«Ο Μικρός Ρωμηός» ήταν επί πολλά χρόνια η λαϊκή εφημερίδα του Ψυρρή. Ο δημιουργός της ήταν ο Παναγιώτης Θεοδοσίου. Έζησε με δόξα, λίγα χρήματα και πολλές γυναίκες.
Ήταν ένα από τους μεγαλύτερους διασκεδαστές του δρόμου, επιγραφοποιός και δημοσιογράφος. Η σάτιρα του αγαπήθηκε από το λαό αλλά οι πολιτικές του αντιλήψεις τον οδήγησαν στην εξορία.
Γεννήθηκε το 1863. Μπορεί να γράφτηκε στο Πολυτεχνείο αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του. Έγινε «ποιητής του κάρου», όπως αποκαλούσαν τους ανθρώπους που γύριζαν στους δρόμους με ένα κάρο και διασκέδαζαν τον κόσμο.
Παράλληλα, ο Θεοδοσίου ήταν και από τους πιο διάσημους επιγραφοποιούς της Αθήνας. Οι καταστηματάρχες τον προτιμούσαν επειδή, όπως έλεγαν, ήταν μερακλής!
Ο τρόπος που έγραφε και διαφήμιζε τον εαυτό του τον έκανε ξεχωριστό. Ανέβαινε πάνω στη σκαλωσιά, τραγουδούσε και πείραζε τους περαστικούς.
«Ο Μολιέρος του πεζοδρομίου», όπως τον αποκαλούσαν, ξεκίνησε από τις ταβέρνες του Ψυρρή.
Θέματα στις κωμωδίες και τη σάτιρά του ήταν οι κοινωνικές αδικίες, η ταραχώδης πολιτική κατάσταση αλλά και όσα απασχολούσαν τη γειτονιά, όπως έρωτες και συζυγικοί καβγάδες. Παρόλο που ήταν βασιλόφρων και βαθιά θρησκευόμενος, δε δίστασε να σατιρίσει το κράτος, την εκκλησία και το παλάτι.
Έγραφε δικές του ηθογραφίες, κωμωδίες και μονόπρακτα. Τα παρουσίαζε πάνω στο κάρο αλλά και σε μικρά θεατράκια της Αθήνας. Ο κόσμος περνούσε καλά. Αγαπούσαν τη σάτιρα διότι αποτύπωνε την κοινωνική πραγματικότητα. Όπου και να πήγαινε, ξεσπούσε πανηγύρι.
Το 1886 ίδρυσε την εφημερίδα «Μικρός Ρωμηός» για να ανταγωνιστεί τον «Ρωμηό» του Σουρή. ‘Ηταν μία περίοδος έντονου δικομματισμού. Ο Δηλιγιάννης και ο Τρικούπης εναλλάσσονταν στην εξουσία.
Ο Ρωμηός ήταν η εφημερίδα των Τρικουπικών, των «χρυσοκανθάρων» που ήταν οι πλούσιοι ομογενείς και ο Μικρός Ρωμηός των Δηλιγιαννικών, της λαϊκής τάξης και των φτωχών.
Αυτά που έγραφε προκαλούσαν. Είχε προτείνει ακόμα και τη μετατροπή του Πανεπιστημίου σε μπυραρία!
Παρόλο που είχε πολλούς συνδρομητές – από βιομηχάνους μέχρι χασάπηδες – δεν κατάφερε να βγάλει πολλά χρήματα. Ό,τι έβγαζε τα χαλούσε στα σοκάκια και τα καπηλειά του Ψυρρή με φίλους και πολλές γυναίκες.
Ο γυναικάς Θεοδοσίου είχε ερωτευτεί ακόμα και μία φιλενάδα του πατέρα του.
Παντρεύτηκε δύο φορές.
Η πρώτη του γυναίκα ήταν η ηθοποιός Ζωή Σπανουδάκη, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά. Τον εγκατέλειψε επειδή η συμπεριφορά του την έσπρωξε στην αγκαλιά του ηθοποιού Ιωάννη Δρακάκη.
Το 1900 παντρεύτηκε με την Αικατερίνη Ματθαίου. Η αγάπη του για τις γυναίκες όμως δε σταμάτησε. Υπήρχαν φήμες ότι παράλληλα είχε σχέση και με την ηθοποιό παντομίμας Κούλα Λαμπάκη.
Το 1910 η ζωντάνια του άρχισε να χάνεται. Ο θάνατος της μητέρας του και οι συγγενείς που ήθελαν μέρος της περιουσίας της, τον κατέβαλαν ψυχολογικά.
Πούλησε ό,τι είχε και αγόρασε σπίτι στα Πετράλωνα. Ζούσε απλοϊκά και δεν δεχόταν λεφτά και βοήθεια από κανένα.
Εξορίστηκε σε νησί των Σποράδων διότι ήταν αντιβενιζελικός και επειδή μπλέχτηκε στις συγκρούσεις του Εθνικού Διχασμού.
Όταν έμαθε ότι πάσχει από φυματίωση, αποσύρθηκε στα καφενεία του Ψυρρή.
Μία μέρα βγήκε στην πλατεία Ηρώων και απήγγειλε το τελευταίο του ποίημα.
Δεσ’ τε πως εκατάντησα
Να σβήσω σε ένα μήνα
Και πια δεν θα με ξαναδής
Στους δρόμους σου, Αθήνα!
Το ποίημά του βγήκε αληθινό και πέθανε τον Ιούλιο του 1917.
Οι συνθήκες και το γέλιο που προκαλούσε με τη σάτιρά του δεν ξεχάστηκε. Τον αναπολούσαν και τον μνημόνευαν για πολλά χρόνια.
Ο Μικρός Ρωμηός επανεκδόθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 από τον Νίκο Σκιαδά.