Στις 23 Δεκεμβρίου του 1849, ο 28χρονος Φίοντορ Ντοστογέφσκι παρακολουθούσε στρατιώτες που έδεναν τρεις απ’ τους συντρόφους του σε στύλους, με σκοπό να τους εκτελέσουν.
Ο συγγραφέας ήταν ο επόμενος που θα εκτελούνταν. Οι στρατιώτες πήραν τα όπλα τους στα χέρια και σημάδεψαν. Τη στιγμή που πήγαν να πατήσουν τη σκανδάλη, κατέφθασε ένας ιππέας. Έφερνε χαρμόσυνα νέα.
Ο Τσάρος Νικόλαος Α’ προσέφερε συγχώρεση στους καταδικασμένους. Αντί να εκτελεστούν, θα μεταφέρονταν στη Σιβηρία για κάτεργα. Ο Τσάρος είχε σώσει τη ζωή του Ντοστογέφσκι και εν αγνοία του, το μέλλον της παγκόσμιος λογοτεχνίας.
Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας βρέθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα για τη συμμετοχή του στον Κύκλο Πετρασέβσκι.
Ήταν ένας κύκλος λογοτεχνών και διανοούμενων που πρότεινε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, σε αντίθεση με την πολιτική του Τσάρου.
Ο Ντοστογέφσκι, μαζί με τους υπόλοιπους «συνωμότες», συνελήφθησαν στις 23 Απριλίου του 1849.
Ο συγγραφέας δήλωσε στην υπεράσπισή του, ότι αντιμετώπιζε τα επαναστατικά κείμενα ως λογοτεχνικά δημιουργήματα κι όχι ως πολιτικά.
Τα λόγια του δεν έπεισαν τους δικαστές και ο Ντοστογέφσκι καταδικάστηκε σε θάνατο. Ευτυχώς για εκείνον, ο Τσάρος Νικόλαος Α’ φάνηκε μεγαλόψυχος και επέτρεψε στα μέλη του λογοτεχνικού κύκλου να ζήσουν.
Αμέσως μετά την παραλίγο εκτέλεση, ο Ντοστογέφσκι επέστρεψε στο κελί του και έγραψε στον αδερφό του την εξής επιστολή:
«Όταν σκέφτομαι τη ζωή μου μέχρι τώρα και συνειδητοποιώ πόσο χρόνο σπατάλησα σε τιποτένια πράγματα, σε λάθη, σε τεμπελιά, στην αδυναμία να ζήσω. Όταν συνειδητοποιώ πόσο λίγο εκτίμησα τη ζωή, πόσες φορές πρόδωσα την καρδιά και την ψυχή μου – τότε η καρδιά μου ματώνει. Η ζωή είναι δώρο, η ζωή είναι ευτυχία, κάθε λεπτό μπορεί να γίνει μία αιωνιότητα ευτυχίας!
Δεν είμαι ούτε στενοχωρημένος, ούτε απογοητευμένος. Η ζωή είναι παντού, η ζωή είναι μέσα μας, όχι έξω από εμάς. Θα έχω ανθρώπους τριγύρω μου και το να είναι κανείς άνθρωπος μεταξύ ανθρώπων και να μην χάνει το κουράγιο του και να μην παραδίδει τα όπλα, ότι κι αν συμβεί – αυτό είναι η ζωή, αυτό είναι το καθήκον μας, τώρα το αντιλαμβάνομαι.
Αυτή η ιδέα έχει εισχωρήσει στη ζωή και στο αίμα μου».
Ο Ντοστογέφσκι στα κάτεργα της Σιβηρίας
Ο συγγραφέας περιέγραψε τη ζωή στα κάτεργα της Σιβηρίας.
«Το καλοκαίρι, ανυπόφορη κλεισούρα. Τον χειμώνα, αβάσταχτο κρύο. Όλα τα πατώματα ήταν σαπισμένα. Η βρωμά είχε πάχος τρία εκατοστά. Θα μπορούσε κανείς να γλιστρήσει και να πέσει… ήμασταν παστωμένοι σαν σαρδέλες σε βαρέλι… δεν υπήρχε χώρος να γυρίσεις. Από το σούρουπο μέχρι την αυγή, ήταν αδύνατο να μη φερθείς σαν γουρούνι… ψύλλοι, ψείρες και κατσαρίδες με το τσουβάλι…».
Παρά τις κακουχίες, ο Ντοστογέφσκι δεν έχασε το κουράγιο του.
Παρηγορούσε τους υπόλοιπους φυλακισμένους στη Σιβηρία και κατάφερε να πείσει τον σύντροφό του, Ιβάν Γιαστρετζέμπσκι, να μην αυτοκτονήσει.
Το αδάμαστο πνεύμα του ανησύχησε τους υπεύθυνους των φυλακών.
Ο Ντοστογέφσκι χαρακτηρίστηκε ως «επικίνδυνος κατάδικος». Τα χέρια και τα πόδια του ανυπότακτου κατάδικου, παρέμειναν αλυσοδεμένα, μέχρι την αποφυλάκισή του.
Του απαγόρευσαν να διαβάσει οτιδήποτε άλλο, πέρα από την Καινή Διαθήκη, που του είχαν δώσει. Η υγεία του Ντοστογέφσκι ήταν ανέκαθεν ευαίσθητη και στη φυλακή ταλαιπωρήθηκε ακόμα περισσότερο.
Είχε συνέχεια κρίσεις επιληψίας, υπέφερε από αιμορροΐδες, είχε χάσει πάρα πολύ βάρος και καιγόταν στον πυρετό για μήνες.
Παρά τον κίνδυνο για τη ζωή του, ο συγγραφέας επιδίωκε να αρρωσταίνει, γιατί τότε τον μετέφεραν σε στρατιωτικά νοσοκομεία, όπου διάβαζε κρυφά εφημερίδες και βιβλία του Καρόλου Ντίκενς.
Αποφυλακίστηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1854. Το βιβλίο του «Αναμνήσεις από το Σπίτι των Πεθαμένων», που εκδόθηκε το 1861, είναι εμπνευσμένο από τις αναμνήσεις του στη Σιβηρία.
Ήταν το πρώτο βιβλίο, που περιέγραφε τις συνθήκες ζωής των καταδίκων στις ρώσικες φυλακές. Είχε κερδίσει περισσότερα από όσα του στέρησαν. Είχε κερδίσει τη δίψα για ζωή και δημιουργία.
Ο Φίοντορ Ντοστογιέφσκι γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1821 και πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου 1881.