… Μπήκα στο ταξί στην πλατεία Κάνιγγος, και μόλις έκατσα στη θέση του συνοδηγού άρχισα να τσεκάρω αν είχα όλα τα πράγματά μου, γυαλιά, κινητό, χαρτιά και χαρτάκια.
«Έτσι λοιπόν που λες, φίλε μου! Είναι όλοι τους λαμόγια!» ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή από το πίσω κάθισμα απευθυνόμενη στον ταρίφα. Αυτός που μίλησε ήταν ένας εξηντάρης με κοιλιά.
Φαίνεται πως με την είσοδό μου είχα διακόψει κάποια συζήτηση.
«Αυτό να λέγεται…» είπε ο ταρίφας μηχανικά, μόνο και μόνο για να τροφοδοτήσει την κουβέντα.
«Από παλαιοτάτων χρόνων…» συμπλήρωσε μια δεύτερη φωνή από πίσω….
«Εδώ, ρε σεις, όταν έγινε ο σιδηρόδρομος επί Τρικούπη, φέραν τα λαμόγια άλλες ράγες για τη Στερεά Ελλάδα κι άλλες για την Πελοπόννησο!» είπε ο γέρος ανασκαλεύοντας την ιστορία.
«Άλλες ράγες; Μα πώς έγινε αυτό;» απόρησε ο εξηντάρης.
«Όπως σας τα λέω, παιδιά μου! Αυτό έγινε γιατί μπλέξαν τα λαμόγια και οι προμηθευτές τους.
Έτσι το ένα λαμόγιο αγόρασε εξοπλισμό από τη Γερμανία και το άλλο από την Αγγλία. Μόνο που οι ράγες αυτές ήταν ασύμβατες. Είχαν άλλη απόσταση μεταξύ τους οι μεν από τις δεν!» είπε ο γέρος.
«Απίστευτο!» μουρμούρισε ο εξηντάρης.
«Το απίστευτο δεν είναι αυτό! Το απίστευτο είναι πως οι πολιτικάντηδες της εποχής, για να ικανοποιήσουν –με το αζημίωτο βέβαια– και τα δύο λαμόγια, έστρωσαν και με τα δύο συστήματα τις ράγες.
Στην ουσία, όμως, έκοψαν τη χώρα στα δύο. Γιατί ένα τρένο που ερχόταν από τη Σαλονίκη δεν μπορούσε να συνεχίσει για Πελοπόννησο, αφού οι γραμμές από τον Ισθμό και κάτω ήταν διαφορετικές. Έτσι επιβάτες και εμπορεύματα έπρεπε να συνεχίσουν το ταξίδι τους με άλλο τρένο!» είπε ο γέρος καταλήγοντας.
«Τι λες, ρε, παιδί μου…» σχολίασε ο ταρίφας με λανθάνουσα αποδοκιμασία.
«Βέβαια! Είναι βλέπετε πάγια τακτική να μπαίνει το προσωπικό συμφέρον πάνω από το συνολικό!» είπε ο γέρος δεικτικά. «Απίστευτο…» μουρμούρισε πάλι ο εξηντάρης.
«Ρε, τα λαμόγια!» αναφώνησε χασκογελώντας ο ταρίφας.
«Να σας πω κι ένα τελευταίο, πριν κατέβω! Θυμάστε που παλιά τα ταξί ήταν βαμμένα γκρι;» ρώτησε ο γέρος.
«Ναι, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80!» πετάχτηκε ο ταρίφας.
«Βεβαίως και τα θυμόμαστε!» αναφώνησε ο εξηντάρης. Κι εγώ τα θυμόμουν όταν ήμουν παιδάκι.
Ήταν γκρίζα με μια λευκή μπορντούρα.
Κι αργότερα, όταν πια ήμουν στην εφηβεία, είχα μια φίλη που όταν έπαιρνε τα βράδια ταξί για να γυρίσει σπίτι της, μ’ έβαζε και σημείωνα τον αριθμό της πινακίδας, μήπως και την πείραζε ο ταξιτζής.
Χαμογέλασα, αυτό το αδιόρατο, μερικές φορές αμήχανο χαμόγελο των αναμνήσεων, αλλά η φωνή του γέρου μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα.
ΤΑ ΓΚΡΙ ΤΑΞΙ
«Μήπως ξέρει κάποιος από εσάς πώς έγινε και βάφτηκαν τα ταξί γκρι;» ρώτησε ο γέρος.
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, αλλά κανένας δεν ήξερε.
Ο εξηντάρης κύριος στράφηκε με προσοχή στο συνομιλητή του και ο ταρίφας ανασηκώθηκε στο κάθισμα κι άρχισε να ρίχνει κλεφτές ματιές μέσα από τον καθρέφτη. Ήμασταν όλοι αυτιά.
«Ακούστε λοιπόν!» είπε ο γέρος.
«Κάποτε προκηρύχθηκε πλειοδοτικός διαγωνισμός για την αγορά χρωμάτων, προκειμένου να βαφτούν τα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού.
Ένας έμπορος λοιπόν, που είχε καλές διασυνδέσεις στο υπουργείο Αμύνης, το έμαθε εγκαίρως και φρόντισε να προμηθευτεί τα απαραίτητα χρώματα για τη δουλειά αυτή. Σημειωτέον ότι τα χρώματα αυτά έχουν ειδικές προδιαγραφές λόγω της χρήσης τους στο αλμυρό νερό και λοιπά .
»Μπορεί λοιπόν ο έμπορος να είχε προμηθευτεί τα σωστά χρώματα, η επιτροπή όμως που ήθελε να δώσει σε κάποιον άλλο τη δουλειά, έθεσε την τελευταία στιγμή κάποιες “άλλες” προδιαγραφές για τα χρώματα και αποφάσισε να πάρει διαφορετική μάρκα χρώμα, από άλλον δικό της προμηθευτή».
«Και τι έγινε τελικά;» ρώτησε ο εξηντάρης με αγωνία.
«Το θέμα είναι πως αυτή η λαμογιά έγινε τόσο άκομψα, που προκειμένου να μη ζημιωθεί ο πρώτος προμηθευτής –ο οποίος είχε και γερό πολιτικό δόντι– η κυβέρνηση πήρε την απόφαση να χρησιμοποιήσουν την μπογιά για να βάψουν τα ταξί!» είπε ο γέρος.
«Τι λες τώρα!» είπε, ξανά ο ταρίφας, για πρώτη φορά εντυπωσιασμένος.
«Έτσι ακριβώς έγινε, παιδιά μου! Προκειμένου λοιπόν να μη ζημιωθεί ο προμηθευτής των χρωμάτων, οι ταξιτζήδες της εποχής εξαναγκάστηκαν να βάψουν τα ταξί τους γκρίζα, με δικά τους έξοδα φυσικά. Βλέπετε, στο τέλος πάντα ο απλός κόσμος πληρώνει το μάρμαρο…» είπε ο γέρος μ’ έναν τρόπο σχεδόν διδακτικό…
ΥΓ: τώρα δε μένει παρά να μάθουμε ποιος τα πήρε, για να βάψουν τα ταξί κίτρινα .
Η ιστορία, και το απόσπασμα του διαλόγου, είναι αυθεντική, από το βιβλίο του Γιάννη Λογαρά: «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΙΤΡΙΝΗΣ ΦΥΛΗΣ», εκδόσεις Σοφίτα.
Το βιβλίο περιέχει ιστορίες και διηγήσεις ταξιτζήδων που κατέγραψε ο συγγραφέας.