ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Ζωγράφων» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ».
Τον Πικάσο ανέθρεψαν γυναίκες.
Η ισχυρογνώμων μητέρα του, η γιαγιά του, τέσσερις θείες, δυο αδελφές και πολλές ξαδέλφες, που όλες τον κακομάθαιναν.
Ο πατέρα τους, Χοσέ Ρουίζ, ήταν μέτριος καλλιτέχνης και έφορος του τοπικού μουσείου.
Δίδαξε στον γιο του σχέδιο και στα 12 του χρόνια, ο Πάμπλο τον είχε ξεπεράσει σε τέτοιο βαθμό που παράτησε τα πινέλα και δεν ξαναζωγράφισε.
Στα 13 του χρόνια, ο Πικάσο γράφτηκε σε Σχολή Καλών Τεχνών, σε μία τάξη για 20χρονους.
Κατόπιν, αφού πέρασε από ακαδημίες στη Βαρκελώνη και στη Μαδρίτη, κατέληξε στο Παρίσι.
Αδέκαρος, χωρίς να γνωρίζει γαλλικά, έτρωγε ελάχιστα και έμενε σε άθλια διαμερίσματα με τους φίλους του.
Τελικά κατάφερε να αποκτήσει δικό του διαμέρισμα, που το μοιράστηκε με την ερωμένη του και άφθονα σκυλιά, γατιά, ποντίκια κι ένα μικρό πίθηκο.
Λάτρευε τα ζώα, αλλά δεν τα πολυπρόσεχε.
Μόνα τους φρόντιζαν για τροφή: όταν μια γάτα έφερνε κανένα λουκάνικο, έτρωγαν όλοι.
Το καλύτερο «σπίτι»
Για χρόνια, ο Πικάσο ζωγράφιζε σε βλοσυρούς τόνους μπλε, απ’ τους οποίους πήρε το όνομά της η λεγόμενη «Μπλε Περίοδος», που την ακολούθησε η ελαφρώς φαιδρότερη «Ροζ».
Σταδιακά, οι γραμμές του έγιναν πιο έντονες κι άρχισε να χρησιμοποιεί απλά σχήματα, όπως ελλείψεις, τρίγωνα και κύκλους, για να περιγράφει πράγματα και μορφές.
Παράλληλα, γνώρισε την αφρικανική τέχνη και μαγεύτηκε από τις δυνατές μορφές και τις τολμηρές αφαιρέσεις στις μάσκες των τελετών.
Οι δυο επιρροές, γεωμετρική αφαίρεση και αφρικανικές μάσκες, συνυπάρχουν σ’ έναν επαναστατικό πίνακα του 1907: τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν», που πήρε το όνομά του από το μπορντέλο Αβινιόν της Βαρκελώνης.
Ακόμη και υποστηρικτές του Πικάσο έμειναν άναυδοι.
Ο συλλέκτης Λίο Στάιν το βρήκε «διασκεδαστικό».
Η αδελφή του Στάιν, Γερτρούδη, το θεώρησε «αληθινό κατακλυσμό» κι ο έμπορος Αμπρόζ Βογιάρ το περιέγραψε ως ένα «έργο τρελού».
Ακόμη και τώρα, ο πίνακας παραμένει προκλητικός.
Οι κυβιστές δεν συγυρίζουν ποτέ
Οι «Δεσποινίδες» έδειξαν τον δρόμο για τη νέα περίοδο του Πικάσο.
Το 1908 μαζί με τον φίλο του Ζορζ Μπρακ, υπέβαλαν στο Σαλόν του φθινοπώρου πολλούς πίνακες που αγνοούσαν εντελώς την προοπτική, χωρίζοντας τα αντικείμενα σε πολλαπλές επίπεδες επιφάνειες.
Ο Ανρί Ματίς σχολίασε επιτιμητικά ότι οι πίνακες ήταν απλώς «μικροί κύβοι».
Ο όρος έπιασε και γεννήθηκε ο κυβισμός.
Ο Πικάσο τώρα έβγαζε αρκετά λεφτά για να βρει ένα καλό διαμέρισμα, αλλά παρέμενε εξίσου ακατάστατος.
Ζούσε ανάμεσα σε τεράστιους όγκους χαρτιού, αποδείξεις, πίνακες, άδεια μπουκάλια και κομμάτια ψωμί, με στενά μονοπάτια να οδηγούν στο μπάνιο ή το καβαλέτο.
Το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και η εγκυμοσύνη της συζύγου του, ξύπνησαν μέσα του την παράδοση.
Άρχισε τότε μια περίοδο νεοκλασικισμού, ζωγραφίζοντας σκηνές με μητέρες και παιδιά, καθώς και εικόνες της ελληνικής μυθολογίας.
Το 1927 ο γάμος του βρισκόταν σε διάλυση, ενώ παράλληλα ο ζωγράφος είχε σχέση με μια Γαλλίδα ονόματι Βαλτέρ.
Το ’36, έμπλεξε και με μια φωτογράφο, τη Ντόρα Μάρα, την οποία πρωτοείδε σε ένα καφενείο, να βάζει το χέρι της στο τραπέζι και να μπήγει ένα αιχμηρό μαχαίρι ανάμεσα στα δάχτυλά της.
Όταν αστόχησε, το αίμα ξεπήδησε στον αέρα και ο Πικάσο μαγεύτηκε.
Στρατευμένη τέχνη
Ο Πικάσο είχε υποστηρίξει τη δημιουργία της Ισπανικής Δημοκρατίας το 1931 και απελπίστηκε από τον Εμφύλιο το 1936.
Εκείνη την περίοδο ζωγράφισε την ξακουστή «Γκουέρνικα», προς τιμήν της θανατηφόρας επίθεσης των Γερμανών στο ανυπεράσπιστο χωριό Γκουέρνικα, το οποίο ισοπέδωσαν με βομβαρδισμούς. Οι Γερμανοί πιλότοι χτύπησαν με μανία την απροστάτευτη περιοχή η οποία παραδόθηκε στις φλόγες. Ουσιαστικά έκαναν πρόβα πολέμου και με κυνισμό εξασκήθηκαν σε αληθινούς στόχους. Κανένα πρόβλημα αφού τους θεωρούσαν κομμουνιστές, άρα σύμφωνα με τη ναζιστική προσέγγιση ανάξιους να υπάρχουν.
Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 1.500 και οι τραυματίες ήταν πάνω από 800, αν και τα στοιχεία αμφισβητούνται.
Στο υπό κατοχή Παρίσι, υπέμενε μια ατελείωτη παρέλαση Γερμανών επισήμων από το ατελιέ του.
Εξέταζαν εξονυχιστικά τα χαρτιά του και τον ρωτούσαν για Εβραίους καλλιτέχνες. Ο Πικάσο απλώς χαμογελούσε και τους έδινε καρτ-ποστάλ με την «Γκουέρνικα».
Λέγεται ότι κάποτε ο Γερμανός πρέσβης πήρε μια κάρτα και ρώτησε χλευαστικά:
«Εσείς το κάνατε αυτό, μεσιέ Πικάσο;»
«Όχι», είπε ο Πικάσο, «εσείς το κάνατε».
Ο Πικάσο επέζησε της κατοχής και η απελευθέρωση του Παρισιού σήμανε την αρχή μιας περιόδου εξαιρετικής φήμης.
Έγινε ο διασημότερος των καλλιτεχνών και κάποιοι κριτικοί θεωρούν ότι η διασημότητα έβλαψε τα έργα του.
Το όψιμο ύφος του ποικίλλει. Έκανε πολιτικά έργα, πίνακες με κυβιστικές επιρροές και πολύχρωμα τοπία που θυμίζουν Ματίς.
Ένα από τα πιο περίφημα όψιμα έργα του είναι η «Κατσίκα», ένα μπρούτζινο γλυπτό που αναπαριστά μια έγκυο κατσίκα.
Ο Πικάσο παρέμεινε εξαιρετικά υγιής και ενεργός μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Πέθανε από ανακοπή τον Απρίλιο του 1973.
Ο όγκος του έργου του ήταν απίστευτος: περίπου 1.900 πίνακες, 3.200 κεραμικά, 7.000 σχέδια, 1.200 γλυπτά και 30.000 χαρακτικά.
ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Ζωγράφων» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ».