Η οικογένεια Ο’ Κηφ είχε μια μεγάλη φάρμα γαλακτοκομικών προϊόντων στη Σαν Πρέρι του Γουϊνσκόσιν και επτά παιδιά.
Η Τζόρτζια ήταν το δεύτερο παιδί και το πρώτο κορίτσι.
Το 1902 μετακόμισαν στο Γουίλιαμσμπρούκ της Βιρτζίνια για να αποφύγουν τον άγριο χειμώνα του Γουισκόνσιν, αλλά αυτό δεν γλίτωσε τη μητέρα της Τζόρτζια, την Άιντα, από τη φυματίωση.
Η αρρώστια της μητέρας κι ο αλκοολισμός του πατέρα της, Φράνσις, ήταν κακός συνδυασμός.
Στο μεταξύ, η Τζόρτζια είχε αποφασίσει να γίνει ζωγράφος.
Ήξερε πως θα είχε δυσκολίες, αφού το 1920 η επικρατούσα ιδέα για τις γυναίκες που ζωγράφιζαν περιοριζόταν στη διδασκαλία και σε εικόνες με λουλουδάκια.
Γράφτηκε στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγου και στην Ένωση Σπουδαστών Καλών Τεχνών της Νέας Υόρκης.
Στο πρώτο μάθημα βγήκε έντρομη από την τάξη, όταν είδε έναν γυμνό άντρα μοντέλο. Ωστόσο συνήθισε και δεν ξαναβγήκε από την αίθουσα.
Παρ’ ότι κέρδισε βραβεία και υποτροφίες υπέμενε την περίφρονηση των αρρένων συναδέλφων της, ένας από τους οποίους της είπε: “Δεν έχει σημασία τη κάνεις στη σχολή. Εγώ θα γίνω μεγάλος ζωγράφος κι εσύ θα διδάσκεις σε κανένα σχολείο θηλέων”.
Ο σπουδαστής λεγόταν Γιουτζίν Σπάιχερ και δεν έγινε ποτέ γνωστός.
Η Ο’ Κηφ φοβόταν μήπως ο κακεντρεχής συμφοιτητής της είχε δίκιο.
Με τα οικονομικά της οικογένειας να πηγαίνουν άσχημα, αποχώρησε από τη σχολή.
Πέρασε λίγους άθλιους μήνες στο Σικάγο, κάνοντας διαφημιστικές μακέτες κι έπειτα έμαθε ότι άνοιξε μια θέση σε δημόσιο σχολείο, στο Αμαρίλο του Τέξας.
Επρόκειτο για το στερεότυπο που απεχθανόταν, αλλά δεν είχε επιλογή. Η προφητεία του Σπάιχερ θα έβγαινε αληθινή;
Άγρια Δύση
Η Δύση ήταν αποκάλυψη. Ο πελώριος ουρανός, οι αχανείς εκτάσεις, ο διαρκής άνεμος γοήτευσαν την Ο’ Κηφ.
Άρχισε να σχεδιάζει απλές συνθέσεις με τον ουρανό, τις πεδιάδες και τα σύννεφα.
Όταν ανακάλυψε το Πάλο Ντούρο Κάνυον, ένα λαβύρινθο αμμόλιθου που διατρέχει την πεδιάδα του Τέξας, πέρασε ώρες φτιάχνοντας σχέδια κι έστειλε μερικά σ’ ένα φίλο στη Νέα Υόρκη, ο οποίος τα έδειξε εντυπωσιασμένος στον Άλφρεντ Στίγκλιτζ, ιδιοκτήτη της Γκαλερί 291.
Ο Στίγκλιτζ δεν ήταν απλώς έμπορος, αλλά μοντερνιστής φωτογράφος κι ακούραστος συμπαραστάτης της πρωτοπορίας.
Ενθουσιάστηκε με τα σχέδια κι άρχισε να αλληλογραφεί με την Ο’Κηφ, που του έστειλε κι άλλα έργα, αν και δεν ήθελε να τα εκθέσει.
Εκείνος βέβαια τα εξέθεσε, η Ο’ Κηφ έφριξε, αλλά ο Στίγκλιτζ αρνήθηκε να τα αποσύρει.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε προβλήματα στην αντιμιλιταρίστρια ζωγράφο.
Έβαλε τις φωνές σ’ ένα μαγαζάτορα που πωλούσε μια χριστουγεννιάτικη κάρτα με το «τρυφερό» μήνυμα, “Σκοτώστε τους Ούννους” κι ενθάρυννε έναν νεαρό να συνεχίσει τις σπουδές του αντί να επιστρατευτεί.
Όταν κόλλησε την ισπανική γρίπη το 1918, ο Στίγκλιτζ την έπεισε ν’ αναρρώσει στη Νέα Υόρκη κι εκείνη έφτασε στο Μανχάταν τον Ιούνιο.
Σε όλες τις στάσεις
Σύντομα, η Ο’ Κηφ θα πρέπει να κατάλαβε ότι ο 54χρονος Στίγκλιτζ δεν ενδιαφέροταν μόνο για την υγεία της.
Ήθελε και να τη φωτογραφίζει. Γυμνή. Συνέχεια.
Ώρες ολόκληρες στο σπίτι του, η Ο’ Κηφ στεκόταν, καθόταν και ξάπλωνε σε όλες τις δυνατές στάσεις, ενώ ο Στίγκλιτζ κατέγραψε κάθε της καμπύλη.
Τα πράγματα ζόρισαν όταν παρενέβη η Έμυ, η γυναίκα του Στίγκλιτζ.
Για χρόνια ο γάμος τους ήταν μια απλή σύμβαση συμβίωσης, αλλά η τελευταία αδυναμία του καλλιτέχνη, ώθησε την Έμυ στα άκρα.
Έδιωξε τον Στίγκλιτζ, που πήγε να μείνει σ’ ένα ατελιέ με την Ο’ Κηφ.
Ήταν παράξενο ζευγάρι.
Στα σαββατιάτικα καλλιτεχνικά δείπνα, ο Στίγκλιτζ μιλούσε για θεωρητικά ζητήματα, ενώ η Ο’ Κηφ καταβρόχθιζε βοδινό με σάλτσα στρειδιού και δεν έβγαζε λέξη.
Κανείς από τους δύο δεν ένιωσε ανάγκη να μείνει πιστός και λέγεται ότι τις πιο περιπαθείς σχέσεις η Ο’ Κηφ τις είχε με γυναίκες.
Το σεξ πουλάει
Το 1921 ο Στίγκλιτζ εξέθεσε τις γυμνές φωτογραφίες της Ο’ Κηφ, που ήταν ήδη πολυσυζητημένη πριν ακόμη γίνει γνωστό το έργο της.
Η εντύπωση πως η Ο’ Κηφ ήταν το σεξουαλικό αντικείμενο του Στίγκλιτζ, ενισχύθηκε από τους πίνακές της, με τα μεγάλα άνθη που έμοιαζαν με αιδοία.
Η ίδια επέμενε ότι ζωγράφιζε απλώς άνθη, αλλά κανείς δεν την πίστευε, πόσο μάλλον αφού ο Στίγκλιτζ δεχόταν τη σύνδεση, καθώς ήξερε ότι το σεξ πουλάει.
Της πήρε χρόνια για να αναγνωριστεί από τους καλλιτεχνικούς κύκλους της Νέας Υόρκης, ανεξάρτητα από τον Στίγκλιτζ.
Το 1924 παντρεύτηκαν χωρίς πολύ ενθουσιασμό.
Στα τέλη της δεκαετίας, η Ο’ Κηφ δεν άντεχε άλλο να φροντίζει τον άρρωστο σύζυγό της και έφυγε για το Νέο Μεξικό, κατόπιν πρόσκλησης από την εκκεντρική κληρονόμο και συλλέκτρια Μέιμπελ Ντόντζ Λιούαν.
Φυγή στην έρημο
Η βόρεια έρημος του Νέου Μεξικού εντυπωσίασε την Ο’ Κηφ.
Αν και κατά την πρώτη της επίσκεψη τα πράγματα μπερδεύτηκαν, καθότι κοιμήθηκε και με τα δύο μέλη του ζεύγους Λιούαν, επέστρεφε εκεί κάθε καλοκαίρι.
Λάτρευε να ζωγράφίζει το Νέο Μεξικό.
Τα έργα που παρήγαγε στο υπέροχο τοπίο του, εδραίωσαν τη φήμη της και με τη διαρκή προώθηση του Στίγκλιτζ, πωλούνταν σε διαρκώς υψηλότερες τιμές.
Το 1936, η Ελίζαμπεθ Άρντεν της έδωσε 10.000 δολάρια για μια τοιχογραφία στον οίκο αισθητικής της, στη Νέα Υόρκη και το Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο της έκανε αναδρομική έκθεση το 1943.
Η Ο’ Κηφ ήταν πια πλούσια και διάσημη, όπως ήθελε. Η προφητεία του συμφοιτήτή της ήταν λανθασμένη.
Ο Στίγκλιτζ πέθανε το 1946 κι η Ο’ Κηφ έσπευσε στη Νέα Υόρκη, αλλά δεν πρόλαβε να τον δει ζωντανό.
Το 1949 εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι στο Νέο Μέξικο.
Ίσες ευκαιρίες
Πάντα εύθικτη, η Ο’ Κηφ με τα χρόνια γινόταν όλο και πιο δύστροπη.
Οι εργαζόμενοι που της μαγείρευαν και της καθάριζαν δεν πολυμιλούσαν αγγλικά και μπορούσαν να αγνοήσουν τα ξεσπάσματά της, αλλά οι νεαρές γυναίκες που προσλάμβανε για να διευθύνουν το προσωπικό και να εκτελούν χρέη γραμματέως, δεν είχαν τόσο καλή τύχη.
Η Ο’ Κηφ τις αποκαλούσε “σκλάβες” κι, όταν κάποια παραιτήθηκε, έξαλλη η ζωγράφος φώναξε: “Δεν μπορείς να με αφήσεις! Κανείς δεν μ’ αφήνει!”
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, άρχισε να χάνει και την όρασή της.
Το 1973 ο νεαρός καλλιτέχνης Χουάν Χάμιλτον έφτασε στο Νέο Μεξικό κι είπε στην Ο’ Κηφ ότι τον είχαν στείλει πνεύματα.
Φαίνεται ότι εκείνη τον πίστεψε και σύντομα τον άφηνε ν’ απαντά σε γράμματα, στο τηλέφωνο και να συνεννοείται με τον ατζέντη της.
Πολλοί φοβούνται ότι ο Χάμιλτον εκμεταλλευόταν την ηλικιωμένη γυναίκα, άλλοι όμως πίστευαν ότι όντως νοιαζόταν.
Το 1984 τη μετέφερε στη Σάντα Φε, όπου πέθανε στις 6 Μαρτίου του 1986.
ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Ζωγράφων» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ».