Λίγο μετά τη βράβευση του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1979, ο Οδυσσέας Ελύτης έκανε μια εκ βαθέων εξομολόγηση στην εκπομπή της ΕΡΤ, με τίτλο «Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα». Μέσα στην αφήγηση του περιέλαβε πολλά κομμάτια της ζωής και της καριέρας του.
Προχώρησε και σε μια σπουδαία αποκάλυψη, για το πως «δημιούργησε» το ψευδώνυμο «Ελύτης» (Αλεπουδέλης ήταν το πραγματικό του επίθετο). Αναλύει το σκεπτικό τον οποίο τον οδήγησε στην τελική επιλογή του ονόματος με το οποίο υπέγραφε τα ποιήματα του.
Όπως αφηγήθηκε ο ποιητής:
«Όταν το 1935, που έκανα την πρώτη μου εμφάνιση, με πίεσαν οι εκδότες των «Νέων Γραμμάτων», δηλαδή ο Γιώργος Κατσίμπαλης και ο Γιώργος Σεφέρης, να δημοσιεύσω τα πρώτα μου ποιήματα, είχα πολλές αντιρρήσεις και υπάρχει ακόμα ένα γράμμα που έστειλα στον Κατσίμπαλη και στο οποίο προέβαλα διάφορους λόγους, για τους οποίους δε ήθελα ακόμα να εμφανιστώ.
Εν πάση περιπτώσει, αυτοί κάθισαν και τα τύπωσαν και μου εμφάνισαν τα δοκίμια με τα ποιήματά μου, που τους είχα εμπιστευθεί, έτοιμα.
Πολύ βιαστικά λοιπόν, έπρεπε να πάρω μια απόφαση για το τι όνομα θα έβαζα ως υπογραφή. Ήθελα κάποιο ψευδώνυμο, δεν ήθελα να υπάρχει το πραγματικό μου όνομα. Και επειδή πάντοτε οι λέξεις που άρχιζαν από «ελ», έψιλον και λάμδα, μου ασκούσαν μια μαγεία – είτε γιατί ήταν η Ελλάδα, είτε η ελπίδα, είτε μια Ελένη που ήμουν τότε ερωτευμένος, η ελευθερία, όλες αυτές που αρχίζουν από «ελ» – σκεφτηκα να το αρχίσω έτσι.
Κατόπιν ήταν το γράμμα ύψιλον, που για μένα είναι το πιο ελληνικό γράμμα. Και έβαλα μετά το λάμδα, το ύψιλον. Δεν χρειαζόταν λοιπόν, παρά να βάλω μια κατάληξη που να είναι και λίγο αρχαιοπρεπής αν θέλετε –ύτης και έτσι ενώ στην αρχή έψαχνα να βάλω κάτι μεταξύ του «ελ» και του «της», έβαλα το ύψιλον και βγήκε το «Ελύτης».