890 η οικογένεια Γκρίφιθ μετακόμισε στο Λούισβιλ.
Εκεί, ο Γκρίφιθ έκανε διάφορα επαγγέλματα μέχρι που εργάστηκε στο θέατρο, όπου απέκτησε πολύτιμη καλλιτεχνική εμπειρία.
Με το καλλιτεχνικό όνομα Λόρενς Γκρίφιθ, έπαιξε πολλούς μικρούς ρόλους και δούλεψε ως βοηθός της Σάρα Μπερνάρ.
Οι μισθοί ήταν πενιχροί και ο Γκρίφιθ, που ονειρευόταν να γίνει συγγραφέας, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του από την μια άκρη της χώρας ως την άλλη.
Έμεινε πρώτα στην Καλιφόρνια κι έπειτα στη Νέα Υόρκη, καταφέρνοντας τελικά να δουλέψει στην κινηματογραφική βιομηχανία, που τότε βρισκόταν στα σπάργανα.
Το 1908 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, “Οι Περιπέτειες της Ντόλι”, με πρωταγωνίστρια τη γυναίκα του, Λίντα.
Τα επόμενα επτά χρόνια ο Γκρίφιθ γύριζε ταινίες με ιλιγγιώδη ρυθμό.
Κάποτε έφτασε να σκηνοθετεί τέσσερις 15λεπτες ταινίες την εβδομάδα.
Οι περισσότερες ήταν διασκευές κλασικών ιστοριών ή δραματοποιήσεις ιστορικών και βιβλικών γεγονότων.
Συχνά πρωταγωνιστούσαν μέλη του ανερχόμενου “θιάσου” του, όπως οι Μαίρη Πίκφορντ, η Λίλιαν Γκις και ο Μακ Σένετ.
Καθώς η φήμη του Γκρίφιθ αυξανόταν, μεγάλωναν και οι καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες.
Η μεγάλη μήκους ταινία “Η Γέννηση Ενός Έθνους” ήταν επικών προδιαγραφών.
Τα μεγέθη για την εποχή ήταν ασύλληπτα, όπως και τα κέρδη.
Κόστισε 110.000 δολάρια και απέφερε κέρδη 19.000.000 δολάρια, από τα οποία ο Γκρίφιθ λέγεται ότι κράτησε το 10%. Τότε εφάρμοσε τεχνικές με πανοραμικά πλάνα, κοντινά, μακρινά, νυχτερινές λήψεις, σωστή σεναριακή δομή και άλλες τεχνικές που καθόρισαν τη σύγχρονη μορφή του κινηματογράφου και δεν υπήρχαν πριν από αυτόν.
Ήταν μια ταινία αδιαμφισβήτητα και απροκάλυπτα ρατσιστική.
Αντανακλώντας τις αξίες με τις οποίες μεγάλωσε ο Γκρίφιθ, η ταινία “Γέννησης ενός Έθνους” (διασκευή του μυθιστορήματος του Τόμας Ντίξον “Ο Άνθρωπος της Κλαν”, που εκδόθηκε το 1905), εγκωμίαζε την Κου Κλουξ Κλαν για τον ρόλο της μετά τον εμφύλιο πόλεμο.
Οι Αφροαμερικάνοι παρουσιάζονταν ως ατίθασοι άγριοι, που βίαζαν λευκές γυναίκες.
Για να μην “μολύνει” το φιλμ του προσλαμβάνοντας μαύρους ηθοποιούς, ο Γκρίφιθ έβαλε λευκούς ηθοποιούς να βαφτούν μαύροι.
Υπήρξε μάλιστα η πρώτη ταινία που προβλήθηκε στον Λευκό Οίκο, όπου ο πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον – Νότιος ρατσιστής κι ο ίδιος – έδωσε την ευλογία του.
Ήταν τόσο μεγάλη η προπαγάνδα που μέχρι και τη δεκαετία του 1970, η Κου Κλουξ Κλαν χρησιμοποιούσε τη “Γέννηση ενός έθνους” για προσηλυτισμό.
Ο Γκρίφιθ συνέχισε με άλλη μια ιστορική επική ταινία, τη “Μισαλλοδοξία”.
Αυτή τη φορά τα έβαλε με τους Εβραίους, αν και η παταγώδης εισπρακτική αποτυχία μείωσε την πολιτισμική επιρροή της ταινίας.
Τη δεκαετία του 1920, η τύχη του σκηνοθέτη άλλαξε δραματικά.
Άρχισε να πίνει πολύ, έμπλεξε σε μια σειρά από εξωσυζυγικές σχέσεις κι έχασε τα περισσότερα πλούτη του σε κάποιες ατυχείς επιχειρηματικές επιλογές.
Όταν γύρισε την πρώτη του ομιλούσα ταινία, “Αβραάμ Λίνκολν”, η καριέρα του είχε πάρει τον κατήφορο.
Άλλοι σύγχρονοί του, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Τζον Φορντ, τον είχαν ξεπεράσει καλλιτεχνικά κι εκείνος είδε δεκαπέντε χρόνια να κάνει επιτυχία.
Ο Γκρίφιθ πέρασε τις τελευταίες δύο δεκαετίες τη ζωής του σχεδόν απομονωμένος, βυθισμένος στο αλκοόλ, απ’ όπου ξέφευγε μόνο για να διορθώσει το σενάριο κάποιου άλλου ή να δεχθεί ένα αναμνηστικό βραβείο για την προσφορά του στον κινηματογράφο.
Πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία στο Χόλιγουντ, στις 23 Ιουλίου 1948.
ΠΗΓΗ: «Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΩΡΑ