Το 1943 ο Βόλος βρισκόταν υπό γερμανική και ιταλική κατοχή.
Η τότε 27χρονη Ευαγγελία Μάρκου, προσπαθούσε να επιβιώσει στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου, μαζί με τους γονείς και τα αδέρφια της.
Ο αδερφός της Χρήστος είχε ήδη φύγει από το σπίτι για να πολεμήσει με την αντίσταση.
Τη δράση του όμως γνώριζαν καλά οι δυνάμεις κατοχής.
Τα καταναγκαστικά έργα σε εργοστάσιο της Siemens
Ένα βράδυ, μια ομάδα ναζί, όρμησε μέσα στην κατοικία και χωρίς πολλές κουβέντες, πήραν δια της βίας μαζί τους την Ευαγγελία και τον αδερφό της Οδυσσέα.
«Το τρένο μας πήγε μαζί με τον αδερφό μου στη Βιέννη, στη Γερμανία δηλαδή», συνήθιζε να λέει πολλά χρόνια αργότερα, στην κόρη της Φωτεινή.
Για αυτήν η Αυστρία, ακόμη και μετά τον πόλεμο ήταν πάντα γερμανική.
Τα αδέρφια ήταν μόλις δύο από αρκετούς και άγνωστους, που ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, για να εργαστούν καταναγκαστικά, σε στρατόπεδα εργασίας.
Ήταν μια πάγια τακτική των ναζί, που ήθελαν πολλά χέρια, στις γραμμές παραγωγής των εργοστασίων τους.
Στην πορεία όμως, τα δύο αδέρφια χάθηκαν.
Η Ευαγγελία στάλθηκε για δουλειά σε εργοστάσιο της Siemens, ως «ελεύθερη εργάτρια», όπως ήταν ο ακριβής όρος των ναζί.
«Έβαζα κάτι σαν κώνους μέσα σε κυλίνδρους», θυμόταν πολλά χρόνια μετά.
Όταν έβγαινε να φάει έξω, αυτό μπορούσε να το κάνει μόνο σε συγκεκριμένα εστιατόρια για ξένους «ελεύθερους εργάτες».
Επίσης, αντί για χρήματα οι αυστριακοί τους έδιναν κουπόνια για να πληρώνουν. Ο φόβος ήταν διαρκής.
Το εργοστάσιο ήταν ένας από τους πρώτους στόχους των συμμαχικών αεροπλάνων και ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να βομβαρδιστεί.
Κάποια στιγμή η εργάτρια γνώρισε μια Βολιώτισσα, που ήταν παντρεμένη με ένα ευκατάστατο και ευυπόληπτο Βιεννέζο.
Η συμπατριώτισσα της Ευαγγελίας, μεσολάβησε μερικές φορές, ώστε οι αρχές να επιτρέψουν ευκολότερα την έξοδο από το στρατόπεδο.
Σε μια από αυτές η Μάρκου αποφάσισε να δραπετεύσει και να μην γυρίσει πίσω.
Γνώριζε ότι, θα την αναζητούσαν, αλλά άξιζε τον κόπο.
Μετά από μια σύντομη περιπλάνηση στη Βιέννη, βρέθηκε να χτυπάει την πόρτα του φον Καρλ και της φράου Μήτσι.
Οι δύο αυστριακοί άκουσαν την Ευαγγελία και την έκρυψαν στην κατοικία τους.
Για αρκετούς μήνες υπό την προστασία τους, η ξεριζωμένη Βολιώτισσα κινούνταν με προσοχή στους δρόμους της πόλης, πουλώντας λαθραία τσιγάρα. Είχε καταφέρει να δραπετεύσει από τα καταναγκαστικά έργα των ναζί, αλλά δεν είχε απομακρυνθεί αρκετά.
Με αυτόν το φόβο η Ευαγγελία Μάρκου κατάφερε να επιβιώσει μέχρι τη λήξη του πολέμου.
Η επιστροφή στην Ελλάδα του εμφυλίου
Χωρίς δεύτερη σκέψη η Ευαγγελία Μάρκου πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Πότε με τα πόδια, πότε με το τρένο. Στην Ελλάδα έφτασε μετά από ένα μήνα και ήδη είχε αρχίσει ο εμφύλιος.
Όταν πήγε στο πατρικό της σπίτι στο Βόλο, την περίμενε άλλη μια έκπληξη. Στο υπόγειο κρυβόταν ο αντάρτης Βασίλης Νταφόπουλος.
Του είχε πει να κρυφτεί εκεί ο αδερφός της Ευαγγελίας, Χρήστος, που αυτήν τη φορά δεν πολεμούσε για την αντίσταση, αλλά για τον ΕΛΑΣ.
Η Βολιώτισσα φρόντισε τον Νταφόπουλο και σύντομα οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν και αργότερα παντρεύτηκαν.
Η αποζημίωση των Αυστριακών στους «ελεύθερους εργάτες»
Τα χρόνια πέρασαν και η Ευαγγελία Μάρκου, διηγούνταν την ιστορία που σημάδεψε τη ζωή της, στα μέλη της οικογένειάς της.
Στις 31 Ιανουαρίου η Φωτεινή Νταφοπούλου, διάβασε έκπληκτη στην εφημερίδα «Τα Νέα», την ιστορία της Γιολάντα Τερέντσιο.
Της θρυλικής δημοσιογράφου που πήρε την τελευταία συνέντευξη από τον Νίκο Καζαντζάκη.
Το 1942 συνελήφθη Γερμανούς και οδηγήθηκε στην οδό Μέρλιν. Δύο χρόνια αργότερα έζησε στην εξορία της Αυστρίας, μέσα σε μια κόλαση βασανιστηρίων και εξευτελισμών.
Μετά από 58 χρόνια η Γιολάντα Τερέντσιο είχε καταφέρει να πάρει αποζημίωση από τους Αυστριακούς για τις 413 ημέρες που εργάστηκε στο εργοστάσιο της Siemens. Η περίπτωσή της ήταν πανομοιότυπη με της Ευαγγελίας Μάρκου.
Δραπέτευσε και αυτή, κρύφτηκε στην πόλη, δούλεψε σε εργοστάσιο γραφομηχανών και γύρισε στην Ελλάδα, μετά την είσοδο των Ρώσων στη Βιέννη.
Οι αποζημιώσεις που έδινε η αυστριακή κυβέρνηση ήταν 500 χιλιάδες δραχμές για όσους εργάστηκαν στα χωράφια, 750 χιλιάδες δραχμές για όσους εργάστηκαν στα εργοστάσια και 2,5 εκατομμύρια δραχμές για όσους εργάστηκαν ως υπηρετικό προσωπικό σε σπίτια.
Μέχρι τότε είχαν υποβάλει αιτήσεις αποζημιώσεως 170 «ελεύθεροι εργάτες/τριες» και είχαν δικαιωθεί οι 50.
«Γιατί όχι και συ;» είπε η Φωτεινή Νταφοπούλου στη μητέρα της Ευαγγελία.
Πέθανε την ημέρα που πήρε την αποζημίωση
Κανένας από την οικογένεια δεν γνώριζε ότι, είχαν γίνει τέτοιες προσπάθειες αποζημιώσεων.
«Δώσαμε ότι στοιχεία είχαμε στην Αυστριακή Πρεσβεία και αυτοί μας έδωσαν να απαντήσουμε σε ένα ερωτηματολόγιο. Η μητέρα μου προσπαθούσε να θυμηθεί που δούλεψε, πως και πότε έφτασε εκεί, σε ποιο σπίτι έμεινε, και οτιδήποτε άλλο είχε ζήσει στην Αυστρία.
Δεν ήταν εύκολο για αυτήν, ούτε και για μένα. Ξανάκουγα την ιστορία της και σκεφτόμουν μέσα από αυτήν, το δράμα του πολέμου», λέει στη ΜτΧ η Φωτεινή Νταφοπούλου.
Ύστερα από δύο μήνες η Αυστριακή Πρεσβεία απάντησε ότι η Ευαγγελία Μάρκου δικαιούνταν αποζημίωση, για το διάστημα που εργάστηκε στην Βιέννη.
Στο μεταξύ είχε γίνει η μετάβαση από τη δραχμή στο ευρώ και τα χρήματα που θα έπαιρνε ήταν περίπου δυόμιση χιλιάδες ευρώ.
Την ημέρα που έφτανε η επιταγή των αυστριακών στο σπίτι, η Ευαγγελία Μάρκου, έφευγε από τη ζωή.
Η ιστορία της στο θέατρο
Το πλήγμα για την οικογένεια Νταφοπούλου ήταν μεγάλο.
«Ήταν μια τραγική ειρωνεία. Κατάφερε να επιζήσει μέσα από κακουχίες και πολέμους και πέθανε την ημέρα που δικαιώθηκε», θυμάται η Φωτεινή Νταφοπούλου.
Συχνά σκεφτόταν ότι, μέσα από την ιστορία της μητέρας της, θα μπορούσε να αφηγηθεί μέσω του θεάτρου, τη φρίκη του πολέμου και το διαρκή αγώνα ενάντια στην ομηρεία.
Όπως και έκανε.
Το επίκαιρο έργο «Η Πόρτα» που έγραψε και σκηνοθετεί η Φωτεινή Νταφοπούλου παίζεται ήδη στο θέατρο Παραμυθίας.
Αποτελεί την αντιπολεμική κραυγή της δημιουργού, βασισμένη στα δύσκολα χρόνια που έζησε η μητέρα της Ευαγγελία.
Στις 10 Μαρτίου μάλιστα, τα έσοδα της παράστασης αφιερώνονται στον σύλλογο «Πίστη», υπέρ των παιδιών με καρκίνο.
Το ρόλο της Ευαγγελίας σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, ερμηνεύουν η Έλενα Πετροπούλου και η Κλαίρη Μπάμπαλη. Χορεύει η Πέννυ Μποεδώφ.