Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα γεννήθηκε στο Ντιτρόιτ στις 7 Απριλίου του 1939.
Η μητέρα του, η Ιτάλια, έπαιζε σε ταινίες.
Ο πατέρας του, ο Καρμίν, ήταν φλαουτίστας που είχε ξεπέσει κι έπαιζε πίκολο σε μια πίστα αγώνων της περιοχής.
Μίζερος άνθρωπος, που δεν αξιοποίησε τις ικανότητές του και “μισούσε όποιον είχε πετύχει”, σύμφωνα με τον Φράνσις.
Ο Καρμίν ήθελε να συνθέσει συμφωνίες, αν και συνήθως βολευόταν με καμιά ραδιοφωνική εκπομπή.
Το μεσαίο όνομα του Φράνσις ήταν φόρος τιμής στο βιομήχανο Χένρι Φορντ, του οποίου η εταιρεία ήταν σπόνσορας σε μια εβδομαδιαία εκπομπή που έπαιζε ο Καρμίν.
Λίγο μετά τη γέννηση του Φράνσις, ο Καρμίν βρήκε δουλειά στην Ορχήστα NBC της Νέας Υόρκης.
Η οικογένεια μετακόμισε στο Κουίνς, όπου ο Φράνσις και η αδελφή του Τάλι ήλπιζαν να δουλέψουν στο χώρο της ψυχαγωγίας όπως οι γονείς τους.
‘Ομως, ο άχαρος Φράνσις δεν θα γινόταν ηθοποιός.
Μικρός ήταν κοκαλιάρης και αδέξιος, με λακάκι στο πιγούνι, μεγάλα αυτιά και γυαλιά-πατομπούκαλα.
Δεν τα πήγαινε καλά στο σχολείο και είχε προβλήματα υγείας που ακύρωναν κάθε ελπίδα για κοινωνική ζωή.
Στα 9 του, κόλλησε πολιομυελίτιδα σε μία εκδρομή με τα Λυκόπουλα και πέρασε σχεδόν ένα χρόνο κλινήρης, παράλυτος στην αριστερή του πλευρά.
Κανείς δεν πήγε να τον δει.
Στη διάρκεια της ανάρρωσής του, μελέτησε κουκλοθέατρο, είδε τηλεόραση και χάθηκε στον κόσμο της φαντασίας του.
Αφού έγινε καλά, άρχισε να κινηματογραφεί τα οράματά του με κάμερα και να ηχογραφεί με μαγνητόφωνο.
Στο Κολέγιο Χόφστρα του Λονγκ Άιλαντ, ο Κόπολα πήρε τα πρώτα μαθήματα κινηματογράφου και θεάτρου.
Το να γίνει σκηνοθέτης τον ενδιέφερε τόσο, ώστε να πουλήσει το αυτοκίνητό του για ν’ αποκτήσει μια κάμερα 16 χιλιοστών.
Αφού αποφοίτησε, πήγε στην Καλιφόρνια για να συνεχίσει σπουδές στην κινηματογραφική σχολή του UCLA, όπου ήταν συμφοιτητής με τον Τζιμ Μόρισον.
Μετά από σύσταση ενός καθηγητή, ο Κόπολα βρέθηκε στη δούλεψη του μάστορα των φθηνών ταινιών Ρότζερ Κόρμαν, που τον έβαλε να μοντάρει, να γράφει και να βοηθά στις ταινίες του.
Το 1963, η συνεργασία οδήγησε στο σκηνοθετικό ντεπούτο, του Κόπολα, τη φθηνή παραγωγή τρόμου “Παραφροσύνη”.
Αν η επόμενη ταινία του Κόπολα, το “Τώρα που έγινες άντρας”, τον ανέδειξε ως πολλά υποσχόμενο, το ακριβό μιούζικαλ “Κάτω απ’ το ουράνιο τόξο”, που ακολούθησε, υπήρξε απογοήτευση.
Ωστόσο το Χόλιγουντ τον ξεχώρισε και το 1970 ο Κόπολα κέρδισε ένα Όσκαρ για το σενάριο του “Πάτον”.
Κατόπιν ανέλαβε τη διασκευή του μυθιστορήματος του Μάριο Πούζο, “Ο Νονός”, με θέμα τη μαφία.
Με ένα Όσκαρ καλύτερης ταινίας στο ενεργητικό του, ο 33χρονος σκηνοθέτης κατοχύρωσε τη φήμη του ως ηγέτης της νέας γενιάς των Αμερικανών σκηνοθετών.
Ο Κόπολα δικαίωσε τη φήμη αυτή για το υπόλοιπο της δεκαετίας φτιάχνοντας αριστουργήματα, όπως το “Νονός 2” και “Η Συνδιάλεξη” και βοηθώντας ως παραγωγός το φίλο του, Τζορτζ Λούκας, να ξεκινήσει την καριέρα του με τη μεγάλη επιτυχία “American Graffiti”.
Κατά τα άλλα, έκανε μια χλιδάη ζωή: περιφερόταν στην αχανή οικία του στη βόρεια Καλιφόρνια φορώντας μόνο ένα καφτάνι, συλλέγοντας έργα του Γουόρχολ και σπάνιους δίσκους του Ενρίκου Καρούζο.
Πότε πότε έδειχνε κάποιο μεγάλο κτίριο κι έλεγε: “Θα ήθελα να το αγοράσω αυτό”.
Αφιέρωσε ένα ολόκληρο δωμάτιο της έπαυλής του σε ηλεκτρικά τρενάκια και η μανία με τα παιχνίδια υπήρξε παροιμιώδης.
Αυτά όμως τελείωσαν όταν βγήκε στις αίθουσες η ταινία του “Αποκάλυψη Τώρα” το 1979.
Αν και καλλιτεχνικός θρίαμβος, το παραισθητικό αυτό έπος για το Βιετνάμ ήταν πανάκριβο, σχεδόν έριξε έξω την εταιρεία κι έγινε τυπικό δείγμα του τι συμβαίνει όταν οι δημιουργοί αποκτούν υπερβολική ελευθερία.
Τα ατελείωτα γυρίσματα στις Φιλιππίνες κόντεψαν να οδηγήσουν τον Κόπολα στην τρέλα και μια σειρά από αποτυχίες, που χρηματοδότησε ο ίδιος τη δεκαετία του ’80, σχεδόν εξάντλησαν τις οικονομικές του δυνατότητες.
Με τον τρίτο “Νονό”, η καλλιτεχνική φήμη του Κόπολα υπέστη το έσχατο πλήγμα.
Τη δεκαετία του ’90 είχε πια στερέψει και επαναλάμβανε τον εαυτό του με ταινίες όπως “Τζακ” και “Ο Βροχοποιός”, για να μπορεί να συνεχίσει την οινοπαραγωγική του δραστηριότητα.
Έβγαλε όντως εκλεκτά κρασιά κι ο εβδομηντάρης σκηνοθέτης είχε πλέον επιλέξει συνετά να διοχετεύσει τη δημιουργικότητά του στο πάτημα των σταφυλιών, αφήνοντας άλλους ν’ αποτιμήσουν το κινηματογραφικό του έργο.
Αποκάλυψη, λέει;
Ο συνταγματάρχης Κουρτζ δεν ήταν ο μόνος που έχασε τα λογικά του στη ζούγκλα.
Στα γυρίσματα του “Αποκάλυψη τώρα” στις Φιλιππίνες, ο Κόπολα κόντεψε να τρελαθεί.
Όλα πήγαιναν στραβά.
Τυφώνες, διάφορες αναποδιές στον προϋπολογισμό και το σχεδιασμό, ακόμη και μια καρδιακή κρίση του πρωταγωνιστή Μάρτιν Σιν σημάδεψαν το αριστούργημα του.
Για πολύ καιρό, ο σκηνοθέτης έδειχνε να μην αντιλαμβάνεται την κατάσταση.
Ενώ το συνεργείο του αντιμετώπιζε τροπικές ασθένειες και τραγικές ελλείψεις τροφής, πόσιμου νερού και αποχωρητηρίων, ο Κόπολα έμενε σε ένα πρόχειρο ανάκτορο που είχε στήσει σ’ ένα ανενεργό ηφαίστειο, όπου ζούσε σαν πασάς.
Είχε τα καλύτερα κρασιά, θαυμάσιο φαγητό, στερεοφωνικό συγκρότημα και κρύσταλλά Λαλίκ από το Σαν Φρανσίσκο, ενώ κάθε εβδομάδα λάμβανε φρέσκα ζυμαρικά από την Ιταλία.
Κάποια φορά έβαλε έναν από τους καλύτερους σεφ του Τόκιο να του παρασκευάσει ένα δείπνο με βοδινό “Κόμπε”, κι αυτό ενώ πολλά μέλη του συνεργείου δεν πληρώνονταν το μεροκάματό τους.
Η μεγάλη ζωή δεν βοήθησε και πολύ τον Κόπολα ούτε και η ολοένα πιο αυτοκαταστροφική συμπεριφορά του.
Κάπνιζε διαρκώς τσιγάρα και τσιγαριλίκια, ενώ απατούσε θρασύτατα τη γυναίκα του με τη βοηθό του.
Μια μέρα, στη διάρκεια των γυρισμάτων, έπαθε κάτι που έμοιαζε με επιληπτική κρίση. Έπεσε στο πάτωμα και άρχισε να χτυπιέται, βγάζοντας αφρούς.
Δυο μέρες αργότερα ξανάπιασε δουλειά σαν να μην έτρεχε τίποτα.
Οι φίλοι του ανησύχησαν ότι βρισκόταν στα πρόθυμα της αυτοκτονίας.
Ο Μάρλον Μπράντο περιέγραψε τη συμπεριφορά του Κόπολα ως “πότε καταθλιπτική, πότε νευρική, πότε μανιακή”.
Μετά από τα γυρίσματα, αποκαλύφθηκε το πρόβλημα.
Ο Κόπολα είχε διαγνωσθεί ως μανιοκαταθλιπτικός και υποχρεωνόταν να παίρνει λίθιο.
Αυτό όμως του προξενούσε ναυτία και φοβόταν ότι οι κύκλοι του Χόλιγουντ θα μάθαιναν την κατάστασή τ0υ.
Φρόντιζε όμως να του συνταγογραφείται το φάρμακο στο όνομα “Κουρτζ”.
Μετά από τέσσερα χρόνια, σταμάτησε να το παίρνει και απέδωσε το όλο θέμα σε “κρίση μέσης ηλικίας”.
ΠΗΓΗ: «Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΩΡΑ