Tης Άντυ Δημοπούλου από το musicpaper.gr
Η Florence Jenkins, άφησε το αποτύπωμά της στη μουσική Ιστορία ως το ανατρεπτικό φαινόμενο της χειρότερης σοπράνο του κόσμου, που κατάφερε να κερδίσει το κοινό!
Η Narcissa Florence Foster γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1868 στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος, αλλά και γαιοκτήμονας μεγάλων εκτάσεων της περιοχής.
Η μικρότερη αδερφή της πέθανε σε ηλικία μόλις 8 ετών και έτσι η Florence Foster (που κράτησε το μεσαίο της όνομα) μεγάλωσε ως μοναχοπαίδι.
Από πολύ μικρή έκανε μαθήματα πιάνου και έγινε γνωστή ως το παιδί θαύμα που έδινε συναυλίες από 7 χρόνων, ενώ εμφανίσθηκε και στον πρόεδρο των ΗΠΑ Rutherford B. Hayes.
Μετά από έναν αποτυχημένο γάμο, σε μικρή ηλικία, η Florence Foster, που έγινε Florence Jenkins (ή Florence Foster Jenkins), έβγαζε τα προς το ζην από μαθήματα πιάνου στην Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, όπου ζούσε πια μόνη της.
Κάποια στιγμή όμως μία κάκωση στον ώμο της δεν της επέτρεπε πια να παίζει πιάνο για αρκετό διάστημα.
Έτσι, γύρω στα 1900 μετακόμισε με την μητέρα της στη Νέα Υόρκη. Το 1909 που πέθανε ο πατέρας της, της άφησε μία πολύ μεγάλη περιουσία την οποία η ίδια αποφάσισε να
«επενδύσει» στην καριέρα της στη μουσική.
Αφού έκανε κάποια μαθήματα φωνητικής άρχισε να κοινωνικοποιείται στους μουσικούς κύκλους της Νέας Υόρκης, ενώ ίδρυσε και χρηματοδοτούσε ένα δικό της καλλιτεχνικό σύλλογο, το The Verdi Club.
Εγγραφόταν ως μέλος σε διάφορους άλλους καλλιτεχνικούς συλλόγους (λογοτεχνίας, μουσικής κλπ) και αργά ή γρήγορα λάμβανε τον τίτλο: Καλλιτεχνική Διευθύντρια Μουσικής.
Από το 1912 άρχισε να δίνει τα πρώτα της ρεσιτάλ. Λίγο νωρίτερα είχε γνωρίσει τον Βρετανό ηθοποιό St. Clair Bayfield.
Εκτός από σύντροφός της ο St. Clair Bayfield ανέλαβε και χρέη μάνατζερ της νέας περσόνας- σοπράνο την οποία λάνσαρε η Florence Jenkins.
Η Florence Jenkins είχε επιμονή, θάρρος, άκρατη επιθυμία, φοβερές διασυνδέσεις, έναν ικανότατο κι ερωτευμένο μαζί της μάνατζερ, οικονομική άνεση κι αγάπη για τη μουσική, αλλά της έλειπε κάτι βασικό: η καλή φωνή!
Οι κριτικές που δεχόταν για τα ρεσιτάλ της ήταν τόσο αμφίρροπες που διέγειραν την περιέργεια του κόσμου.
Απ’ τη μία οι φίλοι της και σύντροφοί της στους διάφορους συλλόγους που την εκθείαζαν κι από την άλλη όσοι δεν πίστευαν στα αυτιά τους όταν την άκουγαν, κατάφεραν τελικά να δημιουργήσουν μία συμπάθεια στο πρόσωπό της αλλά και ένα φανατικό κοινό που την ακολουθούσε σε όλες της τις συναυλίες.
Η ίδια έλεγε «Ο κόσμος μπορεί να λέει ότι δεν τραγουδάω καλά, αλλά ποτέ κανείς δε θα μπορέσει να πει ότι δεν τραγούδησα»!
Τόλμησε να ερμηνεύσει όπερες των Mozart, Verdi και Johann Strauss τις οποίες συνδύαζε κατά καιρούς με δικές της συνθέσεις ή του συνεργάτη της Cosmé McMoon.
Σχεδίαζε μόνη της τα φορέματά της και της άρεσε να προσθέτει στοιχεία όπως πούλιες ή φτερά. Το 1944 και σε ηλικία 76 ετών, γνώρισε το απόγειο της καριέρας της όταν έδωσε ένα ρεσιτάλ στο διάσημο Κάρνεγκι Χολ.
Τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί εβδομάδες πριν και το ρεσιτάλ παρακολούθησαν κριτικοί και διασημότητες απ’ όλο τον κόσμο.
Η Florence Jenkins έπαθε μία καρδιακή προσβολή μόλις δύο μέρες μετά το ρεσιτάλ.
Πέθανε δύο μήνες αργότερα, στις 26 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, και έμεινε στην ιστορία ως η χειρότερη τραγουδίστρια όπερας στον κόσμο, που κατάφερε να ηχογραφήσει δίσκους και να ανεβεί στη σκηνή παρά τις τραγικές εκτελέσεις της.