Ο λαϊκός μουσικοσυνθέτης Μανώλης Χιώτης, που έχει συνδέσει το όνομά του με το μπουζούκι, φεύγοντας από τη ζωή, άφησε πίσω του μεγάλες επιτυχίες που ακούγονται μέχρι σήμερα.
«Δεν θέλω πια να ξαναρθείς», «Απόψε φίλα με», «Λαός και Κολωνάκι», «αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ» είναι μερικές μόνο από τις γνωστές επιτυχίες του.
Υπάρχουν όμως τραγούδια του, που δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό και έχουν όμως ενδιαφέρουσα ιστορία.
Ένα από αυτά είναι το «Ένας λεβέντης έσβησε» το οποίο είναι αφιερωμένο στον Άρη Βελουχιώτη.
Ο Μανώλης Χιώτης έγραψε ένα χασαποσέρβικο ρυθμό για τους στίχους του Νίκου Μάθεση, (γνωστός και ως Νίκος Τρελάκιας) και πρόσθεσε ένα δικό του τετράστιχο στο τέλος, το οποίο ο στιχουργός δέχτηκε και ενσωμάτωσε στο τραγούδι.
Αντιλαλούνε τα βουνά
κλαίνε τα κλαψοπούλια
ο Βελουχιώτης χάθηκε
ψηλά σε μια ραχούλα.
Τι έχεις κλαψοπούλι μου
κι όλο πικρά φωνάζεις;
Για πες μου ποιος σε πλήγωσε
και βαριαναστενάζεις;
Μαράθηκαν τα λούλουδα
έσβησε το φεγγάρι
ένας λεβέντης χάθηκε
που τόνε λέγαν Άρη.
Κείνος δε θέλει κλάματα
δε θέλει μοιρολόγια
θέλει αγώνες και χαρές
αρματωσιές και βόλια.
Ο Άρης Βελουχιώτης, για τον θάνατο του οποίου έχουν γραφτεί πολλά, έφυγε από τη ζωή τον Ιούνιο του 1945.
Ο Χιώτης ήταν τότε 24 ετών. Το τραγούδι για τον Βελουχιώτη δεν ηχογραφήθηκε σε δίσκο και δεν έγινε γνωστό στο κοινό.
Η μελωδία του Χιώτη χάθηκε, αφού δεν ηχογραφήθηκε και ο Μάθεσης μετά από χρόνια, έδωσε το τραγούδι στον Μιχάλη Γενίτσαρη, ο οποίος το μελοποίησε εκ νέου, αυτή τη φορά σε ρυθμό ζεϊμπέκικο. Το 1980 το τραγούδησε ο Γιώργος Νταλάρας και κυκλοφόρησε στον δίσκο « Ρεμπέτικα της Κατοχής» με τίτλο «Ένας ρεμπέτης έσβησε».
Στη συγκεκριμένη ηχογράφηση έγιναν κάποιες μικρές αλλαγές στους στίχους.
Αργότερα το τραγούδησε και ο ίδιος ο Γενίτσαρης, μένοντας πιστός στους αρχικούς στίχους του Μάθεση και του Χιώτη.
Ο στιχουργός Νίκος Μάθεσης το 1974, όταν ο Χιώτης είχε ήδη φύγει από τη ζωή (19/3/1970) μίλησε στον μελετητή του ρεμπέτικου τραγουδιού, Κώστα Χατζηδουλή, για τη συνεργασία τους για το τραγούδι- αφιέρωμα στον Βελουχιώτη.
«Λίγο μετά που σκοτώθηκε ο Άρης Βελουχιώτης το ’γραψα. Είχε τρία τετράστιχα και όχι τέσσερα. Ο Άρης, ήτανε φίνος άντρας, μάγκας κι αγωνιστής και Έλληνας. Κατάλαβες; Μιλάει ο Μάθεσης. Υπήρχανε κι άλλοι αγωνιστές δηλαδή που θέλανε να τους λένε έτσι, αλλά αυτοί ήτανε αγωνιστές για την πάρτη τους. Δηλαδή αποφάγια. Άλλη ταρίφα αυτοί. Όταν έσβησε το καντήλι του παλικαριού, έκατσα και το ’γραψα, γιατί έγινε θρήνος. Θρήνος και ύμνος».
«Το θέμα είναι παλιό, πολύ παλιό, η ιδέα. Τα λόγια δικά μου και τιμής πρόσωπο ο Άρης. Μετά συναντήθηκα με το Χιώτη, που είχε έρθει με τον Παπαϊωάννου, το Στεφανάκη και τον Γενίτσαρη να παίξουνε σ’ ένα χορό, στο Χατζηκυριάκειο. Είπα του Χιώτη για το τραγούδι και δώσαμε ραντεβού και του ’δωσα τα λόγια. Έβαλε ένα τετράστιχο ακόμα ο Μανώλης, το τελευταίο, κι άλλαξε το «νεκροπούλι» που είχα εγώ και το ’κανε «κλαψοπούλι». Δεν είπα τίποτα. Ο Μανώλης ήτανε φίλος μου, καλός άντρας και μάγκας από τους λίγους. Άμα θες να μάθεις ποιοι είναι οι μάγκες, κοίτα τον Χιώτη. Εξηγήσεις ζόρικες, ρεμπέτικες και ψυχή μόρτικια μεγάλη. Μιλάω εγώ ο Μάθεσης.
Το ’παμε: προσφορά για το παιδί που χάθηκε, ήτανε το τραγούδι. Ζούλα γίνανε όλα. Βλέπεις, εγώ και σ’ αυτό το περιβόλι είχα τσαμπουκάδες. Ένα απόγευμα που ήμουνα τότες στην Αθήνα, παρέα με το Γούναρη, είδα στο δρόμο τυχαία, σε μια στοά, τον αρχηγό τότες του κόμματος. Αυτόνε που δεν ήτανε όνομα και πράμα δεν ήτανε, λέμε, γλυκός στις εξηγήσεις του. Του τα ’χα μαζεμένα από τότες. Αυτός ήτανε όλα του τα χρόνια μολύβι με σπασμένη μύτη. Κατάλαβες; Μετά άκουσα τη μουσική που έβαλε ο Χιώτης. Χασαποσέρβικο ήτανε, πολύ ζόρικο τραγούδι. Δίσκος δεν έγινε όμως, γιατί όλοι αυτοί εδώ οι λάγιοι δεν αφήνανε. Γι’ αυτό τους έχω μαζέψει πολλά».
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το atexnos.gr